Ποιος είναι πιο διεφθαρμένος; Οι… Siemens που λαδώνουν ή οι αξιωματούχοι (πολιτικοί ή κρατικοί) που τα παίρνουν; Τον νόμο, βέβαια, τον παραβιάζουν αμφότεροι. Μήπως όμως η ηθική απαξία είναι βαρύτερη για τον έναν από τους δύο πόλους της συναλλαγής;

Στα τέλη του 1995, το ποινικό δικαστήριο της Λυών είχε αποφανθεί κατηγορηματικά: οι πολιτικοί φταίνε περισσότερο. Ηταν η υπόθεση του Αλέν Καρινιόν, ελπίδας τότε των γκωλικών και δημάρχου της Γκρενόμπλ. Είχε συνάψει σύμβαση του δήμου με ιδιωτική εταιρεία και είχε λάβει σε διάφορα ανταλλάγματα περίπου 20 εκατ. φράγκα. Οι δικαστές είδαν τους «λαδωτές» με κάποια κατανόηση: «Οι ένοχοι της ενεργητικής δωροδοκίας Μαρκ Μισέλ Μερλέν και Ζαν Ζακ Προμσί βρίσκονται σε συνεχή αναζήτηση κάθε νέας αγοράς σημαντικής για την εταιρεία τους. Αποδύονται σε μια διαρκή οικονομική μάχη για να εξασφαλίσουν την ευημερία της επιχείρησής τους. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών ξεπέρασαν το «κλασικό» επίπεδο της καταχρηστικής εκμετάλλευσης του δημοσίου πλούτου πυροδοτώντας τη διαδικασία της διαφθοράς».

Για τον Καρινιόν, αντίθετα, το δικαστήριο ήταν αμείλικτο: «Υπάρχει ο εκλεγμένος, ο διεφθαρμένος Αλέν Καρινιόν που έχει την εξουσία να συνάψει τη σύμβαση. Ασκεί τη σχετική εξουσία ουσιαστικά μόνος, αφού οι τυπικές εγγυήσεις (ψήφος και έγκριση του δημοτικού συμβουλίου, διοικητικός έλεγχος) δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα εξαιτίας της πολιτικής παντοδυναμίας του Αλέν Καρινιόν.(…) Ο Αλέν Καρινιόν υπέπεσε στο σοβαρότερο για έναν εκλεγμένο αδίκημα: επώλησε ένα μερίδιο της εξουσίας του σε ιδιωτικά συμφέροντα αποκομίζοντας σημαντικό όφελος…».

Αμφιλεγόμενη αν όχι διάτρητη από νομική άποψη, έχει άραγε η στάθμιση αυτή κάποια ηθική βάση; Ο ίδιος ο Καρινιόν, που έμεινε στη φυλακή 29 μήνες, την αντέκρουσε σε συνέντευξή του το 2001. Υπεύθυνοι για τη διαφθορά, είπε, «είναι οι ισχυροί της οικονομίας, που εκμεταλλεύονται την εξασθένηση της εθνικής πολιτικής αντιπροσώπευσης». Οσο για τους δικαστές, «υπηρετούν την καθεστηκυία τάξη, όπως πάντα. Και καθεστηκυία τάξη είναι οι ισχυροί της οικονομίας». Ο γάλλος πολιτικός υπενθύμισε ότι για κάθε διεφθαρμένο υπάρχουν διαφθορείς- και υποστήριξε ότι το πρόβλημα εστιάζεται στους τελευταίους. Η αλήθεια ίσως βρίσκεται κάπου ανάμεσα- ή μάλλον κάπου αλλού. Οταν ένα κοινωνικό σύστημα αναγνωρίζει ως απόλυτο τεκμήριο επιτυχίας το χρήμα, όσοι νόμοι και αν εκδίδονται για τον έλεγχό του είναι σε μεγάλο βαθμό καταδικασμένοι, αν όχι υποκριτικοί. Κολάζουν όποιον άτυχο πιαστεί, αλλά το ρεύμα δεν ανακόπτεται. Και σήμερα το χρήμα όχι μόνον έχει εκτοπίσει κάθε αντίρροπη κοινωνική αξία, αλλά έχει αποθεωθεί από τον ίδιο τον νόμο. Κάποτε θεωρούσαμε πρότυπα διαφθοράς τους χονδρέμπορους της λαχαναγοράς, τους αισχροκερδείς. Τώρα μαθαίνουμε ότι παράνομο ιδιωτικό κέρδος δεν υπάρχει. Η απληστία είναι νόμιμη. Μόνο στις συναλλαγές με το κράτος νοείται διαφθορά. Ο πρατηριούχος που πουλάει στην απεργία 1,7 την αμόλυβδη, αλλά και ο Κεν Λέι της Εnron που ενθυλάκωσε σε τρία χρόνια 247 εκατ. δολάρια σε μισθούς και μπόνους, δεν είναι παράνομοι, ούτε καν ανήθικοι.

Οπου όμως επικρατεί αυτή η νοοτροπία, μπορούν άραγε να υπάρξουν στεγανά; Είναι εφικτό, όταν ένα γύρω η χρηματοθηρία καλπάζει χωρίς φραγμό, να αξιώνουμε ηθική αντίσταση στο Δημόσιο; Τι σημαίνει η αποστροφή του δικαστηρίου της Λυών ότι οι κατηγορούμενοι επιχειρηματίες «ξεπέρασαν το “κλασικό” επίπεδο της καταχρηστικής εκμετάλλευσης του δημοσίου πλούτου»; Οτι οι ιδιώτες συγχωρούνται να ληστεύουν τη δημόσια περιουσία, αρκεί να μην το παρακάνουν, ενώ οι κρατικοί λειτουργοί πρέπει να είναι αγρυπνούσες παρθένοι;

Αν η κοινωνία «νομιμοποιεί» την απληστία σε έναν χώρο, τη νομιμοποιεί παντού. Για να δανεισθώ μία φράση από παλαιό άρθρο του γάλλου νομομαθούς Ζαν Ντενί Μπρεντέν στη «Le Μonde», εκεί που απόλυτη αξία είναι ο πλούτος, το χρήμα δεν ανέχεται τους νόμους που το περιορίζουν: «ιδού η εποχή της διαφθοράς».