Επειδή «το γινάτι βγάζει μάτι», προτού βιαστούμε να κουνήσουμε το δάχτυλο πάνω από τους φοιτητές, ξεσκούφωτους ή όχι, ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε μερικά από τα χαρακτηριστικά αυτής της γενιάς. Δυστυχώς από την αρχή αυτής της περιπέτειας που κατέληξε στην καρικατούρα μεταρρύθμισης του πανεπιστημίου οι φοιτητές στοχοποιήθηκαν ως το κυριότερο πρόβλημα του ελληνικού πανεπιστημίου. Οι υποτιθέμενοι εμπνευστές της μεταρρύθμισης τους κατηγόρησαν ως «αιώνιους», «τεμπέληδες» και, παραβλέποντας ότι οι φοιτητικές παρατάξεις χρησιμοποιήθηκαν από όλα τα κόμματα με τον κυνικότερο τρόπο, ως το μακρύ τους χέρι στο πανεπιστήμιο, μετατράπηκαν σε προφανή αιτία διαφθοράς.


Από την άλλη μεριά, η ΠΟΣΔΕΠ, που φιλοδόξησε να μεταλλαχθεί από συνδικαλιστικό όργανο σε φωνή του πανεπιστημίου (και τα κατάφερε εξαιτίας της αδράνειας των συγκλήτων και των άλλων εκλεγμένων σωμάτων), έκανε το ανθρωπίνως δυνατόν για να χρησιμοποιήσει τους φοιτητές σαν ασπίδα των απεργιών και των κινητοποιήσεών της. Τελικά η υπόθεση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης συρρικνώθηκε στις ανάγκες του θεάματος. Στο γνωστό παιχνίδι «κλέφτες κι αστυνόμοι». Οπως στα κινηματογραφικά έργα που τελειώνουν με ένα θεαματικό κυνηγητό στους δρόμους. Αλλωστε τι θεαματικότερο από τις μολότοφ; Μόνο που αυτό το γνωρίζουν και οι κουκουλοφόροι, και δεν χρειάζονται πρόσθετες αναλύσεις για να διατυπωθεί το αξίωμα ότι η βία είναι μορφή επικοινωνίας που χρησιμοποιεί κάθε πλευρά για τις ανάγκες της.


Ποια είναι λοιπόν αυτή η γενιά; Ερίζουν γι’ αυτήν δύο ορισμοί. Ο ένας, αγωνιστικός, τη θέλει «γενιά του άρθρου 16», κατά το «γενιά του 114» της δεκαετίας του 1960. Χαρακτηρισμός δηλωτικός μάλλον της νοσταλγίας των επαναστατημένων παππούδων. Ο άλλος, απαισιόδοξος και αυτοειρωνικός, τη θέλει «γενιά των 700 ευρώ». Βρίσκω περισσότερο ενδιαφέροντα τον δεύτερο και ανατρέχοντας στο σχετικό blog (http://g700.blogspot.com:80/) διαπίστωσα ότι στέκεται σε μία από τις δύο επισημάνσεις από τις οποίες θα έπρεπε να αρχίσουμε μια συζήτηση που θέλει να είναι πολιτική και όχι ηθικοπλαστική.


Η πρώτη λοιπόν επισήμανση είναι ότι, ενώ ως τώρα κάθε γενιά έζησε καλύτερα από την προηγούμενη, δίνοντάς μας μια χειροπιαστή αίσθηση της προόδου, είναι η πρώτη φορά που η επόμενη γενιά δεν φτάνει καν το επίπεδο ζωής των γονιών της, ζει δηλαδή χειρότερα από αυτούς. «Γενιά των 700 ευρώ» σημαίνει ακριβώς αυτό: το ύψος της αμοιβής μετά από χρόνια σπουδών σε συνθήκες ανασφάλιστης και αβέβαιης εργασίας. Η δεύτερη επισήμανση είναι ότι ανάμεσα σε αυτή τη γενιά και στην προηγούμενή της υπάρχει για πρώτη φορά ένα τεχνολογικό χάσμα. Αν η νέα τεχνολογία δημιούργησε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον ηλεκτρονικό αλφαβητισμό και αναλφαβητισμό, η προηγούμενη γενιά (στην πλειονότητά της περιλαμβάνοντας και πανεπιστημιακούς καθηγητές) βρίσκεται από την ατεχνολόγητη μεριά του συνόρου. Γονείς και καθηγητές ζητούν τη συνδρομή των παιδιών ή των φοιτητών τους για να τα καταφέρουν με τη νέα τεχνολογία. Φανταζόμαστε τι κοκτέιλ αισθημάτων γεννά αυτό το μείγμα υστέρησης και περιφρόνησης; Γιατί η έκπληξη όταν αναφλέγεται;


Αν η βία είναι μορφή επικοινωνίας, τότε μπορεί να καταπολεμηθεί κυρίως στο επίπεδο της επικοινωνίας. Χτίζοντας μια κουλτούρα διαλόγου. Πρέπει όμως να αλλάξουμε τους όρους, δηλαδή το «παράδειγμα» της επικοινωνίας. Ο δημόσιος λόγος πρέπει να απεγκλωβιστεί από τα γνωστά στερεότυπα και να τολμήσει μορφές επικοινωνίας διαφορετικές. Μια βόλτα από τα κατειλημμένα πανεπιστημιακά κτίρια θα δείξει ότι υπάρχει μια δυναμική επικοινωνιακή διάσταση όλης αυτής της φασαρίας. Πρέπει να αφουγκραστούμε τους φοιτητές της δεύτερης γραμμής και των μετόπισθεν – όχι απλώς τους λαλίστατους εκπροσώπους της πρώτης γραμμής. Από την άλλη μεριά, χρειάζεται στο πανεπιστήμιο να δημιουργήσουμε αυτή την κουλτούρα διαλόγου. Οπως συμβαίνει και στα γήπεδα, όταν σπέρνεις κερκίδες θερίζεις χούλιγκαν. Ετσι και στα πανεπιστήμια, όταν σπέρνεις μαζικά αμφιθέατρα θερίζεις καταλήψεις. Αυτή δεν ήταν η πολιτική επέκτασης της ανώτατης παιδείας τα τελευταία 20 χρόνια;


Παρ’ όλα αυτά, σε όλη αυτή την κρίση, όσο και αν φανεί παράξενο, διατηρήθηκαν σεμινάρια σε εξωπανεπιστημιακούς χώρους, και μάλιστα με πείσμα να μη χαθεί ούτε μία εβδομάδα μαθήματος και διαβάσματος. Και δεν είναι «φυτά» αυτοί που συμμετέχουν αλλά φοιτητές και φοιτήτριες με κόκκινα μάτια από τα χημικά. Θα είναι δύσκολο, φαίνεται ενδεχομένως ουτοπικό, αλλά αυτός είναι ο δρόμος της ανάταξης του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου: μεταρρύθμιση κυρίως στη λειτουργία και στις νοοτροπίες. Παρά τους κακούς νόμους, και σε πείσμα τους, είναι πολλά όσα μπορούν να γίνουν. Η κυβέρνηση έδειξε ότι είναι ανίκανη να ακούσει και να σχεδιάσει μια εκπαιδευτική αλλαγή. Ας μην επιβαρύνουμε την ατμόσφαιρα αναδεικνύοντας τη βία πρώτο θέμα. Θα κερδίσουν αυτοί που επικαλούνται «νόμο και τάξη». Εκείνο που μας ενδιαφέρει να αναδείξουμε είναι οι δρόμοι εξόδου από την κρίση και οι τρόποι διαλόγου. Εκείνο που μας χρειάζεται είναι το ύφος και το ήθος του σεμιναριακού μαθήματος όπου όλοι ακούνε όλους. Αυτά είναι τα αντίδοτα της βίας.


Δεν είναι εύκολο ούτε απλό γιατί η ατμόσφαιρα είναι βαριά. Πώς λ.χ. θα αρνηθούν οι καθηγητές χαριστικές εξετάσεις όταν οι ίδιοι απεργούσαν με τον μισθό τους; Πώς θα πείσουν τους φοιτητές να πληρώσουν μόνο αυτοί το μάρμαρο; Χρειάζεται μια στρατηγική οικοδόμησης μέτρων εμπιστοσύνης για να βγει το πανεπιστήμιο από την κρίση. Προπαντός μια πολιτική αυτοσυγκράτησης και αμοιβαίας προσέγγισης. Τα πανεπιστήμια, όταν λειτουργούν δημοκρατικά και με σεβασμό στις προδιαγραφές τους, είναι εστίες κριτικής και αντίστασης. Δεν χρειάζεται εν ονόματι αυτών ακριβώς των αξιών να τα διαλύσουμε. Κόκκινο πανεπιστήμιο δεν είναι αυτό που καίγεται γιατί γρήγορα θα καταλήξει μαύρο.


Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.