Περισσότερες θέσεις εργασίας αλλά «χειρότερης ποιότητας»: «more but not better jobs». Αυτή είναι η διαπίστωση και η ανησυχία της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ), που μελέτησε την απασχόληση στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με παρατηρήσεις από τα μέλη της (82 εθνικά συνδικάτα και «60 εκατομμύρια συνδικαλισμένοι»). Με την ευκαιρία της συνάντησης των ευρωπαίων ηγετών στις 13 και 14 Μαρτίου στις Βρυξέλλες, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τους κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους της Στρατηγικής της Λισαβόνας για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, η ΣΕΣ δημοσίευσε μια έκθεση που υπογραμμίζει πόσο αυξάνεται η εργασιακή ανασφάλεια. Πολλά εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται κάθε χρόνο (4 εκατομμύρια το 2006 στην ΕΕ). Αλλά όλο και περισσότεροι είναι οι μισθωτοί που δεν βρίσκουν παρά συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ή μερικής απασχόλησης (χωρίς να τη θέλουν). Τριάντα δύο εκατομμύρια άνθρωποι, κάπου το 14,5% των εργαζομένων στην Ευρώπη, έχουν σύμβαση ορισμένου χρόνου, ενώ το 1997 ήταν μόνον 22 εκατομμύρια (11,5%). Επιπλέον, 40 εκατομμύρια βρίσκονται στη μερική απασχόληση (18%), έναντι 32 εκατομμυρίων πριν από 10 χρόνια. Και από αυτούς το ποσοστό όσων εξαναγκάζονται να δουλέψουν σε μερική απασχόληση «γιατί δεν βρίσκουν πλήρη απασχόληση» βρίσκεται επίσης σε άνοδο, 20% σήμερα έναντι 15% το 2002.
Τέλος, επισημαίνει η ΣΕΣ, το πρόβλημα των «φτωχών» εργαζομένων, που παίρνουν μικρό μισθό, δηλαδή κατώτερο των δύο τρίτων του διάμεσου μισθού της χώρας τους, αφορά κάπου 31 εκατομμύρια μισθωτούς. Η αύξηση των μισθών θα είναι η κεντρική διεκδίκηση της «ευρω-διαδήλωσης»που θα διεξαχθεί στη σλοβενική πρωτεύουσα Λιουμπλιάνα στις 5 Απριλίου, όταν θα συναντηθούν οι ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών.
Σύμφωνα με τον Ρόναλντ Γιάνσεν, οικονομικό σύμβουλο της ΣΕΣ και συγγραφέα της έκθεσης, «οι εργοδότες λένε και ξαναλένε το επιχείρημα της παγκοσμιοποίησης για να δικαιολογήσουν τις προσλήψεις πολύ βραχείας διάρκειας» . Συχνά, προσθέτει, «απλώς μετατρέπονται οι θέσεις αορίστου χρόνου σε μια διαδοχή συμβάσεων ορισμένου χρόνου» .
Για καθένα από τα προβλήματα που εντοπίζει ο κ. Γιάνσεν χρησιμοποιεί παραδείγματα. «Εκρηξη» συμβάσεων ορισμένου χρόνου; «Αποτελούν το 30% του συνόλου στην Ισπανία και αφορούν 6 εκατομμύρια μισθωτούς» λέει, παραπέμποντας και στην Πολωνία. Η Γαλλία δεν μένει πίσω, αφού το 75% των προσλήψεων γίνεται με τη μορφή προσωρινών συμβάσεων. «Κυρίως» επιχειρηματολογεί ο κ. Γιάνσεν «είναι οι νέοι που,παντού στην Ευρώπη, πλήττονται περισσότερο από τέτοιες συμβάσεις,με ποσοστά 40% και 50% στις ηλικίες 16-25 ετών. Στη Σουηδία το 68% των νέων είναι ορισμένου χρόνου».
Για την αύξηση της μερικής απασχόλησης ο συνδικαλιστής παραπέμπει σε καταχρήσεις σε όλες τις χώρες. Αναφέρει την Ελλάδα, την Ιταλία, την Πολωνία και το πρόβλημα των «ψευδο-αυτοαπασχολούμενων» , των εργαζομένων δηλαδή που εργάζονται σε έναν εργοδότη έχοντας τη θέση του «ανεξάρτητου» , πράγμα που επιτρέπει στον εργοδότη να μην πληρώνει κοινωνικές εισφορές και άλλα βάρη. Το πρόβλημα αυτό φαίνεται ότι άγγιξε το 40,7% στην Ελλάδα το 2006, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οι κινητοποιήσεις στη Γερμανία υπογραμμίζουν τη σημασία που έχει πάρει το πρόβλημα των χαμηλών μισθών στη χώρα αυτή: 6 εκατομμύρια μισθωτοί, δηλαδή το 22% του συνόλου, παίρνουν «μισθούς φτωχών». Η κατάσταση αυτή εξηγείται, επισημαίνει ο κ. Γιάνσεν, από την απουσία κατώτατου μισθού, κάτι που αποτελεί άλλωστε διεκδίκηση και για τη ΣΕΣ.