Η εξίσωση του νόμιμου με το ηθικό, στην οποία προέβη την περασμένη εβδομάδα ο τότε υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, ήρθε να ταράξει τα νερά της… λογικής αλλά και της κυβέρνησης, αφού την Παρασκευή το μεσημέρι ο κ. Βουλγαράκης υπέβαλε την παραίτησή του η οποία και έγινε δεκτή. Η κίνηση αυτή του πρώην υπουργού σαφώς δεν ακυρώνει και μάλλον ενισχύει το ερώτημα του τίτλου του σημερινού αφιερώματος.


Οσο και αν θα ήταν το επιθυμητό, τουλάχιστον στα δημοκρατικά πολιτεύματα, οι ηθικές αρχές δεν κατοχυρώνονται διά της νομοθεσίας. Οι νόμοι «φροντίζουν» να διευκολύνουν τη συμβίωση των ανθρώπων χωρίς να ηθικολογούν. Η ηθική είναι προσωπική υπόθεση του καθενός. Η πολιτική ηθική, από την άλλη, είναι υποχρέωση που αναλαμβάνεται εθελοντικά.


Στις σημερινές κοινωνίες όπου η ελευθερία της γνώμης, του θρησκεύματος, των επιλογών κατοχυρώνεται συνταγματικά, περισσεύει μία «τυραννία» οιασδήποτε «ηθικοπλαστικής πλειοψηφίας». Δεν αναζητούνται Ιφιγένειες οι οποίες θα θυσιαστούν εν ονόματι της ηθικής του άλλου. Αλλά δεν μπορεί να νομιμοποιούνται και εκείνοι των οποίων η ηθική έχει αποκτήσει μεγάλη ελαστικότητα. Ο Πρωθυπουργός στην εφετινή ΔΕΘ απέφυγε, για πρώτη φορά, να επισημάνει ότι η κυβέρνηση συνεχίζει τον βηματισμό της στον δρόμο τού «σεμνά και ταπεινά», αφού η επιταγή αυτή δεν επήγαζε εκ του νόμου αλλά αφορούσε τον βηματισμό των στελεχών του σύμφωνα με την προσωπική τους ηθική. Οπως αναφέρεται και στο αφιέρωμα που ακολουθεί, οι φιλόσοφοι ανά τους αιώνες έχουν σκεφθεί πολύ και τα προβλήματα της ηθικής και εκείνα της πολιτικής απαντώντας στο ερώτημα αν το νόμιμο είναι και ηθικό.


Ας υποθέσουμε, έστω για μια στιγμή, ότι στον πυθμένα, εκεί που τα πράγματα συγκροτούνται, υπάρχει κενό. Ας υποθέσουμε ακόμη ότι στο κενό αυτό υπάρχει μόνη της, γυμνή και ωμή, η βία, που κυκλοφορεί με τον ασυνάρτητο βηματισμό μιας τρελής θεάς. Ας υποθέσουμε, τέλος, ότι ο κόσμος είναι έργο της. Ποιος δεν βλέπει πως στην περίπτωση που οι τρεις υποθέσεις ισχύουν, η ζωή θα ήταν απελπισία;


Απολύτως απελπισμένος, όμως, δεν μπορεί να ζήσει κανείς. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να πάρουμε τα μέτρα μας. Τα πήραμε. Φτιάξαμε κοινωνίες, επιχειρήσαμε δηλαδή να δώσουμε νόημα στο χάος, φροντίζοντας όπως όπως τη συμβίωσή μας. Οι κοινωνίες ήταν φυσικό να διαφέρουν μεταξύ τους, μια και έπρεπε να λάβουμε υπόψη μας τα διαφορετικά ήθη των ανθρώπων. Μπορέσαμε να ονομάσουμε το τελικό προϊόν «ανθρωπότητα», γιατί παρατηρήσαμε ένα είδος σταθεράς, την οποία είπαμε ηθική ενότητα και τη θεωρήσαμε κοινό παρονομαστή των κοινωνιών.


Ως προς το θέμα αυτό, ο Ρουσό τα είπε σταράτα στον Αιμίλιο: «Κοιτάξτε όλα τα έθνη του κόσμου, διατρέξτε όλες τις ιστορίες. Ανάμεσα σε τόσες απάνθρωπες και παράξενες λατρείες, ανάμεσα στην αξιοθαύμαστη διαφορά ηθών και χαρακτήρων, θα βρείτε παντού τις ίδιες ιδέες της δικαιοσύνης και της εντιμότητας, παντού τις ίδιες έννοιες του καλού και του κακού».


Ο κοινός παρονομαστής, ωστόσο, δεν ήταν αρκετός: χρειάστηκε να πάρει συγκεκριμένες όψεις, να εξειδικευτεί, ώστε να γίνει αμέσως χρήσιμος και εφαρμόσιμος πρακτικά. Φτιάξαμε λοιπόν τα περίτεχνα και πολύπλοκα οικοδομήματα των νόμων, που μας επέτρεψαν να έχουμε στη διάθεσή μας και σε απόσταση χειρονομίας κάτι σαν προσομοίωση του ήθους και της αρετής, και οι προσομοιωτές αυτοί έδιναν την ψευδαίσθηση – χρήσιμη όμως και απαραίτητη – ότι η αρετή και το ήθος μπορούσαν πια να γίνουν αντικείμενα ποσοτικής εκτίμησης.


Βεβαίως οι υπολογισμοί μας δεν ήταν πάντοτε σωστοί. Υπήρχαν ελλείψεις και υπερβολές, οι οποίες τις περισσότερες φορές δεν φαίνονταν και τόσο αθώες: εξυπηρετούσαν και βόλευαν άλλους (συνήθως τους λιγότερους), ενώ άλλους τους αδικούσαν (συνήθως τους πολλούς). Οι διορθωτικές μετρήσεις που έγιναν ήταν πολλές και κάθε φορά άφησαν πίσω τους πολύ αίμα και ακόμη περισσότερο πόνο. Θεωρήσαμε πάντα ότι το δυσβάσταχτο κόστος άξιζε τον κόπο, γιατί το ζητούμενο ήταν αυτός ο περίφημος κοινός παρονομαστής χωρίς τον οποίο βρισκόταν σε κίνδυνο η ανθρωπότητα. Πληρώναμε το τίμημα με τα μάτια στραμμένα στη δικαιοσύνη, την τιμιότητα και την αρετή, γιατί μας ήταν δύσκολο να καταλάβουμε τι σόι ζωή θα ήταν η δική μας χωρίς αυτά που μας έκαναν να νιώθουμε ότι είμαστε και μείς άνθρωποι, ότι ανήκουμε και μείς στην ανθρωπότητα.


Αλλά ο κοινός παρονομαστής έμοιαζε με άπιαστο όνειρο: μας περίμενε με περιπαικτική διάθεση στη γωνία, κάθε φορά που διαπιστώναμε ότι οι νόμοι ήταν κατώτεροί του. Γιατί οι νόμοι είναι έργα των ανθρώπων. Ενώ ο κοινός παρονομαστής είναι έργο της ανθρωπότητας, δηλαδή έργο που ξεπερνά απείρως τις μικρούτσικες δικές μας μηχανορραφίες. Τίμιος δεν είναι αυτός που δεν κλέβει, επειδή φοβάται την τιμωρία που προβλέπει ο νόμος. Τίμιος είναι αυτός που δεν κλέβει, επειδή πιστεύει ότι η κλοπή δεν είναι σωστό πράγμα. Ο πρώτος πάντα θα βρει τρόπο να ξεγελάσει τον νόμο. Εχει συμβούλους, δικηγόρους, ακόμη και προστάτες, οι οποίοι ενίοτε μπορεί να είναι ή να νομίζουν ότι είναι πολύ ισχυροί. Ο δεύτερος, μπροστά στην πάνοπλη αγέλη που περιβάλλει τον πρώτο, είναι μόνος του. Βρίσκεται όμως πολύ κοντά στον κοινό παρονομαστή, το ξέρει, και αυτό του δίνει τη δύναμη να συνεχίσει μια απελπισμένη μάχη, με την πεποίθηση ότι πρέπει οπωσδήποτε να κερδηθεί ο πόλεμος.


Ο Αριστοτέλης, κατά πώς λένε, έχει σκεφτεί πολύ και τα προβλήματα της πολιτικής και τα προβλήματα της ηθικής και τις δυσκολίες που αναφύονται στις σχέσεις τους. Οσοι ενδιαφέρονται μπορούν να διαβάσουν τις αντιλήψεις του στα Ηθικά Νικομάχεια, έργο δύσκολο αλλά απαραίτητο σήμερα όσο ποτέ. Γράφει εκεί ο μεγάλος Σταγειρίτης: «Κατέχουμε τις αρετές επειδή τις έχουμε ήδη ασκήσει, όπως συμβαίνει και με τις άλλες τέχνες. Γιατί τα πράγματα που πρέπει να τα μάθεις για να τα κάνεις, τα μαθαίνεις κάνοντάς τα, όπως γίνεσαι οικοδόμος χτίζοντας σπίτια και κιθαριστής παίζοντας κιθάρα. Με τον ίδιο τρόπο γινόμαστε δίκαιοι κάνοντας δίκαια πράγματα και σώφρονες κάνοντας σώφρονα και γενναίοι κάνοντας γενναία».


Δυστυχώς δεν μας κυβερνά ο Αριστοτέλης, αλλά ο άλλος. Τι να κάνουμε; Στον καθένα ο άρχοντας που του αξίζει. Εμείς, ως νομιμόφρονες πολίτες, θα σκύψουμε λίγο περισσότερο το κεφάλι και θα ακολουθήσουμε τον αρχηγό, χωρίς αυτό να σημαίνει οπωσδήποτε ότι αγνοούμε τον Αριστοτέλη. Απλώς ο άλλος μοιάζει να συμφέρει περισσότερο.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.