Oκτώ μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές της Αμερικής κανένας από τους τρεις διεκδικητές του Λευκού Οίκου δεν έχει δώσει ένα στοιχειώδες έστω δείγμα της πολιτικής την οποία θα ακολουθήσει αν εκλεγεί πρόεδρος. Απασχολημένοι για την εξασφάλιση της πλειονότητας των εκλεκτόρων του κόμματός τους και από φόβο μήπως τρομάξουν τους ψηφοφόρους στις προκριματικές των Πολιτειών αν εκφράσουν κάτι περισσότερο από γενικότητες, τόσο η Χίλαρι Κλίντον όσο και ο Μπάρακ Ομπάμα και ο Τζον Μακ Κέιν προτιμούν να μιλούν για «σεβασμό στα δικαιώματα του λαού», για «αλλαγή» και για «ισχυρή Αμερική». Η αλήθεια είναι ότι ο Ρεπουμπλικανός Μακ Κέιν δεν μπορεί να προσφέρει κάτι πολύ διαφορετικό από την πολιτική Μπους- καταδικασμένη από το 55% των Ρεπουμπλικανών-, αφού οι ελπίδες του για τον Λευκό Οίκο στηρίζονται στο ποσοστό υποστήριξης που θα έχει από εκείνους που υπερψήφισαν τον Τζορτζ Μπους το 2000 και το 2004. Αλλά τι δικαιολογία μπορεί να έχουν οι Δημοκρατικοί διεκδικητές; Ακόμη και φιλικά διακείμενοι πολιτικοί αναλυτές σημειώνουν τη σιωπή τους. Δεν περιμένει κανένας να κάνει μεγάλες αλλαγές ο νέος πρόεδρος, όποιος και αν θα είναι αυτός (είτε αυτή). Η οικονομική πολιτική θα συνεχιστεί με μικροδιαφορές στην εφαρμογή της στρατηγικής που εγκαινιάστηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80- η απομάκρυνση από αυτήν επί της πρώτης προεδρίας Μπους θεωρείται αιτία του σημερινού κλυδωνισμού της αμερικανικής οικονομίας. Διαφοροποίηση θα υπάρξει στα προβλήματα του περιβάλλοντος, για τα οποία και οι τρεις υποψήφιοι συμπίπτουν στο ότι «πρέπει να βρεθεί μια λύση», αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα προχωρήσουν στην υπογραφή κάποιου νέου Πρωτοκόλλου του Κιότο. Στο ζήτημα της μετανάστευσης, το οποίο ενδιαφέρει εξίσου τις βιομηχανίες και τους Λατινοαμερικανούς που ήδη έχουν αμερικανική υπηκοότητα και θέλουν να φέρουν συγγενείς και φίλους τους στις ΗΠΑ, ακόμη και η Κλίντον μένει σιωπηλή, παρ΄ όλο που στις αρχές της προεκλογικής εκστρατείας της συνθηματολογούσε υπέρ «μεγαλύτερης ελευθερίας στη μετανάστευση».

Το Ιράκ, το Αφγανιστάν και η αντιτρομοκρατική πολιτική είναι τα προβλήματα που η αντιμετώπισή τους από τον νέο πρόεδρο θα επηρεάσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη. Και οι τρεις υποψήφιοι αναγνωρίζουν ότι θα πρέπει να ασχοληθούν σοβαρά με αυτά και ότι από την πολιτική τους θα κριθούν. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τον Ομπάμα και την Κλίντον, που δηλώνουν ότι θέλουν να αποκαταστήσουν το κύρος της Αμερικής στον κόσμο. Αλλά στο ζήτημα του Αφγανιστάν μάλλον θα αναγκαστούν να στείλουν και άλλον στρατό παρά να τον αποσύρουν, αφού η κατάσταση εκεί επιδεινώνεται συνεχώς και οι Ευρωπαίοι δεν πρόκειται να αυξήσουν τις εκεί δυνάμεις τους. Οσο για το Ιράκ, η πραγματικότητα θα υποχρεώσει ακόμη και τον Ομπάμα- ο οποίος υποσχέθηκε να αποσύρει τον στρατό εντός του 2009-να συμμορφωθεί με τη νέα τακτική του Πενταγώνου «Καμία απόσυρση ώσπου να αποκτήσει πυγμή η ιρακινή κυβέρνηση», κάτι που δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Ετσι η Ευρώπη δεν έχει να περιμένει καμία σημαντική μεταβολή στην εξωτερική πολιτική του διαδόχου του Τζορτζ Μπους, καθώς αυτός (είτε αυτή) δεν πρόκειται να κάνει κάποια αξιόλογη αλλαγή στη στρατηγική των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Οι μεγάλες δυνάμεις άλλωστε δεν κάνουν συχνά αυτοβούλως αλλαγές στη στρατηγική τους στις διεθνείς σχέσεις τους.

eust@dolnet.gr