Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησαν τα πεζά αφηγήματα του Τίτου Πατρίκιου: Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες (Κέδρος, σελίδες 252). Πρόκειται για το τρίτο βιβλίο της ίδιας σειράς αφηγήσεων μετά το πρώτο: Συνεχές ωράριο (1993) και το δεύτερο: Στην ίσαλο γραμμή (1997). Ορισμένα από τα επιμέρους κείμενα που συνθέτουν το παρόν βιβλίο είχαν ήδη δημοσιευθεί κατά την τελευταία εξαετία και κάποια εμφανίζονται τώρα για πρώτη φορά. Στο σύνολό τους απαρτίζουν ενιαίο όλο και συγκρατούν τις μνήμες του ποιητή, διατυπώνοντας κρίσεις – με ευθεία ή υπαινικτική φορά – για πρόσωπα και καταστάσεις τις οποίες έζησε από κοντά ο ποιητής στους τόπους που επισκέφθηκε.


Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο αφηγητής αυτών των κειμένων λειτουργεί ως «αρχαιολόγος των αισθήσεων». Δηλαδή, κατά την έκφραση του ίδιου του Πατρίκιου, διαθέτει τη δυνατότητα να «ανακαλύπτει» στο μέλλον τα «άστεγα βιώματα» του παρελθόντος και συνακόλουθα να τα εγκαθιστά «μόνιμα σε ένα βιβλίο». Βέβαια, ο «αρχαιολόγος των αισθήσεων» επιτελεί το έργο του με γνώμονα ορισμένες συντεταγμένες της τέχνης του. Εδώ θα επιμείνω στις κυριότερες πτυχές αυτής της πρακτικής που αναδεικνύουν μάλιστα την ανοιχτή μεθόριο ποίησης και πεζού λόγου.


Για παράδειγμα, η εμμονή στο εκάστοτε παρόν υπονοεί τόσο τις διαδοχικές απόπειρες «διαιώνισης» όσων χάνονται μπροστά στα μάτια μας όσο και την κατάφαση της διακινδύνευσης. Δηλαδή μια στάση που ανάμεσα από το «πολύ παρελθόν» και το «πολύ μέλλον» καταφάσκει τη δυνατότητα του «απρόβλεπτου» και της «τυχαίας συνάντησης», όπως ο ίδιος ο ποιητής σημείωνε σε άλλη ευκαιρία.


Αυτού του είδους η αξίωση συναρτάται με τον ποιητικό επιλογισμό, δηλαδή με τα «ποιήματα ποιητικής» τα οποία συντίθενται ως αποτέλεσμα της αναγκαίας απόστασης από το έργο που διενεργεί ο ποιητής. Η αναστοχαστική αυτή δραστηριότητα προκύπτει συναφώς από τις αισθητικές επιλογές του Πατρίκιου και ιδίως από τους τρόπους με τους οποίους «εφαρμόζει» το θεωρητικό λόγο στην ποιητική πράξη και το αντίστροφο.


Σε κάθε περίπτωση στοιχειοθετείται ένα «δοκίμιο», το οποίο λειτουργεί προφανώς με τους όρους της ποίησης καθώς και με την ιδιάζουσα εκφραστική της δυναμική. Μάλιστα, η δοκιμή ποιητικής (και όχι εννοιολογικής) απάντησης, ως προς το σημαίνον και ιδίως το σημαινόμενό της, στα κύρια προβλήματα του παρόντος ανταποκρίνεται πλήρως στον τρόπο συγκρότησης της «πολιτικής ανθρωπολογίας» του Πατρίκιου (βλ. το βιβλίο μου: Κοινωνία, πολιτική στράτευση και ποίηση, Σαββάλας, 2006).


Συχνά η «λύση» των μικρότερων ή μεγαλύτερων αφηγήσεων βρίσκεται στην τελευταία τους φράση, ενώ ως προς τη χρονική τους γείωση ο συγγραφέας «ακόμα κι αν αναφέρεται σε κάποιο παρελθόν, γράφει τώρα». Αλλά ό,τι γράφει και ξαναγράφει, με το πρίσμα του «άγχους της τελειωτικής γραφής», έχει κάποτε την υπόσταση του «αλληλοσχολιασμού» των ομοτέχνων και σε κάθε περίπτωση συνιστά αμοιβαία αναστοχαστική περιπέτεια του τρόπου με τον οποίο ο καθένας τους συνθέτει το έργο του. Οσο για την ιδιαίτερη θέση τους στην «πολιτεία των γραμμάτων», οι οικείες εξετάσεις διαρκούν «μιαν ολόκληρη ζωή κι ακόμα παραπέρα». Φαίνεται και σ’ αυτούς να ισχύει ό,τι διαπιστώνεται για τον «φαινομενικό» πληθωρισμό των ηθοποιών σήμερα: «στην ουσία πρόκειται για συνωστισμό ανθρώπων που επιδιώκουν να εγκατασταθούν μονίμως στο φως».


Επιστρέφω έτσι στα αφηγήματα που τιτλοφορούνται Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες. Ετσι σπεύδω να επισημάνω εδώ ότι κι αυτά τα «πεζά αφηγήματα» συγκροτούν ένα ιδιαίτερο είδος γραφής που συνιστά εναλλαγή παραδείγματος, τόσο ως προς την ποίηση όσο και ως προς τον πεζό λόγο. Ακριβέστερα, ισχύει ό,τι ο Αριστοτέλης έγραφε για τον δάσκαλό του: «την των λόγων ιδέαν αυτού μεταξύ ποιήματος καί πεζού λόγου». Ετσι, αξιοποιούνται ορισμένα χαρακτηριστικά της γραφής, στην ενιαία της εκπόρευση, που δυσχερώς θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν τόσο στο αυστηρό δομικό πλαίσιο μιας πραγματείας όσο και στο αυτόνομο πεδίο της ποίησης. Τούτο σημαίνει πως συνυπάρχουν η αυτοβιογραφική πνοή, ο σφυγμός της καθημερινότητας, η αμεσότητα, η εννοιολογική σκέψη που δεν αποθαρρύνει την παρεμβολή της ποίησης, η αποτύπωση – εκ των έσω – της συγκρότησης των διανοουμένων ως «θεωρών», η διαλογικότητα, η δυαδικότητα, τα αφηγηματικά τεχνάσματα κ.λπ.


Work in progress, όπως θα ‘λεγε ο κοινωνιολόγος παραχωρώντας σύντομα τη θέση στον ποιητή/λογοποιό. Πάντως, δεν πρόκειται για μια διάχυση κειμενική που θα μπορούσε να εκληφθεί ως αναγκαίο κόστος στην επιχωριάζουσα πρακτική των «Cultural studies», ιδίως όπως τις πραγματοποιούν στις Ενωμένες Πολιτείες και τις ασπάζονται κάθε καρυδιάς Αμερικανάκια. Σε κάθε περίπτωση ο υποψιασμένος αφηγητής μεριμνά και για την εκδίπλωση της θεωρητικής σκέψης, για την τεκμηρίωση της συνοχής της και για την αβίαστη διαδοχή των οπτικών αφηγήσεων ως τρόπων λογοτεχνικής οικείωσης της ιστορικής πραγματικότητας που «επισκέπτεται» και τον υποχρεώνει να μην παύσει να τη σκέπτεται.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.