Ενα πρόσφατο ταξίδι μου στη Νέα Υόρκη μού έδωσε την ευκαιρία να επισκεφθώ και το τμήμα των αρχαιοτήτων της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής του Μητροπολιτικού Μουσείου, που πολύ πρόσφατα άνοιξε για το κοινό. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι με την έκθεση αυτή, όπως και με τις υπόλοιπες που αφορούν τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και παρουσιάζονται σε άλλες αίθουσες του γιγάντιου αυτού μουσείου, η προβολή της χώρας μας είναι αξιοσημείωτη. Χιλιάδες είναι οι επισκέπτες από όλο τον κόσμο που διέρχονται καθημερινά τους εκθεσιακούς του χώρους, ενώ ιδιαίτερη αίσθηση μου έκανε η έντονη παρουσία μαθητών της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Τη νέα αυτή έκθεση του Μητροπολιτικού Μουσείου επιθυμούσα να την επισκεφτώ και για έναν πρόσθετο λόγο. Οπως είναι γνωστό, η αμερικάνικη αυτή μεγαλούπολη αποτελεί στην εποχή μας το παγκόσμιο κέντρο των καλλιτεχνικών και γενικότερα των πολιτιστικών αναζητήσεων και δρωμένων, χαράσσει τις μελλοντικές κατευθύνσεις και αναγνωρίζεται ως η πηγή των πρωτοποριακών πολιτιστικών ρευμάτων της εποχής μας. Ηθελα λοιπόν να γνωρίσω «ιδίοις όμμασιν» με ποιο τρόπο εδώ, στις αρχές της τρίτης μεταχριστιανικής χιλιετίας, παρουσιάζονται στο κοινό δημιουργίες του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, ο οποίος έχει συμβάλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση του λεγόμενου δυτικού πολιτισμού.


Η βασική αρχή που διέπει όλες τις αίθουσες της ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης είναι η χρονολογική. Τα εκθέματα δηλαδή παρουσιάζονται κατά χρονολογικές ενότητες. Μέσα σε αυτές υπάρχουν ενότητες κατά είδη, ενώ σε αίθουσες με εκθέματα μικρότερου μεγέθους, όπως π.χ. είναι τα αγγεία, δημιουργούνται και διάφορες θεματικές ομάδες, σχετικές π.χ. με τους θεούς, τους ήρωες, τη δημόσια και ιδιωτική ζωή στην αρχαία Αθήνα, το ελληνικό θέατρο, το θάνατο και τη μεταθανάτια ζωή, με κεραμικά εργαστήρια της αρχαίας Ελλάδας, μεγάλους αγγειογράφους κ.ά. Κάτι που χαρακτηρίζει τη νέα έκθεση είναι ότι, παρά το πλήθος των επισκεπτών της, τα εκθέματά της τα βλέπει κανείς με άνεση και κατά κανόνα από όλες τις όψεις τους. Επίκεντρο του νέου τμήματος της έκθεσης είναι ένας τεράστιος χώρος αρχιτεκτονικά διαμορφωμένος έτσι ώστε να μοιάζει με περίστυλη αυλή μιας μεγάλης ρωμαϊκής έπαυλης. Οι συντελεστές τής έκθεσης τον εκμεταλλεύτηκαν με άριστο τρόπο για να εκθέσουν εκεί γλυπτά της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου με τρόπο που προσφέρει την ψευδαίσθηση ότι τα έργα βρίσκονται στον φυσικό τους χώρο κάτω από το φως του ήλιου. Δεν είναι υπερβολικό να λεχθεί ότι χάρη σ’ αυτό ακριβώς το περιστύλιο, το Τμήμα των ελληνιστικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων είναι το πιο προβαλλόμενο σε ολόκληρο το μουσείο.


Τα κείμενα που συνοδεύουν τα εκθέματα είναι σύντομα και περιεκτικά. Περιορισμένη, και κατά την άποψή μου σωστά, είναι η χρήση σύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων πληροφόρησης. Η υπερβολική χρήση των τελευταίων σε μουσεία εγκυμονεί τον κίνδυνο οι επισκέπτες, και ιδιαίτερα τα παιδιά και οι έφηβοι, να αφιερώνουν όλο σχεδόν το χρόνο τους σ’ αυτά και όχι στα ίδια τα εκθέματα. Παρουσία μέσων πληροφόρησης νέας τεχνολογίας σε αίθουσες του Τμήματος της ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης διαπίστωσα να υπάρχουν σε «γαλαρίες» που προορίζονται λιγότερο για το ευρύ κοινό και περισσότερο για πιο υποψιασμένους επισκέπτες και κυρίως για ερευνητές. Πρόκειται ουσιαστικά για χώρους «σπουδής» όπου μέσα σε βιτρίνες εκτίθεται μεγάλος αριθμός αρχαίων, πυκνά τοποθετημένων και ενταγμένων σε ποικίλες ενότητες. Κανονικά η θέση τους ήταν στις αποθήκες του Μουσείου, ωστόσο με τον τρόπο αυτόν γίνονται προσιτά όχι μόνο στον ειδικό αλλά και στον φιλάρχαιο. Ενδιαφέρον είναι ότι τα εκθέματα αυτά δεν συνοδεύονται από επεξηγηματικά κείμενα. Η πληροφόρηση δίδεται μόνο μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή. Εν κατακλείδι θα ήθελα να παρατηρήσω ότι το μουσείο αυτό, αν και διαθέτει πιθανόν τις περισσότερες δυνατότητες από οποιοδήποτε μουσείο του κόσμου, επέλεξε να παρουσιάσει τις ελληνορωμαϊκές αρχαιότητες, και όχι μόνο, μέσα σε ένα πνεύμα «κλασικής» αισθητικής και λιτότητας, χωρίς υπερβολές και σχήματα που ξεπερνιούνται μέσα σε λίγα χρόνια.


Τελειώνοντας, θα ήθελα να μνημονεύσω ορισμένα εκθέματα του Μουσείου που κατέχουν ξεχωριστή θέση στην ιστορία του και τα οποία συμβαίνει να μας αφορούν. Το πρώτο απόκτημά του, το 1870, ήταν μια μαρμάρινη σαρκοφάγος ρωμαϊκών χρόνων που είχε βρεθεί το 1863 στην Ταρσό της Κιλικίας, ενώ την πρώτη μεγάλη συλλογή του αποτέλεσαν περίπου 35.000 κυπριακές αρχαιότητες, τις οποίες το Μουσείο αγόρασε το 1874 και 1876 από τον Luigi Palma di Cesnola. Για τα σημαντικά αυτά αρχαία, που βάναυσα είχαν συληθεί από την τουρκοκρατούμενη τότε Μεγαλόνησο, άνοιξε το 2000 μια νέα, σύγχρονη έκθεση σε χώρους του δευτέρου ορόφου.


Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.