Η πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του Μάριο Βίττι Γραφείο με θέα και η ομότιτλη – και συνεχιζόμενη – έκθεσή του φωτογραφιών ελλήνων συγγραφέων και καλλιτεχνών (1948-1981) αποτελούν τις δύο όψεις μιας τιμητικής εκδήλωσης που οργάνωσε το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης για τα ογδοντάχρονα του επιφανούς νεοελληνιστή. Το βιβλίο συντίθεται από μιαν επιλογή δημοσιευμένων μελετών του Βίττι, από αποσπάσματα συνεντεύξεών του, από την «Εργογραφία» του και από ένα «Αυτοβιογραφικό σχόλιο», με το οποίο ο Βίττι περιγράφει τις σχέσεις του με πρόσωπα και πράγματα της ελληνικής λογοτεχνίας. Καθώς το κείμενο αυτό δίνει την αίσθηση ενός προσωπικού απολογισμού μιας ολόκληρης ζωής, θα επιχειρήσω να εκτιμήσω συνοπτικά το έργο του Βίττι.


Χρησιμοποιώ τον χαρακτηρισμό ξένος με την τυπική έννοια, γιατί ο Βίττι περισσότερο ληξιαρχικά θα μπορούσε να θεωρηθεί Ιταλός. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη από ιταλό πατέρα και μητέρα Ελληνίδα, μεγαλωμένος δίγλωσσος, φοιτητής έπειτα στη Ρώμη με διττή παράλληλη προσήλωση στα ιταλικά και στα ελληνικά γράμματα, η οποία, ωστόσο, όπως γράφει ο ίδιος, «δεν προκάλεσε» μέσα του «κάποιο είδος διχασμού», θα πρέπει να χαρακτηριστεί Ελληνοϊταλός, αν και η διά βίου ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία μας τον φέρνει ίσως λίγο περισσότερο προς τη δική μας πλευρά.


Ο Βίττι έφερε καινούργια πράγματα στη μελέτη της λογοτεχνίας μας γονιμοποιώντας – όχι μόνο με τη μέθοδό του αλλά και με τον τρόπο γραφής του – τόσο την πανεπιστημιακή φιλολογία όσο και την εκτός του ακαδημαϊκού πεδίου λογοτεχνική κριτική. Η συνεισφορά του είναι ερευνητική, ερμηνευτική-κριτική και ιστοριογραφική. Μελετώντας από πλεονεκτικότερη θέση τις ελληνοϊταλικές λογοτεχνικές σχέσεις των αιώνων πριν από τον 20ό, σχέσεις ουσιώδους εξάρτησης της ελληνικής λογοτεχνίας από την ιταλική, ανακάλυψε άγνωστα ή λανθάνοντα έργα που έριξαν νέο φως στη μελέτη συγγραφέων και περιόδων. Αναφέρω την επτανησιακή τραγωδία Ευγένα του 17ου αιώνα (1964) και τα άγνωστα ιταλικά – αλλά και ελληνικά – κείμενα του Κάλβου, η έκδοση των οποίων (Α. Kalvos e i suoi scritti in italiano, 1960), μαζί με τα άλλα δύο ερευνητικά βιβλία του Βίττι για τον ποιητή (Πηγές για τη βιογραφία του Κάλβου, 1963· Ο Κάλβος και η εποχή του, 1995), αποτελούν σταθμό, και βάση, για τις καλβικές σπουδές.


Η ερμηνευτική-κριτική διάσταση, που χαρακτηρίζει όλα σχεδόν τα κείμενα του Βίττι, εμφανίζεται κυρίως σε πέντε βιβλία του, τα οποία όταν εκδόθηκαν προκάλεσαν πολλές συζητήσεις και υπήρξαν κύριος μοχλός για επακριβώσεις, επαναπροσδιορισμούς και αναθεωρήσεις θεμάτων της λογοτεχνίας μας. Το Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας (1974) έθεσε με καίριο τρόπο το πρόβλημα του ρεαλισμού στη μυθοπλασιακή πεζογραφία του 19ου αιώνα· το Η γενιά του Τριάντα (1978) ήταν η πρώτη συνθετική μονογραφία για το έργο της περίφημης λογοτεχνικής γενιάς (ποιητικό και πεζογραφικό)· ενώ τα βιβλία για τους δύο κορυφαίους ποιητές της (Φθορά και λόγος: Εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, 1979· Οδυσσέας Ελύτης, 1984· Για τον Οδυσσέα Ελύτη, 1998) αποτελούν ουσιώδη αναπτύγματα πεδίων της συνθετικής μονογραφίας, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλάμε για μια τετραλογία κριτικής του ελληνικού μοντερνισμού. Εκείνο που διακρίνει αυτά τα βιβλία είναι η οξυδερκής εξέταση της τεχνοτροπίας στη ζύμωσή της με τις προτροπές των κοινωνικών συμφραζομένων της, ο ακριβής προσδιορισμός του διαλόγου των μορφικών αναζητήσεων με την ιστορική συγκυρία. Ο Βίττι μελετά τη σχέση αυτών των δύο συντεταγμένων με τη δέουσα νηφαλιότητα, αποφεύγοντας τις μονομέρειες της τρέχουσας μαρξιστικής φιλολογίας και της αισθητιστικής κριτικής.


Η ιστορική αίσθηση του Βίττι ήταν φυσικό να τον οδηγήσει σε μιαν ευρύτερη ιστοριογραφική σύνθεση. Αυτή ήταν η Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που εκδόθηκε στα ιταλικά το 1971 και στα ελληνικά το 1978 και, συμπληρωμένη, το 1987. Η αξία αυτής της Ιστορίας έγκειται, πιστεύω, κυρίως σ’ εκείνο που επικριτικά προσδιορίστηκε παλαιότερα ως «ιδιοτυπία» της· ένα χαρακτηριστικό που οφείλεται ασφαλώς στο ότι ο Βίττι, έχοντας το ένα πόδι έξω από την Ελλάδα, έβλεπε τα πράγματα από μιαν ευρύτερη και λιγότερο σκονισμένη οπτική γωνία και ακόμη στο ότι από όλους τους ιστορικούς της λογοτεχνίας μας είναι ο πλέον κριτικός. Είναι το κριτικό του πνεύμα εκείνο που τον έκανε όχι μόνο να ενσωματώνει στις δύο ελληνικές ανατυπώσεις της Ιστορίας του τα νέα στοιχεία της έρευνας και τις αναθεωρήσεις της κριτικής (πρακτική που βρίσκουμε και στις επανεκδόσεις των υπόλοιπων βιβλίων του) αλλά και να ξαναγράψει την Ιστορία του. Διότι η ιταλική έκδοσή της του 2001 (ελληνική μετάφραση: 2003) δεν είναι επανέκδοση συμπληρωμένη. Είναι ένα βιβλίο ξαναγραμμένο από την αρχή. Αρκεί να συγκρίνει κανείς το πρώτο κεφάλαιο των εκδόσεων του 1971 και του 2001, το αναφερόμενο στις χρονικές αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ή τις σελίδες για την ποίηση του 18ου αιώνα, για να αντιληφθεί την κριτική εγρήγορση του Βίττι.


Με την επιλογή των παλαιότερων κειμένων του και το καταληκτικό, γραμμένο ειδικά για την περίσταση, «Αυτοβιογραφικό σχόλιό» του, που περιέχονται στο Γραφείο με θέα, ο Βίττι φαίνεται να δηλώνει ότι ολοκλήρωσε το έργο του. Εργο πλούσιο, που το δικαιώνει το γεγονός ότι συνεχίζει να γονιμοποιεί τις αναζητήσεις των νεοτέρων νεοελληνιστών.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.