Και άλλες φορές στο παρελθόν έχω ασχοληθεί με προβλήματα που άπτονται της ανώτατης εκπαίδευσης και μάλιστα σε περιόδους όπου αυτά ήταν… εν υπνώσει. Η παρατεταμένη αναστάτωση που παρατηρείται τελευταία στα εκπαιδευτικά πράγματα του τόπου μού δίνει αφορμή να ξαναγυρίσω στο θέμα υποστηρίζοντας κάτι, κατά την άποψή μου, αυτονόητο: ματαίως γίνονται συσκέψεις επί συσκέψεων για την αναμόρφωση της παιδείας, άσκοπα γίνεται τόση συζήτηση και φασαρία. Δεν πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, να υπάρξει κανένα αποτέλεσμα. Η απαισιοδοξία μου αυτή πηγάζει από το γεγονός ότι τα κόμματα του ελληνικού Κοινοβουλίου δεν είναι διατεθειμένα να θυσιάσουν το κομματικό τους συμφέρον προκειμένου να χαράξουν από κοινού μια εκπαιδευτική πολιτική. Επομένως όσα σχετικά νομοσχέδια και αν περάσει η σημερινή κυβέρνηση από τη Βουλή, η παιδεία του τόπου δεν πρόκειται να πάει μπροστά. Είναι βέβαιο ότι μόλις η νυν αξιωματική αντιπολίτευση έλθει στην εξουσία, τα νομοθετήματα αυτά θα καταργηθούν. Αυτό συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν, όταν επανειλημμένα γίναμε μάρτυρες και ενός άλλου απαράδεκτου φαινομένου. Πρόσφατες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις να καταργούνται όχι μετά από κυβερνητική αλλαγή αλλά μετά από απλή αλλαγή υπουργού της ίδιας κυβέρνησης! Για να προσδοκούμε όμως καρπούς από μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση θα πρέπει αυτή να έχει μια εύλογη διάρκεια, τουλάχιστον 15 χρόνων. Επομένως όσο τα κόμματα, και κυρίως αυτά που εναλλάσσονται στην εξουσία, δεν συναινούν στην εφαρμογή μιας κοινής πολιτικής για την παιδεία, η εκπαίδευση στον τόπο θα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Και πολύ αμφιβάλλω αν με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων – αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο συμφωνούν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα – θα έχουμε μια ώθηση για βελτίωση της παιδείας.


Οσο θυμάμαι από την υπέρ τριακονταετή θητεία μου στην ανώτατη εκπαίδευση, τα μέτρα που πάρθηκαν ως σήμερα από τις εκάστοτε ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας για την αναμόρφωσή της, με λίγες εξαιρέσεις, ήταν αποσπασματικά και, όχι σπανίως, άστοχα. (Αν αμέσως μετά τη μεταπολίτευση η τότε, ισχυρή πολιτικά, κυβέρνηση είχε υιοθετήσει τις προτάσεις για την ανώτατη παιδεία της επιτροπής Λούρου που η ίδια είχε συστήσει, τα ελληνικά ΑΕΙ θα έβλεπαν σήμερα καλύτερες μέρες.) Φαίνεται όμως ότι οι σύμβουλοι που κάθε φορά πλαισιώνουν τις πολιτικές ηγεσίες δεν είναι πάντοτε οι καταλληλότεροι. Κομματικές σχέσεις, προσωπικές φιλίες, τυχαίες γνωριμίες, παίζουν σημαντικό ρόλο στην επιλογή τους. Και όμως σύμφωνα με την κοινή λογική η αξία ενός εξειδικευμένου συμβούλου δεν εξαρτάται από τις τυχόν σχέσεις του με πολιτικά, οικονομικά κ.ά. κέντρα αλλά από την απήχηση που έχει το επιστημονικό – ερευνητικό του έργο στους ομολόγους του σε διεθνές επίπεδο. Και αυτό εύκολα είναι δυνατόν να διαπιστωθεί από τις κομματικές ηγεσίες, αν φυσικά θέλουν. Στη χώρα μας ωστόσο η αξιοκρατία καθημερινά κακοποιείται και έχει πέσει σε ανυποληψία. Συνεχώς περιορίζεται – ευτυχώς ως λέξη υπάρχει ακόμη στα λεξικά -, με αποτέλεσμα οι κομματάρχες και… κουμπάροι να βρίσκουν λαμπρό πεδίο δράσης. Η σοβαρότερη προσπάθεια αποκατάστασης της υπόληψής της έγινε με το νόμο Πεπονή, από τον οποίο προέκυψε το ΑΣΕΠ. Πρόκειται για θεσμό που από την πρώτη εμφάνισή του ως σήμερα βάλλεται ή υποσκάπτεται διαρκώς και ποικιλοτρόπως.


Την αξιοκρατία το κάθε υπουργείο, και πολύ περισσότερο αυτό της Παιδείας, θα έπρεπε να την υπερασπίζεται σθεναρά. Μόνο έτσι τα πράγματα θα έμπαιναν σε πιο σωστές βάσεις και ο υπουργός θα είχε το ηθικό έρεισμα να προχωρήσει και στην αξιολόγηση των ΑΕΙ, μέτρο πράγματι αναγκαίο. Βέβαια σε ένα κρατικό πανεπιστήμιο θα έπρεπε να αξιολογείται και ο… ιδιοκτήτης του, που εκτός των άλλων καθορίζει τον αριθμό θέσεων σε διδακτικό κ.ά. προσωπικό, όπως και τον αριθμό των φοιτητών. Γιατί αν π.χ. ένα ΑΕΙ ή ΤΕΙ δεν διαθέτει, λόγω υποχρηματοδότησης, βιβλιοθήκες ή εργαστήρια, του λείπουν διδάσκοντες σε βασικά πεδία γνώσης και έχει αριθμό φοιτητών άνω των δυνατοτήτων του, επακόλουθο είναι να τύχει χαμηλής αξιολόγησης. Αν πρώτος στη λίστα αξιολόγησης κάθε πανεπιστημίου έμπαινε και ο εκάστοτε υπουργός Παιδείας δύσκολα θα υπήρχαν πανεπιστημιακοί που θα αρνούνταν την αξιολόγηση. Τρεις, κατά την άποψή μου, είναι οι τομείς στους οποίους θα πρέπει να εστιάζονται τα κριτήρια αξιολόγησης των πανεπιστημιακών. Στο αν αυτοί κάνουν τα μαθήματά τους, μετέχουν στα πανεπιστημιακά όργανα και συνεργάζονται με τους φοιτητές, στην ποιότητα των μεταπτυχιακών και διδακτορικών που έχουν παρακολουθήσει και, τέλος, στην απήχηση που έχει το ερευνητικό τους έργο στην εγχώρια και κυρίως στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Αν τα παραπάνω κριτήρια δεν αποτελέσουν τον βασικό πυρήνα του συστήματος αξιολόγησης, τότε θα πρόκειται για παρωδία. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν το ίδιο το υπουργείο Παιδείας δεν έχει και πολύ καλές σχέσεις με την αξιολόγηση και την αξιοκρατία. Ετσι για παράδειγμα η διορισμένη από το υπουργείο Διοικούσα Επιτροπή του Ανοικτού Πανεπιστημίου επέλεξε ως συντονιστή της θεματικής ενότητας «Αρχαίο Θέατρο», μεταξύ υποψηφίων διαφόρων βαθμίδων, όχι καθηγητή αλλά λέκτορα.


Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.