To εορταστικό πνεύμα της ημέρας, η αναταραχή στον χώρο της ανωτάτης παιδείας και κάποιες εκκεντρικές απόψεις διανοουμένων είναι οι αφορμές για το σημερινό μου κείμενο. Υπάρχουν στον τόπο μας πνευματικοί δημιουργοί που θεωρούν ότι η δική τους προσφορά δεν έχει εκτιμηθεί δεόντως και ότι αιτία γι’ αυτό είναι τα… Μάρμαρα του Παρθενώνα! Φταίνε ο Αριστοτέλης και ο Φειδίας που ντόπιοι και ξένοι δεν δίνουν προσοχή στη δουλειά τους. Και αυτό επειδή, κατά την άποψή τους, το νεοελληνικό κράτος ενδιαφέρεται πολύ για την κλασική αρχαιότητα και λίγο για τον σύγχρονο πολιτισμό. Επομένως, αν ήταν δυνατόν να απαλλαγούμε από τον Παρθενώνα και γενικότερα από τις αρχαιότητες, το κράτος θα έστρεφε όλη του την προσοχή σε αυτούς. Δεν πρόκειται να υπεραμυνθώ της ελληνικής αρχαιότητας επειδή θεωρώ ότι κάτι τέτοιο είναι περιττό. Θέλω μόνο να υπενθυμίσω ότι υπήρξαν και υπάρχουν νεοέλληνες ποιητές, ιατροί, μαθηματικοί, μουσικοί κ.ά. που δεν εμποδίστηκαν από τους Αισχύλο, Ιπποκράτη, Ευκλείδη ή Σακάδα να γίνουν παγκοσμίως γνωστοί. Επίσης θέλω να προτείνω σε όσους πιστεύουν ότι η… κατεδάφιση του Παρθενώνα θα σημάνει καλύτερες ημέρες γι’ αυτούς να προσεγγίσουν με προσοχή τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι παγκόσμιας εμβέλειας δημιουργοί, από τον Πετράρχη και τον Μιχαήλ Αγγελο ως τον Νίτσε και τον Πικάσο. Η προσέγγισή τους στον αστείρευτο σε ιδέες αυτόν κόσμο ίσως τους βοηθήσει να κερδίσουν κι αυτοί την ποθητή αναγνώριση, αν βέβαια διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα.


Η ιδέα να… κατεδαφισθεί ο Παρθενώνας δεν ακούστηκε ωστόσο για πρώτη φορά στις ημέρες μας. Στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ο τότε ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης Νικίτα Χρουστσόφ είχε απειλήσει να καταστρέψει με πυραύλους τον Ιερό Βράχο, ενώ παρόμοια σκέψη φαίνεται ότι υπέβοσκε και στα πρώτα χρόνια ελεύθερου βίου του νεοελληνικού κράτους. Την προσάπτουν σε ένα σημαντικό πρόσωπο, τον Ανδρέα Μουστοξύδη, πρώτο διευθυντή του Εθνικού Μουσείου που είχε ιδρύσει ο Καποδίστριας στην Αίγινα και θεμελιωτή της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες της εποχής, συγκεκριμένα των Fr. Thiersch και L. Ross, ο Μουστοξύδης, απευθυνόμενος κάποτε στον μακεδόνα αρχιτέκτονα Σταμάτιο Κλεάνθη, φέρεται να είπε: «Ο Διάβολος να πάρη τους Τούρκους, όπου δεν εχάλασαν όλα αυτά τα αρχαία». Ωστόσο τα έργα και γενικότερα ο βίος του Μουστοξύδη θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία του παραπάνω διαλόγου. Οι γερμανοί σοφοί άκουσαν την επίμαχη φράση από τρίτους, ίσως και από τον ίδιο τον Κλεάνθη, με τον οποίο ο Μουστοξύδης είχε έλθει σε σφοδρή σύγκρουση, και βέβαια με ευχαρίστηση την κατέγραψαν, αφού είναι γνωστή η αντιπάθεια που έτρεφαν προς τον Καποδίστρια.


Την εποχή αυτή πολλοί από τους «αυτόχθονες» και ξένους μισούσαν θανάσιμα τον Καποδίστρια και τους «ετερόχθονες» ανθρώπους του, ένας από τους οποίους ήταν ο Κερκυραίος Μουστοξύδης. Ο Μουστοξύδης, άνθρωπος με αρχές, μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, υπέβαλε αμέσως την παραίτησή του. Και ήταν ομολογουμένως καίριο το πλήγμα για τα αρχαιολογικά πράγματα του τόπου το ότι στην ηγεσία της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας τη θέση του φωτισμένου «ετερόχθονα» Μουστοξύδη μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θα την καταλάβει ένας φλογερός μεν πατριώτης, πλην όμως ημιμαθής «αυτόχθων». Το μίσος εναντίον του Κυβερνήτη και των ανθρώπων του ήταν μεγάλο. Οταν ο Μουστοξύδης ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την Αίγινα, κατηγορήθηκε ότι έπαιρνε μαζί του αρχαιότητες. Η αναχώρηση του Μουστοξύδη απαγορεύθηκε ώσπου να γίνει καταμέτρηση των αρχαίων του Μουσείου. Ουσιαστικά το μοναδικό αρχαίο που έλειπε ήταν ένας συνήθης σφραγιδόλιθος, που ο ίδιος ο Μουστοξύδης είχε αγοράσει έναντι 75 γροσίων στη Σαλαμίνα και τον οποίο, με εντολή του Κυβερνήτη, είχε δωρίσει στον ναύαρχο Εϋδεν, σε έναν από τους πρωταγωνιστές της νικηφόρου ναυμαχίας του Ναυαρίνου, ο οποίος είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για το αντικείμενο αυτό κατά την επίσκεψή του στο Μουσείο. Στην αναφορά του ο κερκυραίος λόγιος, αφού αναρωτιέται «αν εις τον νικητήν του Νεοκάστρου έπρεπε ν’ αρνηθώμεν τοιαύτην χάριν», καταλήγει ευχόμενος ο διάδοχός του να είναι καλύτερος από αυτόν και «…οι αναδεχόμενοι την ανατροφήν της νεολαίας να είναι ευαισθητότεροι ως προς την αξίαν του λυσιτελούς επαγγέλματός των, διά να χαλιναγωγήται η νεολαία και να μη γίνεται η απειρία της χαμερπών παθών και αναιδεστάτων μηχανορραφιών όργανον». (Δεν τονίζεται επαρκώς, πιστεύω, στα σχολεία μας ότι προτού οι ξένοι μάς επιβάλουν τους Βαυαρούς είχαμε φροντίσει να… ξεκάνουμε τον δικό μας Καποδίστρια και ότι λόγω της διχόνοιάς μας η ίδια η Επανάσταση του ’21 θα είχε κατασταλεί αν δεν είχαν επέμβει – ευτυχώς – οι ξένες δυνάμεις. Αυτά τα γεγονότα πρέπει να καταγράφονται με κτυπητά γράμματα, όχι βέβαια για να μαθαίνουν οι νέες γενιές να… γλείφουν τους ξένους, οι οποίοι πάντα για τα δικά τους συμφέροντα φροντίζουν, ούτε για να δημιουργούμε σ’ αυτές αίσθημα κατωτερότητας. Πρέπει να προβάλλονται για να συνειδητοποιούμε τα ελαττώματά μας και να προσπαθούμε τουλάχιστον να τα μετριάζουμε.)


Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.