Ενα από τα πλέον παράδοξα – για την ακρίβεια, το πλέον παράδοξο – από τα φαινόμενα που εμφανίστηκαν στο πεδίο των λογοτεχνικών σπουδών τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, περίοδο κυριαρχίας της λεγόμενης λογοτεχνικής θεωρίας, είναι η άποψη ότι η οργανική μορφή δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση του λογοτεχνικού λόγου. Η ιδέα ότι η λογοτεχνικότητα είναι αποτέλεσμα της οργανικής μορφής, λέει αυτή η άποψη, είναι εφεύρημα της εποχής του Ρομαντισμού, και όποιος την υποστηρίζει υπερασπίζεται μιαν ιδέα παρωχημένη. Ο Τέρι Ιγκλετον, μάλιστα, πρόσφατα (TLS, 30.11.2007) φθάνει στο σημείο να εκθειάζει ένα μυθιστόρημα ακριβώς επειδή βρίσκει ότι «δείχνει την πρέπουσα αδιαφορία για τις απαιτήσεις της οργανικής μορφής, και είναι πιο πλούσιο χάρη σε αυτή την αδιαφορία».


Χαρακτηρίζω το φαινόμενο αυτό παράδοξο όχι τόσο γιατί οι κήρυκες της εν λόγω άποψης προβάλλονται ως άνθρωποι μεγάλης κριτικής ικανότητας και θεωρητικής εμβρίθειας, όσο γιατί η άποψη αυτή κυκλοφορεί χωρίς τον πρέποντα σχολιασμό, δηλαδή χωρίς τη δέουσα αμφισβήτηση. Διότι όχι μόνο πρόκειται για άποψη ανιστόρητη (η οργανική μορφή και η έννοιά της δεν ήταν επίνοια των Ρομαντικών, αλλά απετέλεσαν το βασικό χαρακτηριστικό της λογοτεχνικότητας και τη βασική διαπίστωση της θεωρίας και της κριτικής της λογοτεχνίας από την Αρχαιότητα ως σήμερα), αλλά και διότι πρόκειται για άποψη λανθασμένη (η οργανική μορφή είναι εκείνο ακριβώς που διακρίνει τον λόγο της λογοτεχνίας από τον μη λογοτεχνικό λόγο).


Αλλά γιατί η λογοτεχνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς οργανική μορφή; Για να απαντήσουμε ουσιωδώς στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει πρώτα να αναρωτηθούμε για ποιον λόγο οι άνθρωποι αισθάνθηκαν την ανάγκη να κάνουν λογοτεχνία. Σίγουρα η δημιουργία της λογοτεχνίας, και της τέχνης γενικότερα, είχε και έχει κάποιον σκοπό, διαφορετικά η τέχνη δεν θα υπήρχε. Σίγουρα αυτό που διακρίνει τη λογοτεχνία από τις άλλες διατυπώσεις της γλώσσας θα πρέπει να υπηρετεί αυτόν τον σκοπό. Αν λοιπόν προσδιορίσουμε τον σκοπό της λογοτεχνίας, θα μπορέσουμε να προσδιορίσουμε και τη φύση του λογοτεχνικού λόγου, καθώς και τον ρόλο και τη λειτουργία της λογοτεχνικότητας, αφού ένας σκοπός δεν μπορεί να υπηρετηθεί παρά με κάτι που είναι ομόλογο με τη φύση του.


Για να το πούμε συνοπτικά και με λόγια απλά: ο σκοπός της λογοτεχνίας, και της τέχνης γενικά, είναι να μας προσφέρει, με την είσοδό μας στον κόσμο του καλλιτεχνικού έργου, που είναι ένας κόσμος αρμονικός, την αίσθηση μιας υπέρτατης ισορροπίας και αρμονίας, μιας κάθαρσης ψυχικής φύσεως, την οποία ο άνθρωπος διακαώς αποζητεί, κινούμενος από μιαν έμφυτη επιθυμία υπέρβασης της ανθρώπινης κατάστασης. Την αίσθηση αυτή την παρέχει το λογοτεχνικό έργο χάρη στην οργανική μορφή του, η οποία αποτυπώνοντας αρμονικά στο πεδίο της γλώσσας τα στοιχεία που συνθέτουν την τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης – συναιρώντας τα με τη δημιουργία της ψευδαίσθησης μιας φυσικής σχέσης ανάμεσα στα σημαίνοντα και στα σημαινόμενα (στη μορφή και στο περιεχόμενο) του έργου – μας βοηθάει να καταλάβουμε καλύτερα το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και να συμφιλιωθούμε με αυτή την τραγικότητα.


«Ωραία είναι όλα αυτά, αλλά τα έχουμε ξανακούσει» θα αντιτάξουν όσοι εντυπωσιάζονται αδιακρίτως από τις καινοφανείς ιδέες, χωρίς να προβληματίζονται για την εγκυρότητά τους· «όλοι όσοι μιλούσαν για τη λογοτεχνία μετά τον Ρομαντισμό», θα πουν, «αυτά έλεγαν· και αυτά λένε σήμερα οι συντηρητικοί της θεωρίας της λογοτεχνίας. Αλλά οι πιο μοντέρνες, οι θεωρίες της εποχής της λογοτεχνικής θεωρίας, μας λένε άλλα. Μας λένε ότι η λογοτεχνία δεν χρειάζεται την οργανική μορφή, ότι όρια ανάμεσα στο δοκιμιακό (που δεν έχει οργανική μορφή) και στο λογοτεχνικό κείμενο δεν υπάρχουν, ότι και ο κριτικός λόγος ορισμένων θεωρητικών είναι λογοτεχνία. Κι αυτό γιατί η φιλοσοφία της αποδόμησης του νοήματος και η διάλυση των μεγάλων αφηγήσεων, που χαρακτηρίζει τη μεταμοντέρνα εποχή μας, οδήγησαν στην αλλαγή της αντίληψής μας για τη λογοτεχνία» κτλ. κτλ.


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε σε μια νέα φάση της παλαιάς διαμάχης της φιλοσοφίας με την ποίηση, φάση όπου τα επιχειρήματα της φιλοσοφίας προέρχονται κυρίως από μια φιλοσοφία της γλώσσας οι φορείς της οποίας, έχοντας ελλιπή αίσθηση της λογοτεχνίας και πλημμελή γνώση της ιστορίας του λογοτεχνικού φαινομένου, προσπαθούν να εφαρμόσουν στη γλώσσα της λογοτεχνίας μια γενική θεωρία της γλώσσας, αντί, όπως θα έπρεπε, να επιχειρήσουν να προσδιορίσουν τη διαφορά του λογοτεχνικού λόγου από τον μη λογοτεχνικό. Διότι μπορεί οι αντιλήψεις για τη λογοτεχνία να έχουν στην εποχή μας αλλάξει για πολλούς, όμως η φύση του ανθρώπου παραμένει αναλλοίωτη. Και επειδή η φύση του ανθρώπου δεν έχει αλλάξει, ο σκοπός της λογοτεχνίας παραμένει ο ίδιος. Ο άνθρωπος και σήμερα αναζητεί στη λογοτεχνία εκείνο που αναζητούσε πάντοτε, το οποίο η λογοτεχνία δεν θα μπορούσε να του το προσφέρει παρά μόνο με μια οργανική μορφή.


Θα συνεχίσω.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.