Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης στις 19-20 Απριλίου το Συμβούλιο Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ενωσης ενέκρινε μια απόφαση στο πλαίσιο της καταπολέμησης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας η οποία απειλεί ευθέως και χωρίς περιστροφές την ελευθερία της ιστορικής έρευνας. Αυτή η απόφαση ελήφθη στο πλαίσιο της γερμανικής προεδρίας με πρωτοβουλία της ομοσπονδιακής υπουργού Brigitte Zypries, η οποία ήθελε να ολοκληρώσει μια διαδικασία που άρχισε το 2001 και αποσκοπούσε στην επέκταση σε όλη την Ευρώπη της τιμωρίας του ρατσισμού και της άρνησης του Ολοκαυτώματος. Ρατσισμός και άρνηση του Ολοκαυτώματος θεωρούνται ήδη αδικήματα σε Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία, Πολωνία, Ρουμανία, Λιθουανία, Σλοβενία και Τσεχία. Αυτή η πρωτοβουλία ξεσήκωσε αρκετές αντιδράσεις ιστορικών, οι οποίοι υποστήριξαν ότι η απόφαση αυτή απειλεί την ελευθερία της ιστορικής έρευνας. Ολοι συμφώνησαν ότι ο αντισημιτισμός και ο ρατσισμός δεν καταπολεμούνται με παρόμοιες απαγορεύσεις, οι οποίες τείνουν να μετατρέψουν τα ποικιλόχρωμα φασιστοειδή σε μάρτυρες και υπερασπιστές της ελευθερίας. Εκτός τούτου, σε χώρες όπως η Πολωνία και οι Βαλτικές η συμμόρφωση με αυτές τις απαγορεύσεις είναι υποκριτική και καλύπτει ρατσιστικές αντιλήψεις εναντίον των μειονοτήτων τους και ακόμη έναν διάχυτο αλλά ισχυρό αντισημιτισμό.


Η γερμανική πρόταση βρήκε ανταπόκριση ανάμεσα στους πολιτικούς άλλων χωρών, όπως της Ιταλίας, στην οποία ο υπουργός Δικαιοσύνης Clemente Mastella ανήγγειλε ένα νομοσχέδιο ποινικοποίησης της άρνησης του Ολοκαυτώματος, το οποίο προκάλεσε και στη γειτονική χώρα την αντίδραση των ιστορικών, 200 από τους οποίους δημοσίευσαν μια συλλογική καταγγελία η οποία τόνιζε τον κίνδυνο εγκαθίδρυσης μιας κρατικής ιστορικής αλήθειας για το παρελθόν, αλλά και τον κίνδυνο να δυσφημιστούν οι ίδιες οι αντιρατσιστικές απόψεις. Η καταπολέμηση του ρατσισμού και του αντισημιτισμού, τόνιζαν, χρειάζεται την κουλτούρα της ελεύθερης αντιπαράθεσης. Η δέσμευση δεν μπορεί να είναι κρατική και απαγορευτική αλλά ηθική και πολιτική με την ευρύτερη σημασία της. Απέναντι στην αντίδραση αυτή ο Mastella τροποποίησε ουσιαστικά το νομοσχέδιο το οποίο περιορίστηκε στο να τιμωρεί τη «διάδοση ιδεών φυλετικής ανωτερότητας».


* Ανησυχητικές ρυθμίσεις


Παρά τις αντιδράσεις, οι προτάσεις της γερμανικής προεδρίας δεν τροποποιήθηκαν αλλά συγκεκριμενοποιήθηκαν στην πρόταση ποινικοποίησης της άρνησης ή της «λίγο-πολύ μείωσης της σημασίας» του Ολοκαυτώματος, των γενοκτονιών ή των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, όπως ορίζονται από τα άρθρα 6, 7 και 8 του Κανονισμού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης. Μέσα σε δύο χρόνια από την υιοθέτηση της απόφασης όλες οι ευρωπαϊκές χώρες θα υποχρεωθούν να εκδώσουν σχετικούς νόμους, πολλοί από τους οποίους θα προβλέπουν ποινές εγκλεισμού από ένα ως τρία χρόνια! Η πρόταση αυτή έχει στοιχεία που πρέπει να μας ανησυχήσουν. Κατ’ αρχήν θα δημιουργηθεί ένας κατάλογος γεγονότων πάνω στα οποία οι ιστορικοί δεν θα μπορούν να αποφανθούν διαφορετικά από τη γνώμη των δικαστηρίων, είτε αυτό είναι το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης ή της Χάγης είτε ειδικά δικαστήρια όπως αυτό που δικάζει τα εγκλήματα στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ηδη μερικές χώρες, όπως οι Βαλτικές και η Πολωνία, ζητούν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο των ποινικοποιήσιμων αρνήσεων και οι «ειδεχθείς πράξεις των ολοκληρωτικών καθεστώτων» και αναφέρονται στην κομμουνιστική περίοδο της ιστορίας τους. Τι θα μείνει στο τέλος στη διάκριση της ιστορικής κρίσης; Δεν αποκτούμε με τον τρόπο αυτόν και στο όνομα των υποχρεώσεων που επιβάλλει η μνήμη, δηλαδή του «δεν ξεχνώ», μια κρατική μνήμη, κάτι σαν αυτό που επιδιώκουν και στην Ελλάδα οι πολέμιοι του εγχειριδίου Ιστορίας της Στ´ Δημοτικού;


* Το παράδειγμα της Γαλλίας


Δεν πρόκειται για αβάσιμους φόβους και παράδειγμα είναι η Γαλλία, μια χώρα με παράδοση στις ελευθερίες αλλά και στην ιστορική επιστήμη. Πρώτα θεσμοθετήθηκε το 1990 ο νόμος Gayssot που τιμωρούσε την άρνηση των αποφάσεων του δικαστηρίου της Νυρεμβέργης. Στη συνέχεια το 2001 εκδόθηκε ο νόμος που αναγνώριζε τη γενοκτονίας των Αρμενίων και το 2006 ποινικοποιούσε την αμφισβήτησή της. Εν τω μεταξύ το 2001 εκδόθηκε ο νόμος Taubira που αναγνώριζε ως έγκλημα τη δουλεία στην Αφρική και την απάνθρωπη μεταχείριση των αφρικανών σκλάβων. Το 2005 εκδόθηκε ο νόμος Mekachera που αφορούσε τη γαλλική αποικιοκρατία και τα εγκλήματά της. Αυτοί οι νόμοι προκάλεσαν μεγάλες διαμαρτυρίες. Το 2005 υπογράφηκε η διακήρυξη Liberté pour l’ histoire από 1.000 ιστορικούς οι οποίοι αμφισβητούσαν στο κράτος και στη δικαιοσύνη το δικαίωμα να καθορίζουν ποια είναι η ιστορική αλήθεια.


Δεν πρόκειται για κινδυνολογία, όπως δείχνει η υπόθεση του γάλλου ιστορικού Olivier Ρèrtè-Grenouilleau που δημοσίευσε το 2005 το βιβλίο Les traites negriérés, το οποίο καταγγέλθηκε ότι παραβιάζει τον νόμο Taubira, γιατί αμφισβητούσε τον χαρακτηρισμό του διατλαντικού δουλεμπορίου ως γενοκτονία. Ο ιστορικός αυτός θα απολυόταν από το πανεπιστήμιο αν οι κατηγορίες δεν είχαν αποσυρθεί επειδή αντιμετώπισαν ένα κύμα διαμαρτυριών από τους συναδέλφους του ιστορικούς, οι περισσότεροι από τους οποίους, ας σημειωθεί, διαφωνούν με τα συμπεράσματα του βιβλίου του. Ωστόσο η υπόθεση αυτή δείχνει τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε παρόμοιες νομοθετικές πράξεις ορισμού της ιστορικής μνήμης και καθορισμού της ιστορικής αλήθειας, έστω και αν η αφετηρία τους είναι η καταπολέμηση του ρατσισμού και η αναγνώριση των μεγάλων ιστορικών αδικιών που διαπράχθηκαν από τα κυρίαρχα έθνη και τις εγκληματικές πολιτικές ελίτ στις οποίες κατά καιρούς εμπιστεύθηκαν την τύχη τους.


* Η πολιτική ορθότητα


Η πολιτική αυτή εξαντλεί επίσης τα όρια της έννοιας της πολιτικής ορθότητας. Αυτή η τόσο παρεξηγημένη στη χώρα μας έννοια είναι χρήσιμη και αναγκαία στην υιοθέτηση μιας γλώσσας που δεν προσβάλλει και δεν στιγματίζει τους αδύναμους. Καλύτερα να λέμε «άτομα με ειδικές ανάγκες» παρά «σακάτηδες», καλύτερα να λέμε Αφρικανός παρά αράπης κ.ο.κ. Αλλά οι μειωτικές διακρίσεις δεν μπορούν να επιλυθούν στο λεκτικό επίπεδο ούτε ακόμη και αν απαγορεύουμε προσβλητικές πράξεις πάλι πάνω στο λεκτικό επίπεδο, όπως είναι αυτές που αφορούν οι απαγορεύσεις που μας απασχολούν. Η καταπολέμηση του ρατσισμού και η αναγνώριση των αδικιών πρέπει να κάνουν ένα πιο ουσιαστικό βήμα και να έχουν έμπρακτο χαρακτήρα. Χρειάζονται, δηλαδή, πολιτικές αναγνώρισης δικαιωμάτων, διευκόλυνσης της πρόσβασης, ίσων ευκαιριών, μείωσης των ανισοτήτων. Η αναγνώριση επίσης των ιστορικών αδικιών οφείλει να αποκτήσει έμπρακτο χαρακτήρα: να μη διαπράττουμε καινούργιες αδικίες και να έχουμε την άμεση ετοιμότητα να τις καταδικάζουμε.


Στο διά ταύτα. Οφείλουμε να αντιταχθούμε στους νόμους που περιορίζουν την ελευθερία της ιστορικής έρευνας και να ζητήσουμε να ματαιωθεί η πρωτοβουλία του Συμβουλίου Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι ιστορικοί πρέπει να πιέσουμε τους ευρωβουλευτές αλλά και τους αρμόδιους υπουργούς (Δικαιοσύνης και Παιδείας) να πάρουν μια καθαρή θέση στα ζητήματα αυτά. Η ελευθερία της ιστορικής έρευνας και συζήτησης δεν είναι πολυτέλεια των ολίγων. Οι ιστορικές σπουδές είναι σαν τη συνείδηση. Μπορεί να μην αισθανόμαστε άνετα μαζί της, αλλά αν τη στομώσουμε τότε χάνουμε οποιαδήποτε δυνατότητα αυτογνωσίας.


Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.