Χώρες όπως η Ελλάδα, με υψηλές εισαγωγές καυσίμων και τροφίμων, αισθάνονται εντονότερα τις επιπτώσεις των αυξήσεων στις τιμές αυτών των προϊόντων. Σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι χώρες με χαμηλά ή μεσαία εισοδήματα οι οποίες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών, αυξημένο πληθωρισμό και εντονότερο πρόβλημα φτώχειας. Οπως δήλωσε ο διευθυντής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν, «η οικουμενική πρόκληση για όλες τις φτωχές χώρες και για εκείνες με μεσαία εισοδήματα είναι να βρουν τρόπους να ταΐσουν τους πεινασμένους, διατηρώντας παράλληλα τη μακροοικονομική σταθερότητα που έχουν κερδίσει με προσπάθεια».

Και μπορεί η Ελλάδα να ανήκει βέβαια στις χώρες με σχετικά υψηλό εισόδημα, ωστόσο την ίδια στιγμή παρουσιάζει μεγάλη ανισοκατανομή εισοδήματος, γεγονός που σημαίνει ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι οικονομικά αδύναμο και πολύ εκτεθειμένο στις αυξήσεις των τιμών, καθώς ξοδεύει μεγάλο μέρος του εισοδήματός του για τρόφιμα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, το 2005, πριν από την έξαρση της ακρίβειας, τα φτωχά νοικοκυριά της χώρας δαπανούσαν το 22,4% του διαθέσιμου εισοδήματός τους σε είδη διατροφής, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τα υψηλά εισοδήματα στην Ελλάδα ήταν μόλις το μισό, της τάξης του 11,7%. Στις φτωχές και αναπτυσσόμενες χώρες, το ΔΝΤ υπολογίζει ότι οι αντίστοιχες δαπάνες ξεπερνούν το 50% του εισοδήματος των νοικοκυριών.

Μεγαλύτερη είναι όμως και η αύξηση των τιμών στις φτωχότερες χώρες: τον Μάρτιο, η ετήσια αύξηση των τιμών σε 120 αναπτυσσόμενες χώρες ήταν 12%. Στην Ελλάδα οι τιμές των τροφίμων ανήλθαν τον Απρίλιο με τον τέταρτο υψηλότερο ρυθμό της ευρωζώνης, κατά 7% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του περασμένου έτους, όταν στο σύνολο της ευρωζώνης η αύξηση ήταν 6,2%. Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η αύξηση των τιμών για το ψωμί και τα δημητριακά: στο 14,8%- ήταν η δεύτερη υψηλότερη της ευρωζώνηςόπου η αύξηση περιορίστηκε στο 9,2%. Υψηλότερη από τον μέσο όρο ήταν επίσης η αύξηση των τιμών για τα φρούτα και τα λαχανικά, τα οποία ανήλθαν κατά 11,4% και 6% αντίστοιχα, όταν στην ευρωζώνη η αύξηση στις τιμές των φρούτων ήταν 8,2%, ενώ οι τιμές των λαχανικών μειώθηκαν κατά 2%. Είναι πάντως ενδεικτικό ότι σε προϊόντα που η ελληνική παραγωγή καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τη ζήτηση, όπως το τυρί, τα αβγά, το κρέας και τα έλαια, οι τιμές ανήλθαν με ρυθμό χαμηλότερο απ΄ ό,τι στην ευρωζώνη.

Η ανασφάλεια των νοικοκυριών επεκτείνεται και στα δημόσια οικονομικά, καθώς ακόμα και πριν από την πρόσφατη εκτόξευση των τιμών, το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών ήταν πολύ μεγάλο. Το γεγονός προβληματίζει πολύ τους οικονομολόγους και βέβαια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όχι όμως εξίσου και τον υπουργό Οικονομίας κ. Γ. Αλογοσκούφη, ο οποίος αποδίδει μέρος του ελλείμματος στις εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών και δεν θεωρεί ότι η αύξηση του ελλείμματος είναι κατ΄ ανάγκην ανησυχητική.

Το ΔΝΤ προβλέπει ότι οι τιμές των τροφίμων και των καυσίμων θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα και τονίζει ότι πολλές κυβερνήσεις θα πρέπει να προσαρμόσουν την πολιτική τους, ώστε να απαντήσουν σε αυτό το σοκ των τιμών, ενώ καλεί τη διεθνή κοινότητα να συμβάλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος στις φτωχότερες χώρες. Στη μελέτη του, ο διεθνής οργανισμός εκτιμά ότι η νομισματική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει σφιχτή, ώστε να προλάβει τις δευτερογενείς επιπτώσεις από τις αυξήσεις των τιμών στον πληθωρισμό. Αντίθετα, θεωρεί ότι στις χώρες που εξαρτώνται από τις εισαγωγές θα πρέπει να μειωθούν τα πραγματικά επιτόκια, ώστε να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η εμπορική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει ανοιχτή και να μειωθούν τα εμπόδια και οι δασμοί.

Οσο για τη δημοσιονομική πολιτική, τονίζει ότι η ενδεδειγμένη στάση εξαρτάται από την κατάσταση της οικονομίας σε κάθε χώρα. Ετσι, για κάποιες χώρες προτείνει χαλάρωση της δημοσιονομικής τους θέσης, ενώ για άλλες εκτιμά ότι χρειάζονται αύξηση των εσόδων και μείωση των δαπανών. Με δεδομένες τις τελευταίες δηλώσεις του κ. Αλογοσκούφη περί συγκράτησης των δαπανών, αλλά και τις προσπάθειες ενίσχυσης των εσόδων του προϋπολογισμού, είναι προφανές ότι ο έλληνας υπουργός τοποθετεί την Ελλάδα στη δεύτερη κατηγορία…