Με την ένταξη της Κύπρου και της Μάλτας στην ευρωζώνη είναι πλέον η πλειονότητα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που συμμετέχει στο ενιαίο νόμισμα. Είναι η απόδειξη της επιτυχίας ενός νομίσματος που ωστόσο συνεχώς επικρίνεται: όσο έπεφτε (τα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας του) είχε συγκεντρώσει τη χλεύη πολλών. Τώρα που ανατιμάται, προκαλεί… ανησυχίες. Το ευρώ ανατιμάται, γιατί συνεχίζει να παγιώνει τις διεθνείς θέσεις του. Από το 2004 έχει καταφέρει να γίνει πρώτο διεθνές νόμισμα στις αγορές ομολόγων, με το 47% των τίτλων χρέους διεθνώς να αποτιμώνται σε ευρώ- κάτι παραπάνω από 20% αποτιμώνται σε δολάρια. Το μερίδιό του στις διεθνείς συναλλαγές αυξάνεται. Το μερίδιο του ευρώ στα επίσημα συναλλαγματικά αποθέματα έχει φθάσει στο 25% (έναντι 65% του δολαρίου) και έχει γίνει το δεύτερο παγκόσμιο νόμισμα.

Ηνομισματική αυτή ισχύς της Ευρώπης εδράζεται σε γερά θεμέλια χάρη στο οικονομικό εκτόπισμα της ευρωζώνης: εδώ παράγεται το 22% του παγκόσμιου ΑΕΠ (27% οι ΗΠΑ), εδώ διενεργείται το 13% του παγκόσμιου εμπορίου (εκτός ενδοευρωπαϊκών συναλλαγών), εδώ λειτουργεί μια ενιαία αγορά 320 εκατομμυρίων κατοίκων (έναντι 300 εκατ.

στις ΗΠΑ). Το ευρώ επίσης στηρίζεται και σε έναν ισχυρό και ανταγωνιστικό χρηματοπιστωτικό τομέα, του οποίου η συγκέντρωση έχει προχωρήσει πολύ τα τελευταία χρόνια. Τέλος, οι επενδυτές παγκοσμίως έχουν εμπιστοσύνη στη μακροχρόχρονη σταθερότητα της αξίας του ενιαίου νομίσματος. Το ευρώ είναι επομένως μια επιτυχία. Η υψηλή ζήτηση για το νόμισμά μας είναι «διαρθρωτική», καθώς το υψηλό αμερικανικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών επιβάλλει στις αναδυόμενες αγορές να διαφοροποιήσουν τα συναλλαγματικά τους αποθέματα. Επιπλέον σε έναν χρηματοπιστωτικό κόσμο που βρίσκεται σε αναταραχή, η ευρωζώνη αναδεικνύεται πόλος σταθερότητας.

Δ εν λέγεται συχνά, αλλά η ισχυροποίηση του ευρώ δεν έχει μόνο αρνητικές επιπτώσεις. Προφυλάσσει σημαντικά την αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων από την άνοδο των τιμών των πρώτων υλών, ιδιαίτερα του πετρελαίου, και ενισχύει την αγοραστική δύναμη στο εξωτερικό. Το ευρώ καθίσταται ένα παγκόσμιο νόμισμα και η Ευρώπη πρέπει να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση. Στη διεθνή σκηνή έχει ήδη αρχίσει να κινητοποιείται. Ασκεί αυξανόμενη πίεση, με τους εταίρους του G7, στις κινεζικές αρχές για να πετύχει ανατίμηση του γουάν. Σε αυτό το πλαίσιο, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες κρατούν έναν ρόλο«κλειδί». Αλλά δεν πρέπει να υπερεκτιμηθεί η ικανότητά τους να αλλάξουν αποτελεσματικά και μόνιμα τις τάσεις των αγορών συναλλάγματος. Ακόμη περισσότερο που η ΕΚΤ πρέπει να αντιδράσει εν όψει της επανόδου των πληθωριστικών πιέσεων, της έντονης ανατίμησης του ευρώ και των αβεβαιοτήτων που γεννούν οι χρηματοπιστωτικές αναταραχές του καλοκαιριού.

Τ έλος, η Ευρώπη έχει κάνει την επιλογή της σταθερότητας των τιμών και της άρνησης μιας εύκολης στρατηγικής αδύναμου νομίσματος για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της. Η επιλογή αυτή είναι ένα από τα θεμέλια της υιοθέτησης του ευρώ- εγγράφεται στο σύμφωνο καθιέρωσής του και δεν τίθεται θέμα να αναθεωρηθεί. Η ευρωζώνη πρέπει να συνειδητοποιήσει ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι το σημαντικό οικονομικό βάρος που έχει αποκτήσει της επιτρέπει να επηρεάσει, με τα κατάλληλα μέσα, τις μεγάλες παγκόσμιες ισορροπίες- όπως άλλωστε και οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία ή η Κίνα. Είναι σαφές ότι πρέπει να αποκτήσουμε και εμείς τη «διπλωματία του ευρώ», ανάλογη με τη «διπλωματία του δολαρίου» που ασκούν οι Αμερικανοί. Αυτή είναι άλλη μία αλλαγή προοπτικής για τις χώρες μας, που η κάθε μία χωριστά δεν είχε ιδιαίτερο ειδικό βάρος στη διεθνή οικονομικοπολιτική σκακιέρα. Για να μπορέσει πλήρως να παίξει τον ρόλο της, η ευρωζώνη πρέπει επομένως να αποκτήσει αποτελεσματικά όργανα απόφασης: μια καλύτερη διαχείριση για να ενισχύσει τον διάλογο ανάμεσα στους διάφορους πόλους που έχουν αναλάβει την οικονομική πολιτική και τον συντονισμό ανάμεσα στις κυβερνήσεις. Και μια καλύτερη εξωτερική αντιπροσώπευση στα όργανα διεθνούς συντονισμού και πρωταρχικά στο G7 και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Ο κ. Jean-Ρierre Jouyet είναι ο γάλλος υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων.