Φτωχό το 2006 σε λογοτεχνικές επετείους. Του λείπει μια επέτειος γέννησης ή θανάτου μιας επιφανούς λογοτεχνικής μορφής, όπως του Θεοτοκά, το 2005, ή του Καζαντζάκη και του Εγγονόπουλου, το 2007. Ωστόσο η φετινή απουσία επετειακών εκδηλώσεων (που είναι χρήσιμες, γιατί προσφέρονται σε – απαραίτητες πολλές φορές – επανεξετάσεις έργων και απόψεων) θα μπορούσε ως ένα βαθμό να καλυφθεί, αν επιδεικνύαμε λιγότερο ζήλο για τις πολυπληθείς, έως άκρου κορεσμού, «ζωντανές» παρουσιάσεις νέων βιβλίων, και περισσότερο ενδιαφέρον για έναν ελάχιστα γνωστό σήμερα ποιητή, ο οποίος δικαιούται της τιμής μιας επετείου. Αναφέρομαι στη συμπλήρωση, φέτος, πενήντα χρόνων από τον θάνατο του Γιώργου Κοτζιούλα, για τον οποίο, απ’ όσο γνωρίζω, δεν έχει γίνει κάποια σχετική εκδήλωση, έστω και εν είδει μνημοσύνου.


Ο Κοτζιούλας είναι αυτό που λέμε παραδοσιακός ποιητής. Ομως η ποίησή του, για όσους έχουν τη διάθεση να βλέπουν και πίσω από την επιφάνεια των καιρών, είναι σήμερα ζωντανότερη από την ποίηση πολλών μοντερνιστών της γενιάς του (από του Κάλα, λ.χ., ή του Σαραντάρη)· αλλά και ευρωστότερη από την ποίηση περισσότερο εκτιμώμενων σήμερα σύγχρονών του ποιητών του έμμετρου στίχου (λ.χ. του Λαπαθιώτη ή του Αγρα). Αν είναι λιγότερο γνωστή, αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους, ανάμεσα στους οποίους και στο ότι τα ποιήματά του δεν είναι προσιτά στο αναγνωστικό κοινό. Οι τρεις τόμοι των ελλιπών Απάντων του τυπώθηκαν πριν από μισόν αιώνα (1956-1960), και εδώ και δεκαετίες δεν βρίσκονται πια, ενώ λείπει μια επιλογή ποιημάτων του ανάλογη με αυτές πολλών αλησμόνητων και λησμονημένων ποιητών, που είδαμε να εκδίδονται τον τελευταίο καιρό.


Ο Κοτζιούλας βέβαια δεν έγραφε μόνο ποίηση. Ο δεύτερος τόμος των Απάντων του αποτελείται από διηγήματα και άλλα πεζά, ενώ έγραψε ακόμη θεατρικά έργα, κείμενα λογοτεχνικής κριτικής και μετέφρασε όχι λίγους ποιητές, αρχαίους Ελληνες, Λατίνους και ξένους, καθώς και πεζογράφους – παραγωγή ογκώδης όταν σκεφτούμε ότι πέθανε 47 ετών. Ομως είναι κυρίως τα ποιήματά του, για τα οποία αξίζει να τον διαβάζουμε, ορισμένα από τα οποία θα μπορούσαμε να τα συναριθμήσουμε με τα καλύτερα ποιήματα της εποχής του.


Αλλά η περίπτωση του Κοτζιούλα αξίζει την προσοχή μας και για έναν άλλο λόγο· για την ασίγαστη και σφοδρότατη αντιπαλότητά του προς την γενιά του ’30, στην οποία βιολογικά ανήκε. Γεννημένος το 1909, τον ίδιο χρόνο με τον Ρίτσο, με τον οποίο συμπορεύτηκε μόνο ιδεολογικά, ο Κοτζιούλας όχι μόνο δεν προσχώρησε, όπως ο Ρίτσος στις νέες ποιητικές κατευθύνσεις, αλλά παρέμεινε πεισματικά στην τεχνοτροπία της προηγούμενής του γενιάς, της γενιάς του ’20. Δύο ήταν τα μέσα που χρησιμοποίησε για να πολεμήσει τους «συγχρονιστές», όπως τους αποκαλούσε: τα πολεμικά του άρθρα και τα δικά του ποιήματα. Με τα πρώτα («Συγχρονισμένη ποίηση», 1937· «Πού τραβάει η ποίηση;», 1950· «Η σχολή του Καρυωτάκη και ο κύκλος των ομογενών», 1952) προσπάθησε να δείξει ότι οι νέοι εκφραστικοί τρόποι ήταν ξένοι όχι μόνο προς την παράδοση της ελληνικής ποίησης αλλά και προς τη φύση του ποιητικού λόγου γενικά.


Δεν γνωρίζω να υπήρξαν χαρακτηρισμοί εναντίον ποιητικών αντιπάλων απαξιωτικότεροι από εκείνους του Κοτζιούλα. Καθώς η αντίθεσή του υπαγορευόταν και από το αίσθημα μιας ταξικής διαφοράς (ο Κοτζιούλας ήταν φτωχός και αριστερός), η κριτική του επιχειρηματολογία διατυπωνόταν κυρίως με όρους πολιτικούς: Πίστευε ότι οι νεοτερικοί ποιητές, ήταν «αντιλαϊκοί παράγοντες και πράκτορες του σκοταδισμού», «ανεπανόρθωτοι ξενομανείς», διαπνεόμενοι από «τάσεις εωσφορικές» και από έναν «υπερφίαλο ιμπεριαλισμό», και ότι προσπαθούσαν να επιβάλουν μια «πνευματική απολυταρχία», με μιαν «επιδρομή που θυμίζει τάγμα εφόδου και τις γνώριμες μεθόδους των ολοκληρωτικών καθεστώτων».


Επέμεινα στην περιγραφή των αντιμοντερνιστικών εμμονών του Κοτζιούλα, γιατί αυτή θα μπορούσε να μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα το επίτευγμα της ποίησής του. Διότι, διαφορετικά απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, η σε μιαν εποχή ριζικών ποιητικών αλλαγών μη προσχώρησή του στους νέους ποιητικούς τρόπους – για την ακρίβεια, η ισχυροποίηση της προσκόλλησής του στους παλαιούς τρόπους – ωφέλησε την ποίηση του Κοτζιούλα. Η επιθυμία του να καταδείξει τη χαλαρότητα και την αντιποιητικότητα του ελεύθερου στίχου έναντι του σφρίγους και της αρμονίας της έμμετρης και ομοιοκατάληκτης έκφρασης, του όξυνε την αίσθηση του έμμετρου στίχου (όπως και την αίσθηση της κριτικής της έμμετρης ποίησης· τα κείμενά του για ποιητές του έμμετρου λόγου είναι καίρια). Είναι φανερό ότι ο Κοτζιούλας προσπαθούσε να καταδείξει την αναξιοπιστία της νέας τεχνοτροπίας και με το παράδειγμα των δικών του ποιημάτων.


Ετσι από τις νεορρομαντικές και συμβολιστικές αναζητήσεις της πρώτης του συλλογής (1932), τις διαποτισμένες από ένα καρυωτακίζον αίσθημα μελαγχολίας, ο Κοτζιούλας θα προχωρήσει, ταυτόχρονα με την ωρίμανση της τεχνικής του, προς μια ποίηση ανοιχτότερων χώρων και τόνων, με θέματα κοινωνικότερα της πόλης ή της υπαίθρου – που θα αποκτήσουν μια πιο συγκεκριμένη πολιτική χροιά με την ένταξή του τον καιρό της Κατοχής στον ΕΛΑΣ – φτάνοντας σ’ έναν ποιητικό ρεαλισμό και σε μια στιχουργική μαστοριά που συνθέτουν, πιστεύω, τη σημαντικότερη κατάκτησή του. Τόσο περισσότερο υπερβαίνουν την εποχή τους τα καλύτερα ποιήματά του, όσο στενότερα είναι δεμένα με αυτήν.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.