Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (17 Δεκεμβρίου), μιλώντας για την αφανή επέτειο των πενήντα χρόνων από τον θάνατο του Γιώργου Κοτζιούλα, έγραφα ότι οι λογοτεχνικές επέτειοι είναι χρήσιμες, γιατί προσφέρονται για επανεξετάσεις έργων και απόψεων. Εννοούσα βέβαια ότι υπάρχουν και επέτειοι συμβατικές, όταν τίποτε το καινούργιο δεν έχει ειπωθεί (ή δεν έχει να ειπωθεί) και οι εκδηλώσεις τους αναλώνονται στην επανάληψη των τετριμμένων. Δεν είχα σκεφτεί ότι οι συμβατικές επέτειοι μπορούν κάποτε να αποβούν βλαπτικές, γιατί δεν είχε ακόμη εμφανιστεί επετειακό αφιέρωμα στον Σολωμό μεγάλης απογευματινής εφημερίδας. Ο σχολιασμός αυτού του αφιερώματος θα μπορούσε να γίνει αφορμή να διατυπωθούν ορισμένες σκέψεις όχι μόνο για τη λειτουργία των συμβατικών επετείων αλλά και για τον ρόλο που παίζουν στη διαμόρφωση της λογοτεχνικής μας πραγματικότητας τα ένθετα βιβλίων ορισμένων εφημερίδων.


Το πρώτο χαρακτηριστικό του εν λόγω αφιερώματος, που αποτελείται από δώδεκα κείμενα εννέα συνεργατών, τα οποία καταλαμβάνουν δεκαπέντε σελίδες, είναι η ταχύτητα (το ένθετο έχει τον τίτλο «Βιβλιοδρόμιο»). Πριν ακόμη μπούμε στο 2007, στις 30 Δεκεμβρίου 2006, το ένθετο εγκαινιάζει μιαν επέτειο του ερχόμενου έτους (150 χρόνια από τον θάνατο του Σολωμού) διεκδικώντας έτσι μια δημοσιογραφική πρωτιά. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η αυτοπεποίθηση: οι υπεύθυνοι του ενθέτου και του αφιερώματος ονομάζουν το 2007 «Ετος Σολωμού», προφανώς γιατί είναι βέβαιοι ότι αποτελεί τη σημαντικότερη λογοτεχνική επέτειο του έτους.


Ασφαλώς δεν θα πρέπει να αγνοούσαν ότι το 2007 έχουμε δύο ακόμη λογοτεχνικές επετείους (πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Καζαντζάκη και εκατό χρόνια από τη γέννηση του Εγγονόπουλου)· ούτε θα πρέπει να τους είχε διαφύγει το γεγονός ότι επέτειος Σολωμού, και μάλιστα χρονικά σημαντικότερη, ως εκατονταετηρίδα (διακόσια χρόνια από τη γέννησή του), εορτάσθηκε εννέα μόλις χρόνια πριν: το 1998 είχε ονομαστεί «Ετος Σολωμού». Φαίνεται ότι έσπευσαν να προτάξουν τον Σολωμό, γιατί ανακάλυψαν ότι ο Σολωμός – όπως υπογραμμίζουν με τον τίτλο του αφιερώματος – παραμένει έως σήμερα «το εθνικό μας φάντασμα» («άγνωστος, αφανής και παραγνωρισμένος») και ότι «ήρθε η ώρα για νέες προσεγγίσεις» του.


Ομως ο Σολωμός ούτε φάντασμα είναι, ούτε άγνωστος, ούτε παραγνωρισμένος. Είναι ο πλέον γνωστός (με όποια σημασία και αν δίναμε στη λέξη) Ελληνας ποιητής: ο πλέον βιογραφημένος, ο περισσότερο διδασκόμενος στην εκπαίδευση, ο πλέον μελετημένος – αν δεν υπάρχει ακόμη Βιβλιογραφία του, είναι ακριβώς γιατί ο όγκος των κειμένων που έχουν γραφεί γι’ αυτόν αποθαρρύνει τον βιβλιογράφο· όγκος που αυξήθηκε ακόμη περισσότερο με το πλήθος των νέων μελετών που παρουσιάστηκαν σε συνέδρια, συμπόσια, ημερίδες και αφιερώματα περιοδικών και εφημερίδων του πρόσφατου «Ετους Σολωμού», η χρονική εγγύτητα του οποίου με το 2007 καθιστά περιττό τον ορισμό του παρόντος έτους ως ενός ακόμη «Ετους Σολωμού» (σωστά το υπουργείο Πολιτισμού ονόμασε το 2007 «Ετος Μαρίας Κάλλας»).


Αλλά το πλέον ενδιαφέρον στο αφιέρωμα του «Βιβλιοδρομίου» δεν είναι ο χαρακτηρισμός του Σολωμού ως αφανούς ή αγνώστου. Είναι το γεγονός ότι, αν και αναγγέλλει τυμπανοκρουστικά θησαυρούς νέων προσεγγίσεων, τα κείμενά του δεν περιέχουν ούτε ένα νέο στοιχείο. Απλώς επαναλαμβάνουν πράγματα γνωστά, τα οποία το αφιέρωμα προβάλλει με τέτοιον τρόπο, ώστε να δίνει την εντύπωση ότι προσφέρει νέες σολωμικές αναγνώσεις (φοβάμαι ότι στο παιχνίδι των εντυπώσεων έχουν περιπλακεί, προφανώς άθελά τους, και οι συγγραφείς των κειμένων του, έγκυροι σολωμιστές).


Ο τρόπος με τον οποίο το εν λόγω ένθετο επέλεξε και πλάσαρε το αφιέρωμα στον Σολωμό έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας βιβλιοκριτικής συμπεριφοράς την οποία σε παλαιότερη επιφυλλίδα μας ονομάσαμε λογοτεχνική κριτική life-style. Πρόκειται για έναν τρόπο παρουσίασης της λογοτεχνικής μας πραγματικότητας ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει διαμορφωθεί από την άκρατη εμπορευματοποίηση του λογοτεχνικού βιβλίου και έχει γίνει χαρακτηριστικός των ενθέτων βιβλίου ορισμένων εφημερίδων. Κύριο γνώρισμα του τρόπου αυτού, που είναι προφανές ότι βρίσκεται υπό την σκιά του βιβλιοεκδοτικού marketing, είναι η πριμοδότηση των δυνάμει ή εν ενεργεία «ευπώλητων» βιβλίων, ανεξάρτητα από τη λογοτεχνική τους αξία. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ένθετα αυτά παρουσιάζουν – σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία – σχεδόν αποκλειστικά βιβλία πεζού λόγου (κυρίως μυθιστορήματα), ότι καλλιεργούν περισσότερο τη βιβλιοπαρουσίαση παρά τη βιβλιοκριτική, και ότι από τις σελίδες τους έχουν σχεδόν αποκλειστεί τα ποιητικά βιβλία, που, ως γνωστόν, «δεν πουλάνε». Οι ελάχιστες αναφορές τους σε έργα ποιητικά είναι κυρίως θεωρήσεις φαντασμαγορικές (όπως αυτή του βιβλιοδρομικού αφιερώματος) μεγάλων έργων του παρελθόντος, που αισθάνεται κανείς ότι χρησιμοποιούνται ως κριτικά φύλλα συκής, για να κρατηθούν τα ποιητικά προσχήματα.


Η απαξίωση της ποίησης από τα ένθετα αυτά δηλώνεται και από το γεγονός ότι στους ετήσιους απολογισμούς τους τα ποιητικά βιβλία απουσιάζουν. Ενα παράδειγμα: Στα «100 βιβλία της χρονιάς που αξίζει να διαβάσετε», τα οποία επέλεξε (10.12.2006) το ένθετο βιβλίου μεγάλης εφημερίδας (τα περισσότερα λογοτεχνικά), δεν υπάρχει ούτε ένα βιβλίο ποίησης. Κι ας εμφανίστηκαν το 2006 ποιητικά βιβλία σημαντικότερα από πολλά μυθιστορήματα που εκθειάζονται σε αυτόν τον απολογισμό. Εννοείται ότι και στις 62 διαφημίσεις λογοτεχνικών βιβλίων, που φιλοξενεί το ένθετο, για βιβλίο ποιητικό δεν υπάρχει ούτε μία.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.