Το Πεκίνο των προσεχών Ολυμπιακών Αγώνων συνοψίζει τον εορταστικό προσανατολισμό του στο σύνθημα ενοποίησης του πλανήτη: «One world one dream», το οποίο όμως αφορά και τις ραγδαίες αναδιατάξεις που παρατηρούνται εδώ και χρόνια στο εσωτερικό της ίδιας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Με αφορμή τη νέα διεθνή παρουσία της εμφανίζονται εφέτος κείμενα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας ή αποκτούν μιαν άλλη επικαιρότητα ομόλογα κείμενα των τελευταίων ετών.


Για παράδειγμα, ο Γιώργος Βέης, έχοντας στο ενεργητικό του (από το 1974 έως σήμερα) οκτώ βιβλία ποίησης και ένα επιστολικό αφήγημα (2003), προσήλθε με την «ποίηση της γραφής» στη σύνθεση ενός οδοιπορικού στην Απω Ανατολή συγκροτώντας μια τριλογία άκρως ερεθιστική, τόσο για το σημαίνον όσο και για το σημαινόμενό της. Εδώ θα μείνω κυρίως στην Απαγορευμένη πόλη (2004), την οποία εισήγαγε το Ασία, Ασία (1999, με παλαιότερες «πτυχές ταξιδιωτικής μνήμης») και ολοκλήρωσαν οι Μογγόλες (2005). Με τρεις περίπου δεκάδες αφηγήσεων, αυτοτελών και συνάμα αλληλοσυμπληρούμενων, ο συγγραφέας μάς οδηγεί στο Πεκίνο (η Κίνα διαθέτει τη μερίδα του λέοντος των επιδόσεων του αφηγητή), στο Χονγκ Κονγκ, στο Μπάλι, στη Σεούλ, στην Μπανγκόκ και στην Πατάγια, μέσα από μια διπλή οθόνη για την αμοιβαία αποτύπωση της «ετερότητας» και της «ταυτότητας». Ακριβώς αυτό το ενιαία τιθέμενο δίπολο «ταυτού» και «ετέρου» θα μπορούσε να εκληφθεί ως ο ακριβέστερος μηχανισμός κατανόησης του κειμένου. Οι είκοσι εφτά αφηγηματικές ενότητες, που απαρτίζουν την Απαγορευμένη πόλη, λειτουργούν ως διευρυμένες ημερολογιακές εγγραφές με τιτλοφόρηση που ανταποκρίνεται καίρια σε ό,τι αυτοτελώς συνιστά την απόπειρα προσοικείωσης της Απω Ανατολής. Μέσα από τα αφηγηματικά τεχνάσματα ο συγγραφέας ενδιαφέρεται να μην αναλωθεί σε μια «συμβαντολογική» γραφή, εφόσον επιλέγει με διακριτικό τρόπο τη διαρκή προβληματοθεσία και τη σκιαγράφηση των σύστοιχων απαντήσεων.


Ετσι δεν διολισθαίνει σε κάποια «μουσειακή» προσπέλαση του έως τώρα άγνωστου παρόντος ή έστω του προσεχούς μέλλοντος, μια και η πνοή του κειμένου δεν αποφεύγει κάποτε τη διαστολή προς τις διεργασίες που ενδεχομένως επίκεινται. Τούτο βέβαια δεν εξυπονοεί ότι εξουδετερώνεται ο σφυγμός του εφήμερου, δηλαδή ό,τι καθημερινοποιεί τη διαφορετικότητα και την καθιστά μη αναγώγιμη. Πάντως το γραμματειακό είδος του ημερολογίου, που αναπτύχθηκε πολύ πριν την εδραίωση του τηλεοπτικού «λόγου», κινδυνεύει σήμερα περισσότερο από τους fast-thinkens και τα ομότροπα spots/σποτάκια.


Προφανώς οι εκτεταμένες ημερολογιακές εγγραφές δεν αποτελούν «στιγμιότυπα» για τη «φωτογραφική» πρόσκτηση της «στιγμής», ιδίως όταν διασταυρώνεται καρκινικά το «ταυτόν» με το «έτερον» ενθαρρύνοντας μορφές περισυλλογής και αποτρέποντας την εύκολη εκτόνωση. Ο Βέης επικαλείται τον Kierkegaard για την ανατίμηση της «στιγμής» κατά την «απομνημόνευση του φευγαλέου», όπως δηλαδή συμβαίνει με το παρόν ως «αδιαφιλονίκητο χρόνο των νύξεων». Ετσι ως ταξιδευτής της Απω Ανατολής εντρυφά στις «απροσδόκητες δυνατότητες και χρήσεις του ολίγιστου», στην ιδιότυπη «λατρεία του ελάσσονος» και στις «φαντασμαγορίες του μηδαμινού», για να διακριβώσει πώς ο «μινιμαλισμός» αποτελεί τη συμπύκνωση ενός «ολοκληρωμένου συστήματος ζωής». Αυτή η ανάδραση «μέρους» και «όλου», τόσο ως σημαίνον όσο και ως σημαινόμενο, συνιστά τη δοκιμιακή υπόσταση των αφηγήσεων (σχέδια δοκιμίων είναι οι ακροτελεύτιες είκοσι δύο «ανάσες» του κειμένου που προετοιμάζει τις Μογγόλες), που με την ευσύνοπτη δομή τους κατακτούν αβίαστα τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνωστικού κοινού, όσων δηλαδή ενδιαφέρονται για ό,τι συντελείται στον τόπο τους, τον υπαρκτό και τον ιδεώδη.


Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο Βέης καταγράφει τους ρυθμούς αποτίναξης του «εξωτισμού» που είχε επιβληθεί από τους δυτικούς «διαβόλους» στην Κίνα, μέσα από τη «μανία της αλλαγής» που ένωνε και ταυτόχρονα χώριζε το «σινικό χρόνο». Πράγματι, στον αιώνα που άρχισε η Κίνα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε απρόβλεπτο παίκτη, μέσα και έξω από τον ΟΗΕ; Η προσαρμογή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στην παγκόσμια αγορά εργασίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εικοσαετία, έγινε με την ενθυλάκωση, σε ξεχωριστά τμήματα της χώρας που απέκτησαν οικονομική και κοινωνική ευρωστία, των επενδύσεων του διεθνούς κεφαλαίου.


Πόσο θα αντέξει μια τέτοια διελκυστίνδα προγραμματισμένης και καπιταλιστικής οικονομίας δεν είναι προβλέψιμο. Ούτε μπορούν να προκαθορισθούν τυχόν εντάσεις ανάμεσα στην κεντρική εξουσία, στο βαθμό που θα εξακολουθήσει να αναπαράγεται στο εσωτερικό των μηχανισμών του κομμουνιστικού κόμματος, και στους θιασώτες των αιτημάτων πολιτικής δημοκρατίας (βλ. το βιβλίο μου Στην αυγή του νέου αιώνα – 2002: 363-364). Στην Απαγορευμένη πόλη καταχωρίζεται η «μετα-μαοϊκή ιδιαιτερότητα» και μνημονεύονται κάποιες «παραδοξότητες» που αναπηδούν από τα «νεωτερικά» εγχειρήματα της «σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς».


Ο ταξιδιώτης/αφηγητής συνθέτει τις «αντι-φολκλορικές μαρτυρίες» μέσα από τη «δημιουργική αναστάτωση» που εμπεριέχει «καταστατικά το αλλογενές», έχοντας την επίγνωση ότι ως «τελειοδίδακτος των προσαρμογών» αντιλαμβάνεται τις «οριακές πτυχές της αλήθειας». Ως «διαθέσιμος» δέκτης (και όχι «κριτής») όσων προσφέρει η «σκηνή του καθημερινού γίγνεσθαι», δηλαδή «καθαρογράφοντας τοπία» και «ακούγοντας ιδεογράμματα», παρατηρεί «μαθαίνοντας» τι συνιστά το «απροσδιόριστο» και τι προκαλεί το «ταξίδι της εμβάθυνσης».


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.