Στο κείμενο αυτό εκτίθενται κάποιες σκέψεις σχετικά με τα αρχαιολογικά μουσεία και το μέλλον τους που έκανα πριν από λίγο καιρό με αφορμή τη συμμετοχή μου σε μια εκδήλωση κατά την οποία παρουσιάστηκε ένας τόμος προς τιμήν της Ντόλλης Γουλανδρή με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 χρόνων λειτουργίας του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, ενός μουσείου που η ίδια εμπνεύστηκε και δημιούργησε.


Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα που διαθέτει πλούσια πολιτιστική παράδοση το στήσιμο και η λειτουργία ενός αρχαιολογικού μουσείου πρέπει να αποτελεί μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Στις μέρες μας είναι πολλοί εκείνοι που αμφιβάλλουν για το κατά πόσο οι Νεοέλληνες δείχνουν την απαιτούμενη διάθεση να γνωρίσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά. Είναι γεγονός ότι οι τάσεις της εποχής για ευημερία σε αποκλειστικά ατομικό επίπεδο, σε συνδυασμό με την επιχειρούμενη, σκόπιμη ή μη, απομυθοποίηση πολλών παραδοσιακών αρχών, συντελούν σε μια αδιάφορη στάση ή στην καλύτερη περίπτωση σε ένα επιφανειακό ενδιαφέρον για τα λείψανα του παρελθόντος. Οι πολίτες δεν φαίνεται να πολυενδιαφέρονται για πολιτιστικές αξίες που δεν τους προσφέρουν με τρόπο άμεσο και χειροπιαστό κάποιο υλικό κέρδος. Χρειάζεται επομένως οι αρμόδιοι να σκύψουν με προσοχή πάνω στο πρόβλημα αυτό και να προσπαθήσουν να βρουν τρόπους θεραπείας ή έστω άμβλυνσής του. Και φυσικά εκτός των άλλων θα πρέπει να εργάζονται για καλά προετοιμασμένες, οργανωμένες και τεκμηριωμένες εκθέσεις, στο στήσιμo των οποίων θα συμμετέχει πλειάδα ειδικών (πρωτοστατούντων καταρτισμένων αρχαιολόγων) και οι οποίες εκθέσεις θα προβάλλονται από τα έντυπα, τηλεοπτικά και ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.


Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι συχνά στον Νεοέλληνα και πολύ περισσότερο στον άνθρωπο του λαού υπάρχει ανεπτυγμένο το αίσθημα να αναζητεί τις ρίζες του. Το ίδιο παρατηρείται και σε ανθρώπους που διαθέτουν ανώτερη μόρφωση, οι οποίοι επιπλέον επιδιώκουν να προσεγγίσουν μέσα από τα αρχαιοελληνικά υλικά κατάλοιπα και τις αξίες που αυτά αντιπροσωπεύουν, αξίες που έχουν αντέξει στον χρόνο και έχουν επηρεάσει ένα σημαντικό κομμάτι του σημερινού λεγόμενου δυτικού πολιτισμού. Για τους ίδιους λόγους ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ελληνικές αρχαιότητες δείχνει και η πλειονότητα των ξένων που φτάνουν στη χώρα μας, όπως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι κατά την παραμονή τους σε αυτήν θεωρούν υποχρέωσή τους να επισκεφθούν αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία. (Ετσι δεν είναι αμελητέος ο ρόλος των μουσείων και στην προσέλκυση ξένου συναλλάγματος, χρήσιμου στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου.)


Επομένως το μέλλον των αρχαιολογικών μας μουσείων δεν είναι δυσοίωνο. Χρειάζεται ωστόσο γνώση, ιδέες, σωστή προετοιμασία, δουλειά και φυσικά οικονομική στήριξη που θα φέρουν τον άνθρωπο των ημερών μας στο μουσείο. Το λέω συχνά, και ας μην αρέσει σε πολλούς συνομιλητές μου, ότι σήμερα ζούμε σε μια εποχή που δεν πάνε οι άνθρωποι στα μουσεία. Τα ίδια τα μουσεία πρέπει να πλησιάσουν τον άνθρωπο. Είναι λάθος τα μουσεία να χαράζουν την πορεία τους αδιαφορώντας και αγνοώντας τον περίγυρό τους.


Ενα σύγχρονο αρχαιολογικό μουσείο δεν πρέπει να επαναπαύεται στις μακροχρόνιες μόνιμες εκθέσεις του αλλά είναι ανάγκη να ανανεώνει σε εύλογα χρονικά διαστήματα μέρος των εκθεμάτων του και να δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στον τρόπο έκθεσης και στο είδος των προσφερομένων πληροφοριών προκειμένου να διατηρεί ζωντανό διάλογο με το κοινό του. Ακόμη θα πρέπει κατά καιρούς να διοργανώνει και ποικίλες άλλες πολιτιστικές δραστηριότητες αφού δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι ένα σημαντικό τμήμα των επισκεπτών του παραμένει το ίδιο. Διαφορετικά κινδυνεύει να μετατραπεί σε νεκροταφείο αρχαιοτήτων. Παλιότερα στα μουσεία πήγαιναν λίγοι ειδικοί και άνθρωποι ενός μορφωτικού επιπέδου, ενώ ο πολύς κόσμος τα επισκεπτόταν ευκαιριακά.


Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι στην εποχή μας τα μουσεία θα πρέπει να προσαρμόζουν τις εκθέσεις τους στους πολλούς, στο ευρύ κοινό, ενώ οι ερευνητές και οι κάθε λογής ειδικοί δεν χρειάζονται πολυδάπανες εκθέσεις αλλά κυρίως ευπρόσωπες και απρόσκοπτα προσπελάσιμες αποθήκες. Με δεδομένο ότι ο ρόλος των μουσείων είναι να προσφέρουν γνώση, μόρφωση, αισθητική απόλαυση και να συμβάλλουν στην επιστημονική έρευνα, τα αρχαιολογικά μουσεία οφείλουν να επινοούν νέους τρόπους επικοινωνίας με το ευρύτερο, κατά το δυνατόν, κοινωνικό περιβάλλον και να εφευρίσκουν και να εφαρμόζουν νέες μεθόδους και πρακτικές, ικανές να προσελκύουν συνεχώς επισκέπτες, όλων των ηλικιών και όλων των μορφωτικών επιπέδων. Και κάτι τελευταίο. Η ιστορία έχει δείξει ότι τα αρχαιολογικά εκθέματα έχουν ευμετάβλητα νοήματα και προσφέρονται για νέες αναγνώσεις ανάλογα με τα πιστεύω, τις κυρίαρχες ιδεολογίες και τις προτεραιότητες κάθε εποχής. Χρέος των ανθρώπων που εργάζονται στα μουσεία είναι να περνούν κάθε φορά στο κοινό τις νέες αυτές αναγνώσεις των εκθεμάτων τους, ενώ το κράτος, που συντηρεί και τα περισσότερα μουσεία, όπως και οι ιδιωτικοί φορείς που λειτουργούν μουσεία, θα πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχουν αν οι εργαζόμενοι σε αυτά μπορούν να ανταποκριθούν στις παραπάνω προϋποθέσεις και απαιτήσεις.


Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.