Τίποτε δεν δείχνει καλύτερα την εθελοτυφλία της ελληνικής κοινωνίας απέναντι σε αυτό που εξακολουθεί και σήμερα να ονομάζεται αθλητισμός από την έκπληξή της για το γεγονός ότι η εθνική ομάδα άρσης βαρών βρέθηκε ντοπαρισμένη. Διότι εκείνο που θα έπρεπε να μας εκπλήσσει στην υπόθεση αυτή δεν είναι ότι οι αθλητές αποδείχτηκε ότι έκαναν χρήση απαγορευμένων ουσιών αλλά ότι η ελληνική κοινωνία εξεπλάγη από αυτή την «ανακάλυψη».


Εθελοτυφλία που, στο επίπεδο της πολιτικής και της αθλητικής μας ηγεσίας, καταντά υποκρισία. Ποιος δεν θυμάται τις δεκάρικες κορώνες του πρωθυπουργού, το 1997, Κ. Σημίτη που διακήρυττε: «Με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 η Ελλάδα θα αναδείξει πλευρές της Ολυμπιακής Ιδέας που έχουν ξεχαστεί: την άμιλλα απέναντι στην εμπορευματοποίηση»· ή του υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Ε. Βενιζέλου που τόνιζε (2002): «Στόχος μας είναι να προβάλουμε την αυθεντικότητα των Αγώνων: την αναγωγή στις ιστορικές αφετηρίες του Ολυμπισμού»· ή του υφυπουργού Αθλητισμού Γ. Λιάνη που διαβεβαίωνε (2002): «Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που μπορεί να ξαναδώσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες το πραγματικό τους νόημα και να τους αποκαθάρει σαν σύγχρονη κολυμβήθρα του Σιλωάμ από την εμπορευματοποίηση»· ή του κυβερνητικού εκπροσώπου της Ν.Δ. Θ. Ρουσόπουλου που υπογράμμιζε (2004): «Σκοπός μας είναι να επανασυνδέσουμε τους Αγώνες με τις κλασικές οικουμενικές αξίες της ευγενούς άμιλλας και του Ολυμπισμού»· ή τη γιγαντοαφίσα του «Αθήνα 2004» που είχε κατακλύσει την Αττική (και τηλεοπτικώς την υφήλιο) με το σύνθημα: «In the true spirit of the Games» («Με το αληθινό πνεύμα των Αγώνων»);


Οι άνθρωποι που έλεγαν αυτές τις ανοησίες όχι μόνο γνώριζαν ότι έλεγαν ανοησίες αλλά και τις έλεγαν χωρίς κανείς να τους υποχρεώνει να τις πουν (απλώς αυτό υπαγόρευε η φύση του πολιτικού τους λόγου): κανείς δεν επρόκειτο να τους κατηγορήσει ότι δεν ήταν ικανοί να ανατρέψουν την εμπορευματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων, αφού ακόμη και τα μικρά παιδιά γνώριζαν ότι κάτι τέτοιο ήταν πλέον αδύνατον. Γι’ αυτό και οι επί του τρέχοντος «σκανδάλου» δηλώσεις (7-4-2008) του νυν υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Μ. Λιάπη προκαλούν θυμηδία ακόμη μεγαλύτερη: «Θα αγωνιστούμε», διακηρύσσει παλλόμενος από εθνική συγκίνηση, «ώστε να γίνει η Ελλάδα κιβωτός σωτηρίας των Ολυμπιακών Αγώνων».



Ελλάδα με το εμπορευματικό (διαφημιστικό) Γκουαντανάμο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας έγινε η ταφόπλακα στον ενταφιασμό των Ολυμπιακών Αξιών, ο οποίος είχε αρχίσει το 1996 με την πλήρη παράδοση των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα στις μεγάλες εμπορικές εταιρείες (βλ. τους όρους των συμβολαίων που υπογράφει έκτοτε με αυτές η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή). Ετσι σήμερα οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν είναι πλέον πραγματικοί Ολυμπιακοί Αγώνες. Είναι ένα πολυεθνικό Φεστιβάλ Διαφημιζομένων Εταιρειών που εμφανίζονται με την απατηλή προσωνυμία των «Χορηγών», μια Διεθνής Εμποροπανήγυρη από την οποία το ολυμπιακό πνεύμα είναι φυσικό να απουσιάζει. Με τη μετάλλαξη των αθλητών σε διαφημιστές εμπορικών προϊόντων και με την πλήρη και επίσημη παράδοση του αθλητισμού στις επιδιώξεις του εμπορικού κυκλώματος, αθλητισμός και χρηματικό κέρδος πλέον ταυτίζονται. «Το όραμά μας είναι κοινό με το όραμα των αθλητών», μας γνωστοποιούσε το 2004 με τεράστια και πολλαπλώς και συνεχώς προσβαλλόμενη διαφήμισή της η «χορηγός» Jet Oil.


Από τη στιγμή λοιπόν που οι ολυμπιακές αξίες έχουν εκπνεύσει το να εκπλήσσεται κανείς από την ευρεία έκταση του ντοπαρίσματος και να καταδικάζει την πρακτική ως βεβήλωση του αθλητικού πνεύματος αποτελεί υποκρισία: ένα ηθικό φύλλο συκής που μάταια πασχίζει να κρύψει την πραγματική βεβήλωση της ολυμπιακής ιδέας από την εμπορευματοποίηση του αθλητισμού· όπως ηθικό φύλλο συκής αποτελεί και η απαγόρευση της χρήσης αναβολικών ουσιών από τους αθλητές, η οποία σήμερα δεν έχει πλέον νόημα. Αφού, χάρη στη διαφημιστική εμβέλεια της τηλεόρασης – του ψυχαγωγικού της τομέα – οι αθλητές έχουν μπει στο εμπορικό κύκλωμα, είναι φυσικό να θέλουν να μεγιστοποιήσουν την αγοραστικότητά τους. Αλλωστε, ως στελέχη αυτού που θα πρέπει πλέον να ονομάζεται όχι αθλητικοί αγώνες αλλά «Αθλητικό Θέαμα» θα πρέπει να χαίρουν των ίδιων δικαιωμάτων με εκείνα των άλλων παραγόντων τού (τηλεοπτικού κυρίως) θεάματος. Διανοήθηκε ποτέ κανείς να κάνει έλεγχο ντόπινγκ στους παλαιστές του κατς, στους ακροβάτες των τσίρκων ή στους χορευτές του «So you think you can dance»;


Αυτό που, τελικά, θα πρέπει να μας εκπλήττει είναι η στέρηση από τους αθλητές του δικαιώματος να αυξήσουν με όποιον τρόπο κρίνουν αποδοτικότερο τις μυϊκές τους δυνάμεις και, συνεπώς, τα οικονομικά οφέλη που αυτές μπορούν να τους προσφέρουν. Διότι η απαγόρευση αυτή αποτελεί βεβήλωση της ιδέας της απόλυτης ελευθερίας του εμπορικού ανταγωνισμού, η οποία αποτελεί το ευγενέστερο όραμα της μεταμοντέρνας κοινωνίας μας.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.