Ενα από τα κύρια χαρακτηριστικά της λογοτεχνικής κριτικής του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα ήταν η απομάκρυνση από τον βιογραφισμό: η αγνόηση, κατά την κριτική ενός λογοτεχνικού έργου, των βιογραφικών στοιχείων του συγγραφέα του, που εθεωρούντο χρήσιμα και, συχνά, καθοριστικά για την κριτική προσέγγιση, και η ανάδειξη της (υποτιθέμενης) αυτοδυναμίας του κειμένου. Η απομάκρυνση αυτή ήταν μια πράξη ανανεωτική για την κριτική, αντίβαρο στις υπερβολές και τις αστοχίες της βιογραφικής προσέγγισης. Ομως ήταν τόσο καθολική, ώστε να φτάνει σε υπερβολές ανάλογες με εκείνες που ήθελε να θεραπεύσει· έτσι, ακόμη και η δηλούμενη άποψη ενός συγγραφέα για το νόημα ενός κειμένου του έφτασε να θεωρείται αδιάφορη και λιγότερο έγκυρη από «το νόημα του ίδιου του κειμένου», που (καθώς το λογοτεχνικό κείμενο δεν δηλώνει αλλά υποδηλώνει το νόημά του) δεν είναι άλλο από το νόημα που βρίσκει σ’ αυτό ο αναγνώστης του. Με άλλα λόγια, την ίδια στιγμή που η βιογραφία εκδιωκόταν επισήμως από την πόρτα, ξαναέμπαινε ανεπιγνώστως από το παράθυρο.


Είναι φανερό ότι η λογοτεχνική κριτική δεν μπορεί να απαλλαγεί από τη βιογραφία. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, αφού η βιογραφία, η εξιστόρηση της ανθρώπινης ζωής, είναι η βάση της λογοτεχνίας, εκείνο που τρέφει το λογοτεχνικό έργο; – μια βάση κριτικά μετακινούμενη, όπως έδειξαν, εναργέστερα απ’ ό,τι προηγουμένως, οι τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Διότι τι άλλο ήταν στην πραγματικότητα «η γέννηση του αναγνώστη», την οποία χαιρέτιζε ο Μπαρτ τη στιγμή που πίστευε ότι είχε διατυπώσει τον «θάνατο του Συγγραφέα» (1968) και κωδικοποιούσε ο Εκο με το Ανοιχτό έργο του (1962), παρά η σημασιοδότηση (που σε ορισμένες λογοτεχνικές θεωρίες θα ήταν ολοκληρωτική) του λογοτεχνικού κειμένου από τον αναγνώστη, δηλαδή η επιβολή στο πεδίο του λογοτεχνικού έργου (μικρότερη ή μεγαλύτερη) της βιογραφίας του αναγνώστη επί της βιογραφίας του συγγραφέα;


Αυτά θα μπορούσε να συλλογιστεί κανείς διαβάζοντας τα γράμματα του Οδυσσέα Ελύτη στον Ε. Teriade (Στρατή Ελευθεριάδη)· δώδεκα επιστολές, οι περισσότερες πολυσέλιδες, γραμμένες από το 1948 ως το 1973, που εκδόθηκαν πρόσφατα από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λέσβου με φιλολογική επιμέλεια του Δημήτρη Νικορέτζου. Καθώς ο Ελύτης δεν αυτοβιογραφήθηκε παρά μόνο ποιητικά (μέσα από τους στίχους του και τα λυρικά του δοκίμια· το «Χρονικό μιας δεκαετίας» είναι, όπως δηλώνει ο τίτλος του, χρονικό), η δημοσίευση κειμένων του που μιλούν για την πεζή του καθημερινότητα είναι πολύ ενδιαφέρουσα και ένα από τα βασικά στοιχεία για τη σύνθεση μιας βιογραφίας του, που ελπίζει κανείς ότι δεν θ’ αργήσει να γραφεί. Τίποτε δεν είναι εξ ορισμού ανώφελο για την κριτική ενός λογοτεχνικού έργου (και βέβαια ούτε και μια βιογραφία του συγγραφέα του), αρκεί να ξέρει κανείς πώς να το χρησιμοποιεί.


Τα στοιχεία του ιδιωτικού βίου του ποιητή, που παρουσιάζει το βιβλίο, είναι ο ένας πόλος του ενδιαφέροντός του. Ο δεύτερος πόλος είναι η ανάδυση των σχέσεων του Ελύτη με τον περίφημο εκδότη περιοδικών και βιβλίων τέχνης, που δέσποσε με τη δραστηριότητά του στην εικαστική ζωή της Γαλλίας κατά τις δεκαετίες 1930-1960. Γνωρίζαμε ότι ο Teriade είχε φέρει σε προσωπική επαφή τον Ελύτη, κατά την παρισινή διαμoνή του (1948-1950), με κορυφαίες μορφές της ζωγραφικής και ποιητικής πρωτοπορίας (Πικάσσο, Ματίς, Σαγκάλ, Μπρετόν, Ρεβερντύ κ.ά.)· όμως αγνοούσαμε τα καθέκαστα των σχέσεων του Ελύτη με τον Teriade, τα οποία μας παρέχουν όχι μόνο οι επιστολές αλλά και ο πλούσιος (ενίοτε πλουσιότερος απ’ ό,τι χρειαζόταν) σχολιασμός τους από τον Δημήτρη Νικορέτζο, ο οποίος μας δίνει και μιαν εμπεριστατωμένη εικόνα της προσωπικότητας και του έργου του Teriade.


Αλλά για να έρθουμε στον έτερο πόλο ενδιαφέροντος: Για πρώτη φορά διαβάζουμε από πρώτο χέρι, γραμμένες από τον Ελύτη, περιγραφές της ιδιωτικής του πραγματικότητας, που μας βοηθούν να εκτιμήσουμε ακριβέστερα τον βίο του· έναν βίο ποιητικό, με την πλέον ουσιώδη σημασία της λέξης· εκείνη της πλήρους αφοσίωσης στο έργο του, που του επέβαλλε μια ζωή υλικών στερήσεων. Πόσοι γνωρίζουν πριν από την ανάγνωση αυτών των επιστολών ότι ο Ελύτης, για λόγους οικονομικούς (είχε μόνο ένα μικρό μέρισμα από την όχι αδιακύμαντη οικογενειακή επιχείρηση), ζούσε ως την ηλικία των σαράντα έξι ετών με την οικογένειά του; Πιο γνωστό είναι το δυαράκι των πενήντα δύο τετραγωνικών της όψιμης ηλικίας του, όχι όμως και η οικονομική δυσπραγία του ως τη βράβευσή του με το Νόμπελ. Παρά τα διαθρυλούμενα περί του αντιθέτου («γόνος πλουσίων βιομηχάνων»), ο Ελύτης ήταν φτωχός και ασκητικός («μοναχός των θαλερών πραγμάτων», όπως αυτοπροσδιορίζεται σε ένα του ποίημα). «Χρήματα δεν έχω», γράφει στον Teriade το 1964, «εκτός από τα απολύτως απαραίτητα. Μόνο φτάνουν ίσα ίσα για να πληρώνω το νοίκι μου και να τρώω».


Εκδεδομένες σε πολυτελή έκδοση από εκτός εμπορίου φορέα, οι επιστολές αυτές δεν κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία. Ας ελπίσουμε ότι θα ξανατυπωθούν, μαζί με τον υπομνηματισμό τους από τον Νικορέτζο, σε λιτότερη, εμπορική έκδοση, ώστε να γίνουν προσιτές στο αναγνωστικό κοινό.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.