Την ερμηνεία πίσω από τη βιαιότητα των πιέσεων που δέχθηκε η εγχώρια κεφαλαιαγορά σε σχέση με τις ευρωπαϊκές, αλλά και την απροθυμία της ενωρίτερα να επωφεληθεί από το θετικό διεθνές κλίμα στην αρχή της εβδομάδας, αναζητούν οι επενδυτές ύστερα από την έντονη δοκιμασία των αντοχών τους και μπροστά στο ενδεχόμενο να κυριαρχήσει η απαισιοδοξία.

Οι συνεχείς πιέσεις που δέχονται σχεδόν όλες οι αγορές του πλανήτη για πολλούς μήνες προκάλεσαν εκροές και στα αμοιβαία κεφάλαια οι οποίες ήταν επιθετικές την τελευταία εβδομάδα και υποχρέωσαν τους διαχειριστές σε ρευστοποιήσεις θέσεων και μείωση της έκθεσης των κεφαλαίων τους σε περιφερειακές αγορές στις οποίες συγκαταλέγεται και η ελληνική.

Αποτέλεσμα ήταν στη χθεσινή συνεδρίαση ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου της Αθήνας να κλείσει στις 4.133,03 μονάδες με απώλειες 1,79%. Η αδυναμία των περισσότερων χρηματιστηρίων να βρουν κάποια ισορροπία δημιουργεί ένα αρνητικό περιβάλλον για την εγχώρια αγορά, που εισπράττει τις αρνητικές εξελίξεις με μεγαλύτερη ένταση, ενώ είναι αδύναμη να επωφεληθεί όταν οι συνθήκες βελτιώνονται.

Την ένταση και την έκταση της πτώσης (η οποία προκλήθηκε κυρίως από επιθετικές ρευστοποιήσεις σε ισχυρά blue chips με εντολές πωλήσεων κυρίως ξένων χαρτοφυλακίων κατά το τελευταίο τριήμερο), αλλά και τις προοπτικές της αγοράς με βάση τα θεμελιώδη οικονομικά δεδομένα, περιγράφουν έλληνες αναλυτές που παρακολουθούν από κοντά τις διακυμάνσεις και τα γεγονότα που επιδρούν στην πορεία της αγοράς.

Συγκεκριμένα, ο κ. Μάνος Χατζηδάκης, υπεύθυνος Επενδυτικής Στρατηγικής της Πήγασος ΑΧΕΠΕΥ, αποδίδει την αδυναμία του ελληνικού χρηματιστηρίου στην έλλειψη επιχειρηματικών καταλυτών και στην απουσία του εγχώριου επενδυτικού ενδιαφέροντος που θεωρεί ως βασικές αιτίες υποαπόδοσης της ελληνικής αγοράς αυτή την περίοδο.

Ο κ. Χατζηδάκης προσθέτει επίσης ότι «oι αβεβαιότητες που επικρατούν παγκοσμίως έχουν αναστείλει το επενδυτικό ενδιαφέρον από το εξωτερικό και σε συνδυασμό με την αρνητική ψυχολογία και την ανασφάλεια που επικρατούν στην επενδυτική κοινότητα αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής των συναλλαγών επανέφεραν αρνητικά σενάρια στο προσκήνιο,ενδεχομένως και με αρκετή δόση υπερβολής».

Από την άλλη πλευρά όμως ο κ. Χατζηδάκης επισημαίνει την ως τώρα εντυπωσιακή επίδοση των εισηγμένων εταιρειών όσον αφορά την κερδοφορία του 2007, καθώς και τις θετικές εκτιμήσεις των διοικήσεων για το 2008, γεγονός που συμπιέζει σημαντικά τα περιθώρια περαιτέρω υποχώρησης κατά τις προσεχείς ημέρες.

Αντίθετη για τη βραχυπρόθεσμη πορεία της αγοράς είναι η εκτίμηση του προέδρου της Ελληνικής Ενωσης Πιστοποιημένων Αναλυτών και κάτοχο Ρhd κ. Κ.Βέργου, ο οποίος βλέπει πιθανή περαιτέρω υποχώρηση των τιμών αν συνεχισθεί το κλίμα νευρικότητας.

Στη σχετική ανάλυση για την πρόσφατη εικόνα της ελληνικής κεφαλαιαγοράς ο κ. Βέργος υποστηρίζει ότι «η σχέση προσφοράς- ζήτησης σε αυτή τη φάση δείχνει εύθραυστη τόσο στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά όσο και στις ξένες.Βασικός λόγος για τη νευρική εικόνα των κεφαλαιαγορών διεθνώς είναι οι κίνδυνοι από την αμερικανική αγορά στεγαστικών δανείων, όπως και η επιβράδυνση που παρατηρείται στην οικονομία του παγκοσμίως ηγετικού αυτού κράτους. Οι κίνδυνοι από τις εξελίξεις αυτές επηρεάζουν τις πωλήσεις, το κόστος δανεισμού και τα κέρδη όλων των εταιρειών, περιλαμβανομένων και των ευρωπαϊκών,καθώς οι ΗΠΑ είναι η κυρίαρχη καταναλωτική αγορά.

Η ελληνική αγορά οικονομικά και χρηματιστηριακά παγκοσμίως είναι μικρή,και δυστυχώς η υποχώρηση τιμών στις σημαντικές αγορές οδηγεί σε εντονότερη ρευστοποίηση σε αγορές όπως η ελληνική,όπου εκτιμάται ότι οι κίνδυνοι και η μεταβλητότητα τιμών είναι μεγαλύτερα, παρά τις δυνατότητες μεγάλης ανάπτυξης κερδών των ελληνικών εταιρειών (15% εφέτος,έναντι μόλις 5% ανάπτυξη κερδών για μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες και 0% για εταιρείες των ΗΠΑ). Κατά τις τελευταίες συνεδριάσεις οι ρευστοποιήσεις στην ελληνική αγορά ξεκίνησαν από τις ανησυχίες για την αναθεώρηση εκτιμήσεων για τα μεγέθη της Τράπεζας Κύπρου και τους κίνδυνους της εταιρείας ΟΠΑΠ, όμως είναι βέβαιο ότι,καθώς η ψυχολογία παραμένει νευρική,οποιαδήποτε αρνητική είδηση εκλαμβάνεται ως ευκαιρία ρευστοποιήσεων στο σύνολο των τίτλων της αγοράς».