Το κεντρικό σημείο του καινούργιου νόμου για τα πανεπιστήμια συνίσταται στην εισαγωγή του τετραετούς ακαδημαϊκού προγραμματισμού. Η χρηματοδότηση δηλαδή των ΑΕΙ από το κράτος θα γίνεται στη βάση συμφωνημένων στόχων και αμοιβαίων δεσμεύσεων. Η καινούργια αυτή ρύθμιση θέτει βέβαια έναν αναπτυξιακό προσανατολισμό στα πανεπιστήμια, ο οποίος απουσιάζει σήμερα, και εν δυνάμει ενισχύει την αυτονομία τους. Ωστόσο, για να λειτουργήσει ο προγραμματισμός χρειάζεται τα πανεπιστήμια να αποκτήσουν διαπραγματευτική δύναμη, γιατί χωρίς αυτήν η αυτονομία αναιρείται. Η αποδοχή κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής (28/2) της πρότασης των «Πρωτοβουλιών των Πανεπιστημιακών» να συμπεριληφθεί ο αριθμός των εισακτέων στο τετραετή προγραμματισμό μπορεί να αποδειχθεί ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια των πανεπιστημίων, αν το χρησιμοποιήσουν με τόλμη και με επιδεξιότητα.


Για να λειτουργήσει ο τετραετής αναπτυξιακός προγραμματισμός χρειάζονται ορισμένες κρίσιμες προϋποθέσεις:


1. Απαιτούνται διαδικασίες διαπραγμάτευσης και ανεξάρτητη αρχή διαιτησίας μεταξύ κράτους και πανεπιστημίων. Γιατί, ποιος θα κρίνει αν υπάρξει διαφωνία ανάμεσα στο υπουργείο και στα πανεπιστήμια; Ποιος θα εισηγηθεί αμοιβαίες τροποποιήσεις; Διαφορετικά το ζήτημα του προγραμματισμού θα ακυρωθεί ή θα χρησιμοποιηθεί αυταρχικά ή πελατειακά από τις κυβερνήσεις. Το ζήτημα επομένως των διαδικασιών και των θεσμών διαμεσολάβησης είναι κρίσιμο.


2. Χρειάζεται αποσαφήνιση των κριτηρίων επιλογής των προτάσεων που διαμορφώνουν τα ιδρύματα στο πλαίσιο των τετραετών προγραμμάτων, καθώς και πώς θα συνδέονται αυτά με τις διαδικασίες και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης. Η σύνδεση αξιολόγησης – χρηματοδότησης δεν μπορεί να λειτουργεί τιμωρητικά, όπως, λίγο – πολύ, υπονοείται από το νομοσχέδιο, αλλά βελτιωτικά. Και για τούτο, οι θεσμοί διαμεσολάβησης δεν πρέπει να είναι διοικητικοί, αλλά να έχουν επιστημονικό υπόβαθρο πανεπιστημιακής πολιτικής.


3. Χρειάζεται να δηλωθεί ποιος είναι ο ορίζοντας προσδοκιών των πανεπιστημίων αναφορικά με τη χρηματοδότηση του προγραμματισμού τους. Θα προγραμματίσουν διατήρηση στο υπάρχον επίπεδο λειτουργιών, ή επενδύσεις για να φθάσουν ένα καλό ευρωπαϊκό επίπεδο; Τι σημαίνει ότι ένα τετραετές πρόγραμμα μπορεί να «κινείται εντός των προβλεπομένων ορίων του (ετήσιου) κρατικού προϋπολογισμού». Το ζήτημα είναι ποια προτεραιότητα θα αποκτήσει εντός του προϋπολογισμού η Εκπαίδευση και σε τι δεσμεύεται η κυβέρνηση.


4. Απαιτείται αναδιοργάνωση και αναβάθμιση των διοικητικών υπηρεσιών του ίδιου του υπουργείου Παιδείας για να μπορέσει να ανταποκριθεί στον επιτελικό του ρόλο, καθώς και δημιουργία των αναγκαίων διοικητικών προϋποθέσεων στα ίδια τα ιδρύματα με υψηλού επιπέδου διοικητικά στελέχη και αναδιάρθρωση της διοικητικής τους δομής. Είναι αστείο ότι οι υπάρχουσες γραφειοκρατίες – με τις νοοτροπίες και την κουλτούρα που διαθέτουν – θα μπορέσουν να ανταποκριθούν.


5. Χρειάζεται να θεσπιστούν κεντρικοί αυτοτελείς πόροι για την τριτοβάθμια εκπαίδευση (με μοντέλο ανάλογο αυτού που εφαρμόζεται στην τοπική αυτοδιοίκηση) και να καταρτιστεί, εντός του κρατικού προϋπολογισμού, εθνικό χρηματοδοτικό πρόγραμμα με αποκλειστικούς και προσημειωμένους πόρους (earmarked funds) κατά το πρότυπο λειτουργίας των κοινοτικών επιχειρησιακών προγραμμάτων (ΕΠΕΑΕΚ, Κοινωνία της Πληροφορίας κ.ά.).


6. Η χρονική συνάρτηση του τετραετούς προγραμματισμού πρέπει να συμπίπτει με τη θητεία των πρυτανικών αρχών. Αλλά το τάιμινγκ έχει να κάνει επίσης με τους ετήσιους προϋπολογισμούς, καθώς και με την ενδεχόμενη εμπλοκή στο ρυθμό των προκηρύξεων – καλύψεων θέσεων των ΑΕΙ.


7. Ο μηχανισμός διαιτησίας και διαπραγμάτευσης μπορεί να προέλθει από το ΕΣΥΠ. Για τον λόγο αυτό είναι επείγουσα ανάγκη το ΕΣΥΠ να αναδιαρθρωθεί, να γίνει ένας σοβαρός θεσμός και να αποκτήσει έναν υπεύθυνο και με γνώση των πραγμάτων πρόεδρο. Εχει γίνει σαφές σε όλους ότι ο κ. Θάνος Βερέμης πρέπει να τεθεί σε τιμητική αποστρατεία, παρά το γεγονός ότι ψηφίστηκε από ΝΔ, ΠαΣοΚ και Συνασπισμό. Χρειάζεται ένας πρόεδρος χωρίς εμμονές, που δεν πυροδοτεί την ένταση, λιγότερο φλύαρος και περισσότερο λειτουργικός σε προτάσεις και λύσεις, και ο οποίος να έχει τόσο μια συνολική αντίληψη των προβλημάτων της Παιδείας, όσο και ενημέρωση για τους σημερινούς διεθνείς ορίζοντες.


Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.