Σε ποια ιστορικά συμφραζόμενα και σε ποιο πλαίσιο ιδεών θα μπορούσε να τοποθετηθεί το κείμενο της Ελληνικής Νομαρχίας, το οποίο δημοσίευσε εδώ και 200 χρόνια ο ανώνυμος συγγραφέας του; Ή με μια σειρά πιο συγκεκριμένων ερωτημάτων: Τι θα μπορούσε να σημαίνει η «διακινδύνευση» για όσους ονομάσθηκαν «διαφωτιστές»; Πρόκειται για το απροσδιόριστο τίμημα της μετάβασης σε έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης και πρακτικής; Και τι συνιστά αυτή τη «διαφορά» που θα έπρεπε να αποτυπωθεί και να βιωθεί με «διαφορετικό» τρόπο;


Για τη σύνθεση βέβαια της Ελληνικής Νομαρχίας, σύμφωνα με την εξομολόγηση του Ανώνυμου, χρησιμοποιήθηκαν σημειώματα «γεγραμμένα ιταλιστί, άλλα γαλλιστί, άλλα εις την γλώσσαν μας» (229). Η γενική αυτή αναφορά στις πηγές μπορεί να γίνει περισσότερη ευκρινής, αν τις κωδικοποιήσουμε και αξιολογήσουμε τη συμβολή τους στη διαμόρφωση της συνολικής ιδεολογικής φυσιογνωμίας του έργου.


Τέσσερις φαίνεται να είναι οι κύριες πηγές έμπνευσης της Ελληνικής Νομαρχίας: α) η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και ειδικότερα ο Αριστοτέλης, β) η προβληματική της εθνικής αποκατάστασης της Ιταλίας (από τον Machiavelli ως τον Alfieri και το κίνημα του Risorgimento), γ) ο γαλλικός Διαφωτισμός (στον οποίο κεντρική θέση κατέχουν ο Montesquieu και ο Rousseau) και οι πρώτες νεοελληνικές του αφομοιώσεις (Ρήγας, Χριστόδουλος) και δ) ο πρώιμος ουτοπικός σοσιαλισμός.


Η καταδίκη του Αριστοτέλη, όπως την εγκαινίασε η νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία και επιστήμη, αφορούσε περισσότερο τα λογικά του έργα (το «Οργανο»), εφόσον μέσα από τις (παρ)ερμηνείες των σχολαστικών του Μεσαίωνα είχε προκύψει ο «ζυγός του ανελευθέρου Αριστοτελισμού» (Μοισιόδαξ 1780) – αν και σε ορισμένα γνωσιολογικά προβλήματα είχε αρχίσει μια θετική εκτίμηση των αριστοτελικών απόψεων. Ομως τα πολιτικά και ηθικά συγγράμματα του Σταγιρίτη είχαν μεταφρασθεί πολύ νωρίς στα λατινικά (1438, 1416) και στα γαλλικά (1489, 1797, 1803) και είχαν μελετηθεί από τους βασικότερους ευρωπαίους εκπροσώπους της πολιτικής φιλοσοφίας. Παρ’ όλη την οξεία κριτική του Montesquieu και του Rousseau («έπαιρνε το αποτέλεσμα για αιτία») στο θέμα της δουλείας, είχε δημιουργηθεί ένα ευνοϊκό κλίμα στις προσεγγίσεις του Αριστοτέλη, όπως εύγλωττα το εκφράζει με τις εκδόσεις και τα εκτενή Προλεγόμενα των Πολιτικών και των Ηθικών Νικομαχείων ο Κοραής.


Η ομοιότητα των ιστορικών συνθηκών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιταλία και η κοινή τους απαίτηση για την εθνική αποκατάσταση συνδέει την Ελληνική Νομαρχία με τις αναζητήσεις του «Risorgimento». Η αφετηρία αυτών των προσανατολισμών βρίσκεται στον συγγραφέα του Ηγεμόνα που ξανάρχεται στην επιφάνεια όχι ως δημιουργός του «μακιαβελισμού» και των «τυράννων ο διδάσκαλος», αλλά ως οραματιστής της εθνικής ενότητας και σύμβουλος των «δημοκρατικών» («republicains»).


Το πνεύμα του γαλλικού Διαφωτισμού εύκολα διαφαίνεται σε αρκετές θέσεις του Ανώνυμου που θυμίζουν απόψεις του Montesquieu και του Rousseau και είχαν γίνει locus communis στις επαναστατικές διακηρύξεις της γαλλικής αστικής τάξης και συνάμα είχαν κιόλας γνωστοποιηθεί στον ελληνικό χώρο με τα σχέδια Συντάγματος του Ρήγα, στον οποίο βέβαια αφιερώνεται η Ελληνική Νομαρχία. Μάλιστα αρκετά χρόνια πριν από τη δημοσίευσή της είχε αρχίσει η διαδικασία αφομοίωσης των ιδεών του γαλλικού Διαφωτισμού και είχαν οξυνθεί οι συζητήσεις για το έργο του Montesquieu και του Rousseau που θεωρήθηκε ο κύριος «φιλόσοφος της ελευθερίας», αν και κατείχε εκκεντρική θέση στην κίνηση των Διαφωτιστών.


Τελικά, σε ορισμένα σημεία, άσχετα με το αν υιοθετούνται πλήρως ή όχι, προσεγγίζονται θέσεις του ουτοπικού σοσιαλισμού, όπως αυτές προβλήθηκαν από τους συγχρόνους τού Rousseau Morelly και Mably ή από τον Babeuf και τις «εταιρείες» (ιδίως της «Carboneria») που συνέχισαν να αγωνίζονται, μέσα και έξω από τη Γαλλία, για την επικράτηση των κοινωνικών του ιδεών.


Οι επιφανειακά ετερόκλητες αυτές πηγές της σκέψης του Ανώνυμου επιτρέπουν την αποτύπωση του βασικού του στόχου: την αιτιολόγηση της εθνικής αποκατάστασης των Ελλήνων και την περιγραφή της ευνομούμενης πολιτείας που στη συνέχεια θα συντάξουν. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η σημασία της Ελληνικής Νομαρχίας: παρουσιάζει την αναντιστοιχία των προθέσεων όσων πολέμησαν για την ανεξαρτησία της Ελλάδος με τις συγκεκριμένες κατοπινές πραγματώσεις της κρατικής της εξουσίας. Ο Κοραής πρόλαβε να διαγνώσει αυτό το γεγονός: «Η ταλαίπωρος Ελλάς δεν ανεστήθη αληθώς, αλλά τάφον μόνον ήλλαξε, και επέρασεν από νεκροθαπτών Τούρκων χείρας εις χριστιανούς νεκροθάπτας» (1830). Η διακινδύνευση του διαφωτιστικού ρεύματος έφτανε στα όριά της.


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.