Η ακαδημαϊκή χρονιά 2006-2007 βρίσκεται προς το τέλος της και ένα νέο θεσμικό πλαίσιο διέπει τη λειτουργία των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας. Οσοι δεν γνωρίζουν σε βάθος τα προβλήματα της ανώτατης εκπαίδευσης του τόπου και συμβαίνει είτε να είναι οπαδοί του κυβερνώντος κόμματος είτε να μην ακολουθούν τυφλά κανέναν από τους υπάρχοντες κομματικούς σχηματισμούς, είναι πιθανό να θεωρήσουν ως ένα θετικό βήμα το νέο αυτό νομοθέτημα. Ως γνωστόν, τον τελευταίο καιρό τα ΑΕΙ της χώρας βρίσκονταν σε διαρκή αναβρασμό με την κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι η πορεία της ανώτατης εκπαίδευσης θέλει αλλαγή πλεύσης και την αντιπολίτευση, μείζονα και ελάσσονα, να διαφωνεί. Οτι τα πανεπιστημιακά πράγματα έχρηζαν αλλαγών ήταν μια άποψη που την υποστήριζε όχι μόνον η πλειονότητα των ειδημόνων, αλλά και ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Ετσι δίνεται η εντύπωση ότι από όλη αυτή την ιστορία που ταλάνισε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη χώρα κερδισμένη βγήκε η κυβέρνηση. Η κοινή γνώμη εκτιμά ότι το αρμόδιο υπουργείο πέρασε, παρά τις αντιδράσεις ποικίλων διαφωνούντων, έναν νέο νόμο, και επομένως ευελπιστεί ότι γρήγορα τα ελληνικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα δουν καλύτερες μέρες. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, η αισιοδοξία αυτή δεν είναι βάσιμη.


Ολοι ευελπιστούσαμε ότι η κυβέρνηση, διαθέτοντας κοινοβουλευτική πλειοψηφία και με την κοινή γνώμη να ζητεί αλλαγές στα πανεπιστήμια, θα προχωρούσε σε γενναίες παρεμβάσεις στην ανώτατη εκπαίδευση. Ωστόσο, αντί για πραγματικές μεταρρυθμίσεις, είδαμε ένα νομοθέτημα άτολμο. Τα θετικά του, γιατί υπάρχουν ορισμένα, είναι, ως επί το πλείστον, μικρής εμβέλειας, ενώ ορισμένα από τα μεγάλα καρκινώματα που εδώ και χρόνια, κατά την άποψη της πλειονότητας της εκπαιδευτικής κοινότητας, ταλαιπωρούν και υποβαθμίζουν τα ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας έμειναν ανέγγιχτα ή απλώς δέχτηκαν ένα… χάδι. Αν δεν ήταν στις προθέσεις της κυβέρνησης να βάλει βαθιά το νυστέρι στην ανώτατη εκπαίδευση, είναι άξιο απορίας γιατί δεν πέρασε τον νόμο το 2006 και άφησε να περάσει μια ολόκληρη χρονιά η οποία, όπως εξελίχθηκε, πήγε τα πανεπιστήμια χρόνια πίσω.


Εχω υποστηρίξει και άλλες φορές από τις στήλες της εφημερίδας αυτής ότι η Ελλάδα δεν μπορεί, για πολλούς λόγους, να πειραματίζεται ή καλύτερα να πρωτοτυπεί σε παγκόσμια βάση πάνω σε τόσο σπουδαία ζητήματα, όπως είναι αυτά της εκπαίδευσης. Είναι παραλογισμός να έχει νόμους για την παιδεία μοναδικούς παγκοσμίως. Πώς να πάει το ελληνικό πανεπιστήμιο μπροστά όταν οι φοιτητές θα εξακολουθούν να συμμετέχουν στις διαδικασίες εκλογής των οργάνων διοίκησής του με τέτοια ποσοστά που δεν απαντώνται σε κανένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα σοβαρής χώρας; Το ότι με τον νέο νόμο στις διαδικασίες αυτές θα μπορεί να συμμετέχει το σύνολο των φοιτητών, λίγο θα καλυτερεύσει το πράγματα. Με τη φοιτητική παράταξη του κυβερνώντος κόμματος να πλειοψηφεί τα τελευταία χρόνια στις φοιτητικές εκλογές, ήταν μοναδική ευκαιρία για την κυβέρνηση να προχωρήσει σε μείωση του ποσοστού της φοιτητικής συμμετοχής, πλησιάζοντάς το στον μέσο όρο του ισχύοντος ποσοστού στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και αποδεικνύοντας εμπράκτως ότι μπροστά στο συμφέρον του τόπου το κομματικό συμφέρον δεν έχει θέση. Πώς να πάει μπροστά το ελληνικό πανεπιστήμιο όταν διατηρείται αλώβητος ο νόμος για τη δωρεάν παροχή ενός συγγράμματος, ένας άλλος παγκοσμίως πρωτότυπος θεσμός, που οφθαλμοφανώς προωθεί τη… δωρεάν ημιμάθεια; Πώς να πάνε μπροστά τα μεγάλα πανεπιστήμια του τόπου όταν δεν ανανεώνεται το διδακτικό τους προσωπικό, ενώ σε πολλά πανεπιστημιακά τμήματα δρουν συντεχνίες οι οποίες ψηφίζουν και προωθούν μόνον τα μέλη τους και όσους συμπαθούν; Το πρόβλημα αυτό το εντόπισε και το υπουργείο, αλλά ο τρόπος που επέλεξε για να το θεραπεύσει πάσχει από τη βάση του. Δημιουργείται ένα πολύπλοκο στη συγκρότησή του εκλεκτορικό σώμα, στο οποίο το ένα τρίτο των εκλεκτόρων θα κληρώνεται από διδακτικό προσωπικό άλλων πανεπιστημίων. Κατ’ αρχήν γνωρίζει το υπουργείο πόσα πανεπιστημιακά τμήματα πανελληνίως προχωρούν σε πραγματική κλήρωση; Ανεξάρτητα πάντως από αυτό πιστεύω ότι πολλοί θα είναι οι εκλέκτορες εκείνοι οι οποίοι, αν δεν έχουν κάποιον ειδικό λόγο, θα αποφεύγουν να παίρνουν μέρος σε τέτοιες διαδικασίες. Πρώτον γιατί θα υποβάλλονται σε ταλαιπωρία και σε προσωπικά έξοδα, για τα οποία «τις οίδε» πότε θα αποζημιωθούν, και δεύτερον γιατί με μια και μόνο ολιγοήμερη μετακίνησή τους από την έδρα τους υπάρχει κίνδυνος να μην… προλάβουν να διδάξουν τα 13 εβδομαδιαία μαθήματα που απαιτούνται προκειμένου να θεωρηθούν αυτά ως διδαχθέντα. Υπήρχαν άλλοι, πιο αποτελεσματικοί, τρόποι για να περιοριστεί σημαντικά η δύναμη των συντεχνιών. Στην παρούσα κατάσταση θετικές πιθανόν να ήταν και διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες θέση διδακτικού προσωπικού σε ένα πανεπιστήμιο δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει υποψήφιος που π.χ. έχει κάνει διατριβή σ’ αυτό.


Και κάτι τελευταίο. Δυστυχώς και ο νόμος αυτός δεν είναι αποτέλεσμα κοινής συναίνεσης των κομμάτων, ούτε καν των λεγομένων της εξουσίας. Μόλις λοιπόν συμβεί κυβερνητική αλλαγή, είναι βέβαιο ότι ένας νέος νόμος-πλαίσιο θα μας προκύψει. Οι αδήλου αποτελέσματος… χειρουργικές επεμβάσεις στην ασθενούσα ανώτατη παιδεία θα έχουν συνέχεια.


Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.