Η σοσιαλδημοκρατία ήταν μια δύναμη αποτελεσματική: επέβαλε αλλαγές, θεσμικές, οικονομικές ή κοινωνικές, που άλλαξαν και εκσυγχρόνισαν όχι μόνο τον καπιταλισμό αλλά και τον ίδιο τον σοσιαλισμό. Σήμερα, σε σύγκριση με τη δεκαετία του ’60, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης έχουν απoλέσει ικανό ποσοστό της εκλογικής ισχύος τους. Εχουν εισέλθει σε πορεία βραδείας ολίσθησης, καθώς κάθε επόμενη δεκαετία εμφανίζεται εκλογικά λιγότερο αποδοτική από την προηγούμενη. Ενα φαινόμενο που δεν άφησε ανεπηρέαστη και την Ελλάδα, κυρίως δε το ΠαΣοΚ, το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο με την πρόκληση να συγκροτήσει ένα νέο όραμα που θα περιέχει όχι την αρνητική αλλά τη θετική προοπτική. Δηλαδή να απαντήσει στο μείζον ερώτημα τι είναι και πώς μπορεί να ασκηθεί μια ουσιαστικά προοδευτική και ταυτόχρονα υπεύθυνη διακυβέρνηση, πώς θα επιδιωχθεί και από ποιους θα υλοποιηθεί.


Η ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας δείχνει ότι η Κεντροαριστερά δεν μπορεί να αποτελέσει ισχυρή εκλογική δύναμη αν απολέσει τον κοινωνικό χαρακτήρα της. Μπορεί, λοιπόν, να επανιδρυθεί η σοσιαλδημοκρατία; Μπορεί η τρέχουσα κρίση του σοσιαλισμού να αποβεί καθαρτήρια για το μέλλον του;


Τα κόμματα δεν ζουν αιωνίως, αλλά μπορούν να ζήσουν πολλές ζωές. Πολλές ζωές έζησε και η σοσιαλδημοκρατία. Πρώτη φορά όταν δημιούργησε τους θεσμικούς χώρους υποδοχής για τα καινούργια στρώματα που δημιούργησε η βιομηχανική επανάσταση στην Ευρώπη, δηλαδή εργατικό συνδικαλισμό και κοινωνική νομοθεσία. Δεύτερη φορά όταν δημιούργησε, όπου ήταν κυβέρνηση, ή πίεσε, όπου δεν ήταν, το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα οικονομική ανάπτυξη και δημοκρατία. Τέλος, επέζησε του εαυτού της την περίοδο που οι ευρωπαϊκές οικονομίες εγκατέλειψαν τον κεϋνσιανισμό και πέρασαν στη φάση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Μερικά σοσιαλιστικά κόμματα υιοθέτησαν, χωρίς ενδοιασμούς, το νέο παράδειγμα οικονομικής πολιτικής. Αλλα ενσωματώθηκαν σε συνασπισμούς που επεδίωξαν, με διαφορετική επιτυχία σε κάθε περίπτωση, κάποια μορφή προοδευτικής διακυβέρνησης.


Ποια σχέση όμως έχουν οι μεταμορφώσεις της σοσιαλδημοκρατίας με την πορεία του ΠαΣοΚ; Αν παραλείψουμε τις μεγάλες δομικές διαφορές, και το ΠαΣοΚ έζησε δύο ζωές, την πρώτη με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τη δεύτερη με τον Κώστα Σημίτη. Δύσκολο φαίνεται όμως ότι θα ζήσει μια τρίτη ζωή. Φταίει το πρόγραμμά του, ή μήπως η διαδοχή που φέρει το στίγμα της κληρονομικότητας, το έλλειμμα δημοκρατικής παράδοσης και η ανικανότητα ανανέωσης, η ποιότητα της ηγεσίας, η καλλιέργεια στελεχικού δυναμικού εντός κομματικού θερμοκηπίου, το γεγονός ότι έχει μετατραπεί σε μουσείο παλαιοντόσαυρων; Αναμφίβολα ναι, όλα αυτά. Αλλά όχι μόνο.


Το πρόγραμμα για τα κόμματα είναι σημαντικό, αλλά δεν φτάνει για να τους δώσει ζωή. Μερικά από τα καλύτερα προγράμματα έχουν υποστηριχθεί κατά καιρούς από μειοψηφικά κόμματα. Εκείνο που χρειάζονται τα κόμματα είναι να επηρεάσουν το φαντασιακό αυτών που απευθύνονται, να προκαλέσουν ταυτίσεις. Δεν θα ισχυριζόταν κανείς ότι η σοσιαλδημοκρατία ή ο εκσυγχρονισμός προκαλούσαν ρίγη συγκίνησης, αλλά διέθεταν ένα όραμα κοινωνίας με το οποίο κάποιοι και κάποιες, ικανοί να χαρίσουν πλειοψηφία, μπορούσαν, για κάποιο χρονικό διάστημα, να ταυτιστούν. Τι διαθέτει το ΠαΣοΚ σήμερα; Ποιο όραμα και με ποια αξιοπιστία ότι το όραμα αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει οδοδείκτη πολιτικής;


Αν όμως το ΠαΣοΚ ξεφτίζει προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι γιατί ο τελευταίος διαθέτει επεξεργασμένο και αξιόπιστο πρόγραμμα. Και ο χώρος αυτός για να επιβιώσει επέλεξε μια νέα ζωή, αρκετά διαφορετική από την προηγούμενη, μιας μετριοπαθούς και φιλελεύθερης Αριστεράς. Το κινηματικό στυλ και ο λόγος της αντιπαγκοσμιοποίησης που υιοθέτησε δεν είναι συγκυριακός. Τα πολύμορφα antiglobal κινήματα αποτελούν εδώ και πάνω από μία δεκαετία τον νέο πόλο στην Αριστερά, καθώς το κομμουνιστικό κίνημα στις περισσότερες χώρες του κόσμου εξεμέτρησε το ζην. Διαθέτουν ένα «κινηματικό» φαντασιακό που δηλώνει αντίθεση συνολικά με την παγκόσμια τάξη πραγμάτων και το πολιτικό σύστημα που τη διαχειρίζεται τοπικά. Εκφράζουν την αποξένωση από την πορεία των πολιτικών πραγμάτων που αισθάνονται ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές. Επιγραμματικά, δεν ξέρουν τι θέλουν, αλλά ξέρουν τι δεν θέλουν.


Είτε συμμαχία είτε ανταγωνισμό επιδιώξει το ΠαΣοΚ με το φαντασιακό αυτό, είναι χαμένο από χέρι, στον βαθμό που δεν μπορεί να συγκροτήσει ένα όραμα που να περιέχει όχι την αρνητική αλλά τη θετική στιγμή. Δηλαδή το τι είναι και τι μπορεί να είναι μια ουσιαστικά προοδευτική και ταυτόχρονα υπεύθυνη διακυβέρνηση, πώς θα επιδιωχθεί και με ποιους. Ενα όραμα που υπερβαίνει τον συγκυριακά αντιπολιτευτικό χαρακτήρα και μπορεί να δώσει έκφραση στις προσδοκίες των πολιτών. Αν δεν συγκροτήσουν οι σοσιαλιστές και ο αριστερός-προοδευτικός χώρος γενικότερα ένα καινούργιο όραμα ικανό να επηρεάσει το φαντασιακό της κοινωνίας, τότε δεν τίθεται σε κίνδυνο μόνο ο σοσιαλιστικός χώρος, αλλά συνολικά η πορεία της χώρας.


Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.