Μια πρόσφατη γνωριμία μου με τα ευρήματα των ανασκαφών που με ξεχωριστή επιτυχία διεξάγει τον τελευταίο καιρό ο Μάνθος Μπέσιος στην αρχαία Μεθώνη, στις ακτές της βόρειας Πιερίας, στάθηκε η αιτία να γραφτεί το σημερινό κείμενο. Η πόλη αυτή, μια από τις σημαντικές του βορειοελλαδικού χώρου, βρίσκεται στην περιοχή της σημερινής κωμόπολης της Νέας Αγαθούπολης και πιο συγκεκριμένα αμέσως βόρεια από το νεκροταφείο της. Λίγες είναι οι αναφορές των αρχαίων γραπτών πηγών σ’ αυτήν που, για να την ξεχωρίζουν από άλλες με το ίδιο όνομα, την αποκαλούν «Μεθώνη της Μακεδονίας» ή «η εν Θράκη Μεθώνη». Αναφέρονται κυρίως στον 5ο και ως τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., όταν ο Φίλιππος, ο πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την ενσωμάτωσε με τη δύναμη των όπλων στο Μακεδονικό βασίλειο. Μια μαρτυρία ωστόσο του Πλουτάρχου μάς μεταφέρει στις αρχές της ιστορίας της ως «ελληνίδος πόλεως» και μας πληροφορεί ότι γύρω στο 730 π.Χ. ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στη θέση αυτή Ευβοείς, και μάλιστα Ερετριείς. Οι Ερετριείς αυτοί είχαν προηγουμένως αποικήσει την Κέρκυρα αλλά τους έδιωξαν βίαια από εκεί οι Κορίνθιοι και έτσι πήραν τον δρόμο της επιστροφής για την πατρίδα. Συνάντησαν όμως τη λυσσαλέα αντίδραση των συμπατριωτών τους, οι οποίοι αρνήθηκαν να τους δεχτούν και κτυπώντας τους με σφενδόνες (σύνηθες όπλο της εποχής), τους εμπόδισαν να αποβιβαστούν στα πάτρια εδάφη. Ετσι σήκωσαν και πάλι πανιά, αυτή τη φορά κατευθυνόμενοι προς το βόρειο Αιγαίο. Στα μέρη αυτά, που ήταν γνωστά από παλιά στους Ευβοείς, εγκαταστάθηκαν στη δυτική ακτή του Θερμαϊκού κόλπου, σε μια θέση την οποία ήδη κατοικούσαν ντόπιοι. Οι Ερετριείς αυτοί ονόμασαν τη νέα τους πατρίδα Μεθώνη από έναν επιχώριο ονόματι Μέθωνα, που εφέρετο ως πρώτος ιδρυτής του οικισμού. Αυτό δείχνει ότι ο ντόπιος πληθυσμός τους έδειξε, σε αντίθεση με τους συμπατριώτες τους, αν όχι συμπάθεια, τουλάχιστον ανοχή.


Η θέση της εγκατάστασης αυτής προσέφερε πολλά πλεονεκτήματα. Το σημαντικότερο ήταν ότι διέθετε το μοναδικό ασφαλές φυσικό λιμάνι σ’ όλο το μήκος των πιερικών ακτών, οι οποίες, ως γνωστόν, είναι εκτεθειμένες τόσο στους βόρειους όσο και στους νότιους δυνατούς ανέμους. Είναι ευτυχής η συγκυρία στην αρχαιολογική επιστήμη όταν πληροφορίες αρχαίων συγγραφέων επιβεβαιώνονται από την αρχαιολογική σκαπάνη. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της Μεθώνης. Είναι πράγματι εντυπωσιακή η ποσότητα αλλά και η ποιότητα της ευβοϊκής κεραμικής των τελευταίων δεκαετιών του 8ου αι. π.Χ. που ήλθε στο φως από τις ανασκαφικές έρευνες του Μάνθου Μπέσιου που, σημειωτέον, μόλις έχουν αρχίσει. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν πάνω στα αγγεία και ευβοϊκές επιγραφές, που είναι μάλιστα από τις παλαιότερες ελληνικές επιγραφές που γνωρίζουμε! Ωστόσο η κυριαρχία των Ευβοέων στη Μεθώνη δεν φαίνεται να κράτησε για πολύ. Αιτία γι’ αυτό πρέπει να στάθηκε ένας ολέθριος πόλεμος που ξέσπασε στην ίδια την Εύβοια, ανάμεσα στις δύο ηγέτιδες πόλεις της, τη Χαλκίδα και την Ερέτρια. Ο πόλεμος αυτός, γνωστός ως Ληλάντιος πόλεμος, από το όνομα μιας μικρής πεδιάδας νότια της Χαλκίδας, εξουθένωσε και τις δύο πόλεις. Πότε ακριβώς διεξήχθη, δεν αναφέρεται στις γραπτές πηγές, ωστόσο είναι πιθανό ότι το γεγονός αυτό έλαβε χώρα γύρω στα 700 π.Χ.


Τα ευρήματα του Μπέσιου μάς δίνουν όμως και πληροφορίες άγνωστες από τους αρχαίους συγγραφείς. Η Μεθώνη από την αρχή της παρουσίας των Ερετριέων φαίνεται ότι εξελίχθηκε σε ένα κοσμοπολίτικο εμπορικό κέντρο, όπου έμποροι από όλο τον τότε γνωστό κόσμο μετέφεραν τα προϊόντα τους. Τα εμπορεύματα προέρχονταν από την Αθήνα, την Κόρινθο, τα νησιά του Αιγαίου, πολλές περιοχές της ανατολικής Ελλάδας και την Ανατολή. Ανάμεσα στους εμπόρους είχαμε και Φοίνικες, αφού βρέθηκαν φοινικικοί εμπορικοί αμφορείς – περιείχαν πιθανόν κρασί -, οι πρώτοι που μας είναι γνωστοί από τον βορειοελλαδικό χώρο. Ωστόσο η Μεθώνη δεν ήταν μόνο ένα διεθνές διαμετακομιστικό κέντρο. Οπως επισημαίνει ο ανασκαφέας, ήταν συγχρόνως και ένα σημαντικό βιοτεχνικό κέντρο. Τα ευρήματα από δραστηριότητες εργαστηρίων που κατασκεύαζαν αντικείμενα από χρυσό, χαλκό, σίδηρο, ελεφαντόδοντο, κόκαλο και πηλό, είναι εντυπωσιακά. Ανάμεσα στα προϊόντα των κεραμικών εργαστηρίων ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και σε ορισμένα αγγεία που είναι πανομοιότυπα με αγγεία που κατασκευάζονταν στην ίδια την Ερέτρια. Και κάτι ακόμη. Στον 7ο αι. π.Χ. έντονη είναι η παρουσία εμπόρων από την Ανατολική Ελλάδα, ανάμεσα στους οποίους οι Χίοι έχουν ξεχωριστή θέση.


Τελειώνοντας, θεωρώ σκόπιμο να μνημονεύσω την αείμνηστη Ιουλία Βοκοτοπούλου, η οποία το 1989, πολύ προτού αρχίσουν οι ανασκαφές, φρόντισε να χαρακτηρισθεί αρχαιολογικός χώρος η περιοχή βορείως της Νέας Αγαθούπολης. Τα αποτελέσματα των ανασκαφών – έχουν ήδη αποκαλυφθεί και ενδιαφέροντα δημόσια κτήρια αρχαϊκών χρόνων – την δικαιώνουν. Στον νομό Πιερίας, με τις έρευνες του Μάνθου Μπέσιου, έρχεται στο φως ένας νέος και σπουδαίος αρχαιολογικός χώρος.


Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.