Ο λαϊκισμός είναι ένα φαινόμενο με διάφορες μορφές που εμφανίζονται για ποικίλους λόγους σε αρκετές περιοχές του δημόσιου κυρίως βίου, με ιδιαίτερη έξαρση σε ορισμένες χώρες και σε ορισμένες εποχές. Γι’ αυτό είναι δύσκολο να δοθεί ένας γενικός ορισμός του, και μάλιστα στις μέρες μας που ο λαϊκισμός εμφανίζεται και μεταμφιεσμένος. Επιμέρους μόνο ορισμοί μπορούν να διατυπωθούν για τις διάφορες εκφάνσεις του. Θα σχολιάσουμε δι’ ολίγων τις τρεις μορφές, παραλείποντας τον τηλεοπτικό λαϊκισμό, γιατί αυτός αποτελεί λιγότερο μορφή και περισσότερο έδαφος, πάνω στο οποίο αναπτύσσονται σήμερα, σε σημαντικό βαθμό, ή μετενδύονται, όλες σχεδόν οι μορφές του λαϊκισμού.


ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ είναι η επίκληση των συμφερόντων ενός λαού προς όφελος του συμφέροντος ενός πολιτικού ή / και ενός κόμματος. Πιστεύεται ότι ο λαϊκισμός στην πολιτική είναι αποτελεσματικός, γιατί χρησιμοποιεί γλώσσα άμεση, εύκολα κατανοητή από το πλήθος. Ωστόσο ο θρίαμβος του πολιτικού – όπως άλλωστε και κάθε άλλου – λαϊκισμού τελείται λιγότερο εκεί όπου ο λαϊκισμός εμφανίζεται με γυμνό πρόσωπο και περισσότερο εκεί όπου κυκλοφορεί με προσωπείο. Η περίπτωση Ψωμιάδη, λ.χ., είναι η πλέον ανεπιτήδευτη έκφραση του πολιτικού λαϊκισμού, η λιγότερο επιζήμια (όσο περισσότερο απροκάλυπτος εμφανίζεται ο λαϊκισμός τόσο περισσότερο γραφικός, δηλαδή ευκολότερα αντιμετωπίσιμος, γίνεται). Ο Ψωμιάδης δεν δείχνει άλλο από αυτό που είναι. Ομως το επιχείρημά του ότι στηρίζεται στην αγάπη του λαού που τον ψηφίζει δεν είναι περισσότερο λαϊκιστικό από τις διακηρύξεις του Γιώργου Παπανδρέου ότι «ο λαός θα καταδικάσει με την ψήφο του την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης». Η ίδια η ανάδειξη του Γιώργου Παπανδρέου στην αρχηγία του ΠαΣοΚ υπήρξε επίτευγμα μεταμφιεσμένου λαϊκισμού τού κατά τα άλλα μη λαϊκιστή Κώστα Σημίτη, αφού έγινε – για να κερδηθούν οι εκλογές – με γνώμονα, στην πραγματικότητα, ένα λαοφιλές οικογενειακό προσόν, τη λαϊκή απήχηση του ονόματος Παπανδρέου, και όχι εμφανείς ή διαφαινόμενες ηγετικές ικανότητες του διά βοής στεφθέντος. Από την άποψη αυτή η για τους ίδιους λόγους ανάδειξη του Κώστα Καραμανλή στην αρχηγία της Νέας Δημοκρατίας αποδείχθηκε λιγότερο ατυχής (για την ακρίβεια, τυχερότερη), αφού ο πρωθυπουργός ως αρχηγός κόμματος είναι λιγότερο θλιβερός από τον αρχηγό του ΠαΣοΚ.


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ είναι η επίκληση των συμφερόντων του λαού προς όφελος του προκαθημένου μιας Εκκλησίας. Σε ό,τι αφορά τον χριστιανισμό ο εκκλησιαστικός λαϊκισμός είναι φαινόμενο πρόσφατο και μέχρι στιγμής αποκλειστικά ελληνικό. Εμφανίστηκε το 1998 με την ανάρρηση του Μητροπολίτου Δημητριάδος και Αλμυρού Χριστόδουλου στον τηλεοπτικό θρόνο. Καθώς πηγή του είναι οι υπέρμετρες (οι υπερεκκλησιαστικές) φιλοδοξίες του προκαθημένου, έχει αναπόφευκτα χαρακτήρα πολιτικό (εθνικιστικό).


Ο εκκλησιαστικός λαϊκισμός είναι η μόνη πολιτική που είναι καθ’ ολοκληρίαν λαϊκιστική· γεγονός που οφείλεται στην ευτυχή συναρμόνιση δύο αντιτιθέμενων στοιχείων: του αγίου βήματος του ναού και του αγοραίου πάλκου της τηλεοράσεως. Ιερό βήμα και λαϊκό πάλκο συναιρούνται, προς όφελος των αναζητήσεων του προκαθημένου, σε μιαν ιδιότυπη ιερολαϊκή εξέδρα, μέσω της οποίας το θρησκευτικό ράσο μετατρέπεται σε ράσο πολιτικό. Επειδή ο βαθμός του εκκλησιαστικού λαϊκισμού είναι ανάλογος με το μέγεθος των επιδιώξεων του προκαθημένου, είναι φυσικό ο σημερινός ελληνικός να αποτελεί εκτός από την απαρχή και το αποκορύφωμα αυτής της μορφής του λαϊκισμού.


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ ήταν παλαιότερα η λογοτεχνία της παραλογοτεχνίας, κυρίως του λαϊκού μυθιστορήματος. Στις μέρες μας είναι η – με τη μίμηση και των μεγάλης ακροαματικότητας τηλεοπτικών αφηγήσεων – μεταποίηση της παραλογοτεχνίας στη μορφή του ευπώλητου lifestyle μυθιστορήματος.


Λογοτεχνικός λαϊκισμός είναι σήμερα η πριμοδότηση του λαοφίλητου μυθιστορήματος εις βάρος των δυσπώλητων λογοτεχνικών ειδών· η συρρίκνωση ή ο αποκλεισμός της κριτικής και της παρουσίασης της ποίησης (και βέβαια των διαφημίσεων των ποιητικών βιβλίων) από τα ένθετα βιβλίου των εφημερίδων με το επιχείρημα ότι η ποίηση είναι λογοτεχνία για τους λίγους· η προβολή από τους βιβλιοπαρουσιαστές ενός μετρίου (ή και κακού) βιβλίου επειδή ο συγγραφέας του είναι γνωστός στο ευρύ κοινό και η αδιαφορία για ένα καλό βιβλίο επειδή ο συγγραφέας του δεν είναι επώνυμος· ο περιορισμός της κριτικής προς αύξησιν της βιβλιοπαρουσίασης και η ανάπτυξη του παρακριτικού επαίνου.


Εκτός από την πολιτικοκοινωνική του σημασία, που τον καθιστά αντικείμενο μελέτης των πολιτικών επιστημών και της κοινωνιολογίας, ο λαϊκισμός, ως ακαλαίσθητη έκφραση μιας (τις περισσότερες φορές ή εκ πρώτης όψεως) ευγενικής επιθυμίας, αποτελεί, σε όλες τις μορφές του, και αντικείμενο της αισθητικής. Επειδή στην ορολογία αυτού του γνωστικού πεδίου η έννοια των λαϊκών εκφράσεων του κακόγουστου καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου του όρου κιτς (kitsch), θα επιχειρήσουμε να διατυπώσουμε, σχηματικότατα βέβαια, έναν γενικό ορισμό του λαϊκισμού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι λαϊκισμός είναι η εμφάνιση του κιτς σε όλες του τις εκφράσεις.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.