Ο ζντανοφισμός ποτέ δεν πεθαίνει. Ξαποσταίνει μόνο για λίγο, για να επανέλθει εκσυγχρονισμένος, αλλάζοντας βέβαια όνομα και μορφή για να μην αναγνωρίζεται.


Χρησιμοποιώ τον όρο με διαχρονική σημασία, για να προσδιορίσω εκείνη την κριτική αντίληψη που θεωρεί το ιδεολογικό στοιχείο μιας ορισμένης πολιτικής κατεύθυνσης ως κύριο κριτήριο στην αξιολόγηση των καλλιτεχνικών έργων· κριτήριο άστοχο και δογματικό που δεν περίμενε, βέβαια, τον Αντρέι Ζντάνοφ για να εμφανιστεί. Αν την αντίληψη αυτή την προσδιορίζω εδώ με την προσωνυμία που προσέλαβε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός κατά τη θητεία του επικεφαλής του τομέα των γραμμάτων και τεχνών της τελευταίας σταλινικής περιόδου, είναι γιατί τότε ο δογματισμός αυτός γνώρισε την πλέον εύγλωττη μορφή του. Μορφή που, παρά την υποχώρησή της στη μετασταλινική εποχή και παρότι θα περίμενε κανείς να είχε εξασθενήσει ακόμη περισσότερο μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, παρουσιάζεται στις μέρες μας με ανανεωμένη ονομασία και ισχύ και με νέα, και μάλιστα λεπταίσθητη, αμφίεση. Διότι αν στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία ο ζντανοφισμός φορούσε χοντροκομμένο προλεταριακό αμπέχονο και εργατική τραγιάσκα, σήμερα εμφανίζεται με το ένδυμα μιας υψηλής θεωρητικής ραπτικής που ονομάζεται πολιτική ορθότητα.


«Ουχ η αυτή ορθότης της πολιτικής και της ποιητικής», λέει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του. Η αντίθεση σε αυτή την άποψη είναι εκείνο που ενώνει τον ζντανοφικό ζντανοφισμό με τον ζντανοφισμό της εποχής μας. Εκείνο που διακρίνει την παλαιότερη έκφρασή του από τη σημερινή είναι μια προσθήκη και ένας περιορισμός στη δεύτερη, που, ωστόσο, δεν υπονομεύουν την ταύτισή τους. Η προσθήκη είναι η διεύρυνση της πολιτικής πλατφόρμας του ζντανοφισμού με στοιχεία που δεν υπήρχαν ή που ήταν άδηλα προηγουμένως. Ετσι η κατεστημένη έννοια του λαού, την υπόθεση του οποίου οφείλει να υπηρετεί το καλλιτεχνικό έργο, τώρα ποικίλλεται, μετονομαζόμενη σε ετερότητα, για να περιλάβει κάθε καταπιεσμένη μειονότητα (φυλής, φύλου, θρησκείας, σεξουαλικής κατεύθυνσης κ.τ.λ.). Ο περιορισμός είναι η ταυτόχρονη συρρίκνωση αυτής της πλατφόρμας: ο γηγενής λαός μιας χώρας (πλην των καταπιεσμένων μειονοτικών της κοινοτήτων) εκβάλλεται από αυτήν ως φορέας εθνικών αισθημάτων, τα οποία θεωρούνται εξ ορισμού εχθρικά προς την έννοια της ετερότητας, και η έννοια της ιθαγένειας, συνακόλουθα, καταφρονείται ως πηγή αυτών των αισθημάτων. Ετσι, ενώ στην σταλινική ορθοπολιτική κριτική κυριαρχούσε ο έπαινος του εθνικού ως λαϊκού (μέσα στο πλαίσιο της σοβιετικής πολυπολιτισμικότητας) και η απόρριψη του κοσμοπολιτισμού ως αριστοκρατικού και εχθρικού προς το εγχώριο λαϊκό στοιχείο, στη σημερινή, μεταμοντέρνα, ορθοπολιτική κριτική, όπου η αρετή του σεβασμού προς τον Αλλο έχει οδηγηθεί σε έναν φετιχισμό της ετερότητας, κάθε αναφορά στο ιθαγενές και στο εθνικό έχει φτάσει να θεωρείται εθνικισμός – δηλαδή συντηρητικότητα και έλλειψη προοδευτικότητας – και ο κοσμοπολιτισμός χαιρετίζεται ως υπέρβασή του.


Τίποτε δεν δείχνει καθαρότερα τη μεταμορφωτική ικανότητα του ζντανοφισμού από τις σημερινές – σε σύγκριση με εκείνες της τελευταίας σταλινικής περιόδου – θέσεις του ως προς το ποιητικό έργο του Σεφέρη. Σύμπασα η ορθοπολιτική κριτική στις μέρες μας βασίζει την αξιολογική της κρίση για το έργο αυτό όχι στην καλλιτεχνική του ποιότητα αλλά στον εθνικιστικό, όπως τον προσδιορίζει, χαρακτήρα του. Η αξία της ποίησης του Σεφέρη αμφισβητείται, γιατί το έργο του θεωρείται ότι διαπνέεται από το «δόγμα της ελληνικότητας», ότι είναι «ασύμφωνο με τις ιδέες του κοσμοπολιτισμού και της πολυπολιτισμικότητας», ότι «απέτρεπε από την εισαγωγή ξένων προτύπων και τη συνακόλουθη μόλυνση των ναμάτων του γηγενούς λαϊκού πολιτισμού». Ο εθνοκεντρισμός αυτού του έργου θεωρείται «ιδεαλιστικός», γιατί «αναζητά διδάγματα από το ανόθευτο πνεύμα του λαού» (Θεόφιλος, Μακρυγιάννης), «που μεταφέρει αναλλοίωτες τις πανάρχαιες αξίες του ελληνισμού». Κρίνεται μάλιστα και ότι το έργο αυτό «εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους», γιατί ως εθνολαϊκιστικό και ιδεαλιστικό βρίσκεται στη «σκοτεινή πλευρά» (δηλαδή τη φασίζουσα) «του αντιδραστικού μοντερνισμού».


Αυτά σήμερα. Μισόν αιώνα πριν η ορθοπολιτική κριτική μας φορούσε τα ρούχα της αλλιώς και απαξίωνε τη σεφερική ποίηση με εντελώς αντίθετα επιχειρήματα. Η σημερινή της ελληνοφοβία ήταν τότε ξενοφοβία. «Ο Σεφέρης», έγραφε ο Γ. Σαραντής, «είναι ένα κλασικό παράδειγμα λογοτέχνη που έμεινε ξένος και μακρυνός για την ψυχή του έθνους του, γιατί από το έργο του λείπει η Εθνική, η Ελλαδίτικη φυσιογνωμία του. Θέλησε να γίνει ένας κοσμοπολίτης ποιητής, χάνοντας έτσι και τον κόσμο και την Ελλάδα», απομακρυνόμενος από τον λαό και από τη «λυτρωτική καθοδήγηση του κοινωνικού αισθήματος» (περ. Νέος Νουμάς, 1951). Και ο Γ. Κοτζιούλας: Η ποίηση του Σεφέρη και των ποιητών της τεχνοτροπίας του είναι προϊόν «φιλολογικής ξενομανίας», ποίηση «χωρίς εθνικότητα», που «αντιμάχεται την ελληνική αρετή», «θέλει να κρατήσει την τέχνη μακριά απ’ το λαό» και «υπηρετεί την πνευματική αντίδραση» (ό.π., 1950).


Το πρόβλημα με την πολιτικώς ορθή κριτική είναι ότι όχι μόνο αυτό που θεωρεί βασικό κριτήριο δεν είναι βασικό, αλλά και ότι το κριτήριο αυτό προκαλεί συχνά μια ιδιάζουσα οφθαλμική διαταραχή, που κάνει τον κριτικό (παράδειγμα η ανάγνωσή του της ποίησης του Σεφέρη) να βλέπει στα λογοτεχνικά κείμενα πράγματα που δεν υπάρχουν και να μη βλέπει πράγματα που υπάρχουν. Για την ανεύρεση των αιτίων αυτής της διαταραχής δεν αρκεί βεβαίως μόνο ο οφθαλμολόγος.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.