Πριν από χρόνια αρθρογράφος της βρετανικής εφημερίδας «Τhe Guardian» είχε σχολιάσει σαρκαστικά ότι εκείνοι που προσδιορίζουν «το καλό μας» είναι μια μειοψηφία λευκών ανδρών ηλικίας πενήντα ετών και άνω, με εισόδημα πενήντα φορές (και… άνω) μεγαλύτερο από τις αποδοχές του μέσου εργαζομένου. Η άποψη ότι άνθρωποι με τέτοια χαρακτηριστικά ενδέχεται να ενδιαφέρονται για τη μοίρα των ασθενεστέρωνή έστω να την αντιλαμβάνονται- ακούγεται παραδοξολογία. Η πολιτική πρακτική δείχνει ότι είναι μάλλον και εκτός πραγματικότητας.
Από το ειδύλλιο και τον γάμο Σαρκοζί- Μπρούνι μπορεί να συγκρατήσει κανείς την κάποια διάσταση γελοίου από την ελαφρώς μετεφηβική απόλαυση του προέδρου της Γαλλίας στις δημόσιες εκδηλώσεις έρωτος- αυτό όμως δεν είναι συμπέρασμα με πολιτική διάσταση. Το πολιτικό συμπέρασμα από τον γάμο, αυτό που ανακαλεί το παλαιό σχόλιο του «Guardian», ανιχνεύεται αλλού: στους… μάρτυρες. Από τους οίκους Λουί Βουιτόν και Πράντα άντλησε ο πρόεδρος των Γάλλων τους επίσημους κατά νόμον παραστάτες του γάμου του- όχι από τον πολιτικό του περίγυρο, ούτε από παλιούς κολλητούς. Και με την επιλογή του μετέδωσε εκ νέου το μήνυμα που δεν έχει παύσει να εκπέμπει με την όλη συμπεριφορά του – από τις διακοπές του με πανάκριβη θαλαμηγό «φίλου» μεγαλοεπιχειρηματία ως την αύξηση των εξόδων της προεδρίας: ότι αξιώνει να ζει πλούσια και αστραφτερά, έξω και πάνω από τον τρόπο ζωής της συντριπτικής πλειοψηφίας των ψηφοφόρων του, το καλό των οποίων κατά τ΄ άλλα προσδιορίζει.
Ο Σαρκοζί μπορεί να είναι κάπως ακραίος (τόσο που οι υπερβολές του διαβρώνουν τη δημοτικότητά του), δεν είναι όμως ο μόνος αιρετός ηγέτης που προβάλλει τρόπο ζωής ταιριαστό μάλλον σε γόνο μοναρχικού οίκου. Αν και πιο μετρημένα, πολλοί εκλεγμένοι διάγουν πολυτελώς είτε και στον ιδιωτικό τους βίο είτε μόνο στις εκδηλώσεις που καλύπτονται από τα δημόσια «έξοδα παραστάσεως» – και μάλιστα χωρίς αυτό να απαρέσκει ιδιαίτερα στους ψηφοφόρους τους. Ισως να μην έχουμε απογαλακτισθεί εντελώς από την περίοδο των βασιλικών οίκων και να αποδεχόμαστε, αν όχι να αποζητούμε, μια εικόνα ηγέτη σχετικώς αυτοκρατορική- ακριβώς όπως αποδεχόμαστε στην πράξη την κληρονομικότητα των πολιτικών αξιωμάτων, παρ΄ ότι το δημοκρατικό καθεστώς την έχει, υποτίθεται, γκρεμίσει.
Η ερμηνεία αυτή, οσοδήποτε βάσιμη, δεν μεταβάλλει όμως το πικρό συμπέρασμα του «Guardian». Πρώτον, επειδή η «αυτοκρατορική» απόσταση δεν είναι απαραίτητο να συνδέεται με ροπή στη χλιδή- αντιθέτως, ενδέχεται να έχει μεγαλύτερη απήχηση στη δωρική εκδοχή της, όπως π.χ. εκείνη του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Δεύτερον και κυριώτερον, επειδή ο πολυτελής τρόπος ζωής των εκλεγμένων δεν εξαντλείται στους κορυφαίους, ώστε να μπορεί κανείς να τον αποδώσει σε συνειδητή μέθοδο επιβολής του κύρους του ηγέτη στον λαό, αλλά εκτείνεται σε όλο και μεγαλύτερες μερίδες του πολιτικού προσωπικού και γενικότερα των ανώτερων στελεχών της δημοκρατίας. Σε μικρογραφία του Σαρκοζί βλέπουμε πλήθος πολιτικών, αλλά και δικαστών, πανεπιστημιακών ή άλλων να αξιώνουν να ζουν καλύτερα από τον μέσο πολίτη, χωρίς να ταλανίζονται καθόλου από τη σκέψη ότι ως λειτουργοί μιας δημοκρατίας δεν είναι εύλογο να εξαιρούνται από τις ανησυχίες του πληθυσμού της.
Για να επιστρέψουμε στο βρετανικό σχόλιο, μπορούν άραγε εκείνοι που διαβιούν προνομιακά να εκπροσωπούν αποτελεσματικά τους «αντιπροσωπευόμενούς» τους που δεν έχουν ανάλογη τύχη; Οι ίδιοι έχουν πρόχειρη την καταφατική απάντηση- μαζί με τη μομφή ότι η συλλογιστική αυτή συνιστά λαϊκισμό. Οι ενδείξεις όμως δεν… πείθουν. Η ένδεια και τα προβλήματα δεν εκπροσωπούνται πολιτικά. Οι πολιτικοί των Λουί Βουιτόν δεν έχουν κοινά με τους κατοίκους των υποβαθμισμένων συνοικιών και τους είναι εύκολη η «συμβουλή» του Σαρκοζί: «Να σηκώνεστε πρωί και να δουλεύετε». Δεν είδαμε αν, όταν το είπε, φορούσε Πράντα.