O διοικητής κεντρικής τράπεζας που θα ακουγόταν ευχάριστα, που θα χάιδευε τα αφτιά των ανθρώπων (και δεν εννοούμε μόνο «τον άνθρωπο του δρόμου»: εννοούμε και τις ελίτ και τους πολλαπλασιαστές της κοινής γνώμης, τουλάχιστον σε χώρες όπως η Ελλάδα όπου οι κατά σύμβασιν «ηγεσίες» ακολουθούν βελάζοντας τα βήματα του κοπαδιού, ή τις σφυγμομετρήσεις) θα ήταν ένας κακός διοικητής. Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας- της κάθε Κεντρικής Τράπεζας- είναι απαραίτητο να τοποθετείται με βάση τις πειθαρχίες του διεθνούς συστήματος, ιδιαίτερα σε μια χώρα με βαθιά παράδοση νομισματικής και δημοσιονομικής χαλαρότητας. Συνεπώς να μη διστάζει να γίνεται δυσάρεστος.

Αλλωστε ο μάλλον σοσιαλδημοκρατικότερος διοικητής που γνώρισε η Τράπεζα της Ελλάδος (μετά τον Κυριάκο Βαρβαρέσσο), ο κεϊνσιανός/μοντιλιανικός Λουκάς Παπαδήμος, είχε βρεθεί σταθερά στο στόχαστρο όσων θεωρούν ότι η οικονομική πολιτική είναι ένα μεγάλο «δώσε». Ακόμη πιο έντονες, όμως, και πάγια επανερχόμενες είναι οι επιθέσεις που μονότονα ακολουθούν τις τοποθετήσεις του σημερινού διοικητή, ο οποίος έχει το σωτήριο και δυσάρεστο συνάμα προνόμιο να παρακολουθεί την ελληνική οικονομία να λειτουργεί υπό καθεστώς ευρωζώνης.

Για «αντεργατικό παραλήρημα», για «μόνιμη αναλγησία», για «αδιαφορία για τη μοίρα των εργαζομένων και των νοικοκυριών» εγκαλέστηκε- μία ακόμη φορά-, με αφορμή την έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, η κατάθεση της οποίας στη Βουλή λειτουργεί πλέον καθαρά τοτεμικά, ως αφορμή για χαρωπά καθοδηγούμενη από τα μέσα ενημέρωσης κατακραυγή.

Το τραγικό είναι ότι εφέτος οι προειδοποιήσεις Γκαργκάνα για σταθερή απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας βρίσκουν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε ένα συγκλονιστικό 14% του ΑΕΠ. Ούτε η Ισπανία, με κάτι σαν 9% έλλειμμα, ούτε η Τουρκία με 7,5% ούτε η Ουγγαρία ή η Πολωνία γύρω στο 6% πλησιάζουν καν την ελληνική ανισορροπία. «Ψυχροί αριθμοί» θα πείτε. Το γεγονός όμως ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγόμενου στην Ελλάδα προϊόντος συνεχίζει να χειροτερεύει μετά την ένταξη στην ευρωζώνη οδηγεί σε ένα σενάριο εφιαλτικό. Οπου, σταθερά, όλο και μεγαλύτερο μερίδιο από την εγχώρια παραγωγή θα απορροφάται από τόκους για το (εξωτερικό) χρέος, οπότε και η κατανάλωση των νοικοκυριών και οι ανάγκες για επενδύσεις και τα όρια για να κινείται το κληρονομημένο πελώριο κράτος μας θα στενεύουν. «Μα, είμαστε στην ΟΝΕ, μα, έχουμε ευρώ, άρα δεν κινδυνεύουμε» θα πείτε. Σωστό- και βαρύ λάθος, ταυτόχρονα! Δεν κινδυνεύουμε μεν από μια ανοιχτή κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών, αλλά αυτοκαταδικαστήκαμε να φθίνουμε, χωρίς δικλίδα ασφαλείας την υποτίμηση- ποτέ πια. «Μα, μπήκαμε στο ευρώ υπερτιμημένοι» ίσως προσθέσετε. Πιθανόν, αλλά (α) δεν γινόταν διαφορετικά, αν ήταν να μπούμε το 2000, κυρίως δε (β) δεν κάνουμε τίποτε, μα τίποτε για να διορθώσουμε έκτοτε. Οι εκκλήσεις Γκαργκάνα για αυτοσυγκράτηση στις αυξήσεις μισθών και ημερομισθίων (και) εφέτος- με ηχώ την ανησυχία Αλογοσκούφη για το ίδιο ζήτημα- θα άξιζαν καλύτερη τύχη, αν προσέξει κανένας τον συνολικό συλλογισμό του. Οτι, δηλαδή, η απογείωση του πληθωρισμού λόγω πετρελαίου «δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με ισοδύναμες ονομαστικές αυξήσεις των μισθών»· γιατί; Οχι για λόγους δογματικούς ή ιδεολογικούς, αλλά επειδή «πυροδότηση πρόσθετων πληθωριστικών πιέσεων θα διάβρωνε περισσότερο την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών»! Εμείς θα χάσουμε, πάλι, άμα κερδίσουμε με το σπαθί μας στις εφετινές συλλογικές διαπραγματεύσεις.