Σ ύμφωνα με τον συμβατικό ορισμό της φτώχειας (ποσοστό ατόμων με εισόδημα κάτω από το 60% ενός μέσου εθνικού εισοδήματος), μόνο η Λετονία βρίσκεται σε χειρότερη θέση από την Ελλάδα στην ΕΕ των 27 χωρών-μελών. Το 21% των Ελλήνων θεωρούνται «φτωχοί», ενώ η κατάσταση έχει οριακά χειροτερεύσει έπειτα από μια μικρή βελτίωση η οποία παρατηρήθηκε από το 2000 ως το 2005.
Το ποσοστό αυτό της φτώχειας βελτιώνεται αν λάβουμε υπόψη το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης και αυτοκατανάλωσης που υπάρχει στην Ελλάδα, αλλά και πάλι η σχετική μας θέση στην ΕΕ λίγο αλλάζει. Αυτό οφείλεται κυρίως στην ύπαρξη πολλών χαμηλοσυνταξιούχων στην Ελλάδα, ιδιαίτερα του ΟΓΑ (κληρονομιά του πολύ μεγάλου αγροτικού τομέα που είχε κάποτε η Ελλάδα). Οι συνταξιούχοι του ΟΓΑ λαμβάνουν χαμηλές, προνοιακές κυρίως συντάξεις, που δύσκολα μπορούν να ξεπεράσουν το όριο του 60% του μέσου εισοδήματος, όσα μικροποσά από διάφορες πηγές και αν προσθέσουμε. Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι τα παραπάνω στοιχεία αφορούν τη σχετική φτώχεια και όχι το απόλυτο επίπεδο διαβίωσης, το οποίο έχει βελτιωθεί με τη συνεχή οικονομική ανάπτυξη της τελευταίας δεκαπενταετίας και τη βελτιωμένη κατά περιόδους κοινωνική πολιτική. Μάλιστα, ανάλυση των δύο τελευταίων Ερευνών Οικογενειακών Προϋπολογισμών δείχνει βελτίωση της απόλυτης αλλά και της σχετικής φτώχειας ανάμεσα στο 1999/2000 και στο 2004/2005.
Δυστυχώς όμως μάλλον βαδίζουμε από το κακό στο χειρότερο καθώς αναμένεται χειροτέρευση της σχετικής φτώχειας λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας. Αυτή οφείλεται κυρίως στη διεθνή κρίση αλλά και στη χαμηλή και φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Ετσι προσεχώς οι παρακάτω παράγοντες αναμένεται να χειροτερεύσουν την κατάσταση των φτωχών:
1) Η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί φρενάροντας τη γενική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου αλλά και τις δυνατότητες για άσκηση κοινωνικής πολιτικής.
2) Ο πληθωρισμός έχει ήδη φτάσει σε επίπεδα της προ ΟΝΕ εποχής και αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο ως αποτέλεσμα της αύξησης των διεθνών τιμών πετρελαίου και τροφίμων αλλά και των ελλειμματικών δομών των αγορών στο εσωτερικό. Οι υψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού μειώνουν την αγοραστική δύναμη ιδιαίτερα των σταθερών εισοδημάτων, όπως οι μισθοί και οι συντάξεις. Επιπλέον οι οικονομικά ευπαθείς ομάδες που ξοδεύουν μεγάλο τμήμα του εισοδήματός τους για τρόφιμα και πετρέλαιο θέρμανσης θα επηρεαστούν από τις μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων (ξεπέρασαν το 6% τους τελευταίους 12 μήνες) και τις πολύ υψηλότερες του πετρελαίου θέρμανσης.
3) Ο υψηλός πληθωρισμός και η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση έχουν ήδη οδηγήσει σε αυξήσεις των επιτοκίων, ενώ και μεσοπρόθεσμα φαίνεται ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα. Τα υψηλά επιτόκια σε συνδυασμό με τον υπερδανεισμό
των ελληνικών νοικοκυριών σε καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια οδηγούν στη δέσμευση ολοένα και μεγαλύτερου ποσοστού του εισοδήματος για εξυπηρέτηση του δανεισμού. Αυτό σημαίνει μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα. Μπορεί τα νοικοκυριά τα οποία σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές κατατάσσονται ως φτωχά να μην είναι υπερχρεωμένα (επειδή δεν είχαν την «πολυτέλεια» να το κάνουν) αλλά πολλά νοικοκυριά στο όριο της φτώχειας νιώθουν ήδη την αναπνοή της.
Τα πράγματα, δηλαδή, δεν είναι ευοίωνα και θα μπορούσαν να ήταν χειρότερα αν δεν ήμασταν στην ΟΝΕ. Δεν είναι ίσως προσφιλές να υπερασπιστείς την ΟΝΕ μέσα σε μια τέτοια συγκυρία αλλά η αλήθεια είναι πως οι επιπτώσεις της διεθνούς κρίσης σε μια Ελλάδα εκτός ΟΝΕ θα ήταν πολύ χειρότερες, με διαρκείς υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος, ακόμη υψηλότερο πληθωρισμό και πιθανόν χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη. Τι μπορεί να γίνει για να προληφθούν πιο ακραίες μορφές φτώχειας και να μετριαστούν (αν όχι αποφευχθούν) οι επιπτώσεις της: μεταρρυθμίσεις (που τις ακούμε αλλά δεν τις βλέπουμε και σε κάθε περίπτωση χρειάζονται χρόνο για να επιδράσουν) και εισοδηματικές μεταβιβάσεις. Οι πρώτες πρέπει να εξουδετερώσουν τις απώλειες ανταγωνιστικότητας, εφόσον οι τιμές στην Ελλάδα αυξάνονται πιο γρήγορα αλλά δεν αντισταθμίζονται από υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος. Οι δεύτερες είναι άμεσης προτεραιότητας βραχυχρόνια αλλά και απαραίτητες μακροχρόνια για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, σε συνδυασμό με μέτρα ενθάρρυνσης συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Υπάρχει βέβαια στην Ελλάδα ένα πρόβλημα ταυτοποίησης των πλέον ευπαθών ατόμων εφόσον τα προσωπικά εισοδηματικά στοιχεία είναι ατελή, αλλά σίγουρα υπάρχουν ομάδες αποδεδειγμένα φτωχές και θα αποτελέσουν την πρόκληση για τους κυβερνώντες προσεχώς.
Ο κ. Γιώργος Π. Ζανιάς είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.