Καθώς την Πέμπτη 10 Ιανουαρίου ξεκίνησαν στη Γερμανία οι διαπραγματεύσεις για τους μισθούς του Δημοσίου, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SΡD) και το Χριστιανοδημοκρατικό-Χριστιανοσοσιαλιστικό (CDU-CSU), που συνυπάρχουν στην κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού, επαναφέρουν τη συζήτηση για την αγοραστική δύναμη των Γερμανών. Ο λόγος είναι προφανής: έχοντας μπροστά τους τις περιφερειακές εκλογές στις 27 Ιανουαρίου στην Κάτω Σαξονία και στις 24 Φεβρουαρίου στο Αμβούργο, τα κυβερνητικά κόμματα προσπαθούν να κερδίσουν «πόντους». Διότι πολλοί είναι οι Γερμανοί που αισθάνονται ότι δεν επωφελήθηκαν από την πρόσφατη ανάκαμψη της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας, ιδιαίτερα το 2006.

Τις τελευταίες ημέρες ακόμη και κυβερνητικά στελέχη των Σοσιαλδημοκρατών άφησαν στην άκρη τις επιφυλάξεις τους για να ζητήσουν γενναίες αυξήσεις μισθών. «Ηρθε ο καιρός για σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς» δήλωσε ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εργασίας Ολαφ Σολτς την περασμένη Κυριακή 6 Ιανουαρίου. Μία ημέρα αργότερα, τη Δευτέρα 7/1, η ίδια αυτή θέση υιοθετείται και σε κείμενο από την ηγεσία του SΡD. Σύμφωνα με τους Σοσιαλδημοκράτες, οι μισθωτοί έχουν δίκιο να περιμένουν καλύτερες αμοιβές, γιατί «αυτοί ήταν που με τις μετριοπαθείς μισθολογικές διεκδικήσεις τους επί σειρά ετών επέτρεψαν να επιτευχθεί η ανάκαμψη». Οι υπολογισμοί του υπουργείου Οικονομικών αποδεικνύουν ότι ο μέσος καθαρός μισθός των Γερμανών βρίσκεται σήμερα (εφόσον αποπληθωριστεί βεβαίως) πιο πίσω και από το επίπεδο του 1991!

Η θέση των Σοσιαλδημοκρατών δεν μπορεί παρά να ευχαριστεί τα συνδικάτα, τα οποία θέλουν εφέτος να τελειώσουν με τις μετριοπάθειες, όπως κάνει το Ver. di που είναι το μεγάλο συνδικάτο στις επικοινωνίες, αλλά και η Ομοσπονδία Δημοσίων Υπαλλήλων της Γερμανίας (DΒΒ) που υποστηρίζει τα συμφέροντα των εργαζομένων στο υπό στενή και υπό ευρεία έννοια Δημόσιο. Τα δύο αυτά συνδικάτα ζητούν αυξήσεις μισθών 8% ή τουλάχιστον επιπλέον 200 ευρώ τον μήνα και ετοιμάζουν ήδη ένα κοινωνικό κίνημα για να επιβάλουν τις διεκδικήσεις τους. Και σε άλλους κλάδους οι διεκδικήσεις κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Το Συνδικάτο της Χημείας και της Ενέργειας, το οποίο ξεκινά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στις αρχές Φεβρουαρίου, μιλάει για αυξήσεις μισθών έως και 7%. Οσο για την ΙG Μetall, το πολυπληθέστερο συνδικάτο στη βαριά βιομηχανία, ζητεί αυξήσεις τουλάχιστον 8% για τους μισθωτούς της χαλυβουργίας.

Παρ΄ ότι πολύ επιφυλακτική απέναντι σε αυτές τις διεκδικήσεις, η χριστιανοδημοκράτης καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ δεν μπορεί να αγνοήσει τις προσδοκίες των εργαζομένων. «Οπου υπάρχουν περιθώριαοι μισθωτοί θα πρέπει ασφαλώς να δουν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται» δήλωσε στη λαϊκή εφημερίδα «Βild am Sonntag» την Κυριακή 6 Ιανουαρίου. Τα μέλη των CDU-CSU προτιμούν να τονώσουν τα εισοδήματα μέσα από φορολογικές μειώσεις. Ο υπουργός Οικονομίας Μίκαελ Γκλος (CDU) έχει αναφερθεί σε μειώσεις φόρων ιδιαίτερα για τα χαμηλά επίπεδα φορολόγησης. Η ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος σχεδιάζει να παρουσιάσει στις αρχές του 2009 ένα νέο φορολογικό σύστημα με χαμηλότερους συντελεστές φορολόγησης. Αντιθέτως, το SΡD αρνείται να μιλήσει για φορολογικές μειώσεις προτού το ομοσπονδιακό κράτος εμφανίσει πλεονασματικό προϋπολογισμό, δηλαδή πριν από το 2011.

Σ το σημείο αυτό η καγκελάριος Μέρκελ συμμερίζεται τη γνώμη του σοσιαλδημοκράτη υπουργού Οικονομικών Πέερ Στάινμπρουκ. «Οι προτάσεις του SΡD και των CDU-CSU δεν μπορούν να ληφθούν πολύ στα σοβαρά σε αυτή την προεκλογική περίοδο,γιατί δεν μας λένε πώς θα αντισταθμιστούν η απώλεια φορολογικών εσόδων στη μία περίπτωση ή η αύξηση των δαπανών στην άλλη» συμπυκνώνει την κατάσταση ο Στέφαν Κόοθς , ειδικός του βεριλονέζικου Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DΙW). Διότι, πέρα από τις προεκλογικές ανάγκες των κομμάτων, ο συνδυασμός τής (έστω και εισαγόμενης από τις ΗΠΑ) επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης και της αναθέρμανσης των πληθωριστικών πιέσεων σε πανευρωπαϊκή κλίμακα (ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 3,1% το τέταρτο τρίμηνο του 2007 από το 1,9% που ήταν το τρίτο τρίμηνο) δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια για μισθολογικές γενναιοδωρίες.