Το θέατρο είναι κάπως «βρώμικη» τέχνη





– Είστε ευχαριστημένος με ό,τι κάνετε σήμερα στη ζωή σας;
Αυτό θέλατε πάντα να κάνετε;


«Σήμερα δεν έκανα τίποτε. Απλώς έπλυνα το γέρικο κορμί μου και κοίταξα τον ήλιο…». (γέλια)


– Αισθανόσαστε ότι εκπληρώσατε αυτό που ήταν πάντα το ζητούμενο στη ζωή σας;


«Δεν το πολυσκέπτομαι, να σας πω την αλήθεια. Ισως όταν είμαι μόνος μου… Πάντως για μια τόσο περίπλοκη ερώτηση υποθέτω ότι δεν έχουμε αρκετό χρόνο για να σκεφθώ σοβαρά το θέμα. Αισθάνομαι προνομιούχος. Δεν βίωσα την εμπειρία μεγάλου χάσματος μεταξύ αυτού που ήθελα να κάνω και αυτού που τελικά έκανα. Από την άλλη, πολλά πράγματα ήρθαν πολύ διαφορετικά από ό,τι θα ήθελα – κυρίως προσωπικά ζητήματα».


– Πώς καταλήξατε να κάνετε αυτό που κάνετε; Ηταν τύχη; Ατύχημα;


«Ναι. Οι γονείς μου όταν με δημιούργησαν δεν με ρώτησαν αν συμφωνούσα με αυτό που έκαναν. Στην αρχή οι πιθανότητες να επηρεάσεις τα πράγματα είναι πολύ μικρές. Μεγαλώνοντας αποκτάς περισσότερο την ευθύνη της ζωής σου. Ολα όμως ξεκινούν κατά τύχη».


– Τι χάνει ο άνθρωπος μεγαλώνοντας και τι κερδίζει;


«Χάνει νιάτα και κερδίζει ηλικία. (γέλια) Ολοι μας πρέπει να έχουμε έναν σκοπό σε αυτή τη διαδικασία – και αυτό είναι εύκολο να το λες αλλά δύσκολο να το κάνεις. Να προσπαθούμε οι απώλειες που βιώνουμε να είναι λιγότερες από τα κέρδη. Είναι σαφώς κέρδος που γνωρίζεις τον εαυτό σου μεγαλώνοντας. Τον προσεγγίζεις αβέβαια, σιγά σιγά. Με το πέρασμα του χρόνου χάνεις τη δύναμη της νιότης, την προσαρμοστικότητά σου. Χάνεις επίσης τη βλακεία. H βλακεία είναι πολύ χρήσιμη στη ζωή. Οσο λιγότερο χαζός γίνεσαι τόσο πιο δύσκολη βλέπεις τη ζωή. Επίσης στην πορεία αποκτάς και τα μέσα για να αντιμετωπίσεις τυχόν προβλήματα. Μην ξεχνάτε επίσης ότι σήμερα ζούμε πολύ περισσότερο. Επομένως καλό είναι οι νέοι να εξοπλίζονται από νωρίς με πράγματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αργότερα, όταν η ύπαρξή τους δεν θα εξαρτάται στον ίδιο βαθμό από τη συναισθηματική και τη σεξουαλική ζωή τους».


– Ο χρόνος είναι κάτι που το γεμίζουμε, όπως ένα πηγάδι;


«Ο χρόνος είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά μας επειδή δεν τον νιώθουμε. Τώρα, π.χ., είμαι πέντε λεπτά μεγαλύτερος από τότε που ξεκινήσαμε αυτή τη συνέντευξη, χωρίς να έχω νιώσει όμως τη διαφορά. Οταν αισθάνομαι καλά δεν νιώθω 69 χρόνων. Και αυτό είναι επικίνδυνο. Ο χρόνος μας εγγυάται ότι θα πεθάνουμε. Με μια έννοια είναι εχθρός μας. Πρέπει να τον ανεχθούμε, να τον οργανώσουμε, να τον χειριστούμε. Μεγαλώνοντας αποκτάς συναίσθηση του ότι ο χρόνος κυλά. Και αυτό είναι αντιφατικό. Στιγμές στιγμές εύχεσαι να περάσει γρήγορα και να πεθάνεις σύντομα. Συνήθως, επειδή όλα είναι καλά, φοβάσαι μη χειροτερέψουν. Αλλοτε πάλι θέλεις να σταματήσει για να προλάβεις να κάνεις αυτά που θέλεις».


– Υπάρχει τρόπος να «νικήσουμε» τον χρόνο, να τον ρίξουμε με την πλάτη στο καναβάτσο;


«Οχι, μπορούμε μόνο να γίνουμε φίλοι του. Να ακολουθήσουμε την ανάπτυξή του. Πάντα δεχόμουν ό,τι μου έφερνε ο χρόνος. Γεννήθηκα το 1937 και τα πρώτα 30 χρόνια της ζωής μου είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Είχαμε τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα μεγάλα προβλήματα. Είναι απαραίτητο να βρίσκεσαι σε στενή επαφή με τον χρόνο και να τον χρησιμοποιείς. Πρέπει να αποδέχεσαι ό,τι νέο συμβαίνει στη ζωή σου, να το κοιτάζεις ερευνητικά και να αισθάνεσαι ευγνώμων που ζεις πολλά και διαφορετικά πράγματα».


– Υπάρχουν ορισμένοι προνομιούχοι άνθρωποι που ασχολούνται με την τέχνη και άλλοι που δεν απολαμβάνουν αυτό το προνόμιο; Σε τι διαφέρει ο καλλιτέχνης από τον κοινό άνθρωπο;


«Δεν υπάρχει καμία απολύτως διαφορά. Απλώς ο καλλιτέχνης έχει ένα συγκεκριμένο αναγνωρίσιμο ταλέντο. Οι άλλοι του παρέχουν τη δυνατότητα να το δουλεύει. Χωρίς την ανοχή τους ο καλλιτέχνης δεν υπάρχει».


– Τι είναι όμως ταλέντο;


«Είναι δύσκολο να το ορίσεις. Ειδικά στο θέατρο. Υπάρχουν πολλοί επιτυχημένοι που στερούνται ταλέντου. Είναι μια κάπως «βρώμικη» τέχνη το θέατρο. H μουσική διαφέρει. Π.χ., πολύ γρήγορα καταλαβαίνεις αν ένας τραγουδιστής μπορεί να τραγουδήσει. Αλλά η διαφορά του καλλιτέχνη από τους άλλους είναι η ύπαρξη ταλέντου. H ιδιότητά του δεν παραπέμπει σε ανωτερότητα. Για τις περισσότερες τέχνες ωστόσο είναι απαραίτητη και η παιδεία. Θα πρέπει να προσεγγίσεις με κάποιον τρόπο την τέχνη, να αναπτύξεις ένα ενδιαφέρον για αυτήν. Και φυσικά η τέχνη απαιτεί ένα σχετικό επίπεδο άνεσης στη ζωή· την ύπαρξη των οικονομικών μέσων που θα επιτρέψουν στον καλλιτέχνη να εργαστεί αποκλειστικά επάνω στο αντικείμενό του. Χρειάζεται μια ανεπτυγμένη κοινωνία με παράδοση και πολιτισμό. Εσείς ζείτε σε μια χώρα από την οποία προέρχεται το 85% της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Ισως μάλιστα να είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη ιστορική συνέχεια στον πλανήτη. H συνέχεια που αναπτύχθηκε στη χώρα σας απειλείται σήμερα από αυτό που αποκαλούμε «σύγχρονο τρόπο ζωής και ανάπτυξης». Αλλά ως σήμερα υπήρξε ένα ακλόνητο σημείο αναφοράς για την τέχνη και τον πολιτισμό».


– Γιατί πολλές φορές το κοινό επιλέγει αυτόν που δεν έχει ταλέντο; Γιατί, δηλαδή, δεν διαλέγουμε το μεγάλο ταλέντο αλλά τον λιγότερο σημαντικό;


«Επειδή ζούμε σε μια μαζική δημοκρατία στην οποία η επιτυχία εκφράζεται με αριθμούς. Οσο περισσότεροι άνθρωποι ανάβουν αυτή τη γελοία συσκευή, την τηλεόραση, τόσο μεγαλώνει η επιτυχία κάθε ατάλαντου. Συνήθως οι άνθρωποι θέλουν απλώς να διασκεδάσουν. Στην πλειονότητα λείπει το επίπεδο μόρφωσης και κουλτούρας για την εκτίμηση του ταλέντου και της τέχνης. Ετσι ένας διασκεδαστής χωρίς μεγάλο ταλέντο αλλά με την ικανότητα να πιάσει τον σφυγμό και την ψυχολογία του κόσμου σε μια συγκεκριμένη στιγμή ανταμείβεται. Προσωπικώς δεν έχω τίποτε εναντίον αυτού του φαινομένου. Και αυτό καλό είναι».


– Ζούμε σε μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι επιλέγουν τα εύκολα από τα δύσκολα ενώ γνωρίζουν ότι στα δύσκολα κρύβεται η συγκίνηση.


«Ναι, αλλά και εσείς και εγώ το ίδιο κάνουμε. Δεν θέλω να γίνει ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος, παρ’ ότι γνωρίζω ότι θα φέρει περιπέτεια. Κανένας δεν θέλει να επιστρέψει σε καιρούς όπου όλα ήταν εντελώς χαοτικά. H προσπάθεια να βάλουμε τα πράγματα σε τάξη και να ζήσουμε άνετα δεν είναι κάτι κακό. Είναι καλό όμως να γνωρίζουμε ότι έτσι χάνουμε την επαφή με το πώς πραγματικά είναι η ζωή. Σήμερα η εικονική πραγματικότητα είναι πολύ σημαντική για τη ζωή μας. Δεν βιώνουμε τη γενοκτονία στη Ρουάντα ή το τι συμβαίνει στο Αφγανιστάν. Απλώς τα πληροφορούμαστε ενώ τρώμε τη σούπα μας χωρίς να μας αγγίζουν. H απομάκρυνση όμως από την πραγματικότητα και η αδιαφορία μάς φέρνουν προβλήματα. Καταλήγουμε να αναζητούμε σε υποκατάστατα συγκινήσεις της αληθινής ζωής. Υποκατάστατα που μας πουλάνε παντού. Σήμερα κουλτούρα είναι η μόδα και τα προϊόντα των MME. Εις βάρος της αληθινής δημιουργίας πραγματικών έργων τέχνης. Είμαι σίγουρος βεβαίως ότι η τέχνη δεν θα πεθάνει ποτέ. Δεν είμαι εξίσου σίγουρος για το θέατρο. Δεν αντιτίθεμαι στον σύγχρονο τρόπο ζωής, κάθε άλλο… Αλλά πρέπει να προσέξουμε να μην εγκαταλείψουμε εύκολα πολιτιστικά κεκτημένα που πρέπει να διαφυλαχθούν».


– Πότε ανακαλύψατε ότι έχετε ταλέντο;



«Δεν το ανακάλυψα ποτέ. Διατηρώ σοβαρές αμφιβολίες για το ταλέντο μου. Βλέπω τη δουλειά τη σκηνοθέτη ως κάποιου που υλοποιεί και ερμηνεύει τη φαντασία άλλων, του συγγραφέα. Ο Σαίξπηρ έγραψε το έργο «Τρωίλος και Χρυσηίδα» γύρω στο 1602. Και εγώ διαβάζω το πρωτότυπο για να καταλάβω τι ήθελε να πει αυτός ο άνθρωπος πριν από 400 χρόνια. Είναι σαν να πηγαίνεις στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών και να περιεργάζεσαι το χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα του Αρτεμισίου, να προσπαθείς να καταλάβεις πώς σχηματοποιήθηκε, τι σχέδιο είχε στο μυαλό του ο δημιουργός του και ποια είναι η σημασία του. Επομένως τι ταλέντο απαιτεί η δουλειά του σκηνοθέτη; Χρειάζεται μόνο ίσως να μην είναι υπερβολικά ηλίθιος. Και να διαθέτει οργανωτικές δεξιότητες».


– Το ταλέντο βρίσκεται στην ικανότητα ανάλυσης ή στην ικανότητα σύνθεσης;


«Δεν μπορείς να κάνεις καμία σύνθεση χωρίς να έχει προηγηθεί ανάλυση. Αλλά και τι νόημα έχει να αναλύεις δίχως μετά να προσπαθείς να συνθέσεις; Το ένα εξαρτάται από το άλλο. Πάντα το πρώτιστο ενδιαφέρον μου ήταν να διεισδύω κάτω από την επιφάνεια και για αυτό όσο πιο δύσκολα και πολύπλοκα είναι τα κείμενα τόσο καλπάζει η περιέργειά μου. Δεν με ενδιαφέρει ένα τετριμμένο κείμενο εφημερίδας. Με εξιτάρει η ποίηση ή κάτι δυσνόητο σε άλλη γλώσσα. Θέλω να το σπάσω σε κομμάτια και μετά να δημιουργήσω ένα νέο σύνολο, ένα νέο έργο τέχνης. Ισως όμως αυτό το ταλέντο να είναι λιγότερο ανεπτυγμένο σε εμένα».


– Μπορεί κανείς να χάσει το ταλέντο του εφόσον το έχει βρει;


«Ασφαλώς. Από μια αρρώστια, αν το διαφθείρει το χρήμα και η άνετη ζωή ή από την επανάληψη. Αν έχεις επιτυχία με κάτι, πάντα το επαναλαμβάνεις. Και αυτό είναι επικίνδυνο».


– Διαφέρει αυτό που το κοινό θεωρεί επιτυχία από αυτό που θεωρεί ο ίδιος ο δημιουργός;


«Στο θέατρο αυτά τα δύο συμβαδίζουν. Σε άλλες τέχνες ίσως όχι. Στο θέατρο η επιτυχία καθορίζεται από το ενδιαφέρον του κοινού. Οταν δεν έρχεται κανένας στην παράστασή μου, δεν μπορώ να παριστάνω ότι είναι επιτυχημένη. Ακόμη και αν πιστεύω ότι η σκηνοθεσία δεν ήταν και τόσο κακή… Ενας συνθέτης όταν γράφει είναι μόνος. H μουσική, ακόμη και αν δεν τύχει της αποδοχής του κοινού, ίσως αργότερα, σε 20 ή 100 χρόνια, γίνει αποδεκτή. Αλλά η δική μου δουλειά εξαρτάται από το τι συμβαίνει τώρα και από το κοινό. Οπως λέει ο Σίλερ, η τέχνη του θεάτρου είναι μάταιη αφού έχουμε να κάνουμε με τη στιγμή, με το σήμερα και όχι με ό,τι θα γίνει στο μέλλον».


– Το θέατρο είναι πρόβα θανάτου; Μια παράσταση πεθαίνει εν τη γενέσει της;


«Ναι, ακριβώς. Είναι ένα εφήμερο φαινόμενο. Θα χρησιμοποιήσω όμως την ερώτησή σας για να πω και κάτι άλλο: είναι απολύτως σαφές ότι στο θέατρο, όπως συμβαίνει με όλες τις τέχνες, βασική παρόρμηση είναι και ο θάνατος. Επειδή ο θάνατος είναι κάτι που δεν θέλουμε να φανταστούμε για τον εαυτό μας. Ξέρουμε τι είναι, έχουμε βιώματα θανάτου ανθρώπων γύρω μας, αλλά να το φανταστούμε για τον εαυτό μας είναι δύσκολο. Είναι βασικό θέμα του θεάτρου ο θάνατος. Και το θέατρο αναμένει την εμπειρία του θανάτου. Το ωραιότερο πράγμα για έναν ηθοποιό στη σκηνή είναι ο θάνατός του. Επειδή προφανώς μπορεί μετά να σηκωθεί και να πάει σπίτι του! (γέλια) Το θέατρο και ο θάνατος έχουν πολλά κοινά. Το άλλο μεγάλο θέμα είναι ο έρωτας. Και αυτός αναμένει τον θάνατο. Την εποχή του Σαίξπηρ ονόμαζαν τον οργασμό «θάνατο». Επειδή η κορύφωση του σεξουαλικού – ερωτικού συναισθήματος σήμαινε την τελείωση και το τέλος του. Ερωτας και θάνατος. Νομίζω ότι οι άνθρωποι που δεν μπορούν να εμβαθύνουν στον θάνατο και στην παρεμφερή σημασιολογία του έρωτα δεν μπορούν να κάνουν καλό θέατρο».


– Πώς επιλέγετε τι θα ανεβάσετε στο θέατρο; Υπάρχουν χιλιάδες ενδιαφέροντα έργα. Τι είναι όμως αυτό που κατευθύνει την επιλογή σας;


«Εξαρτάται από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δουλεύω. Οταν είχα το θέατρο Schaubuehne στο Βερολίνο, δούλευα για χρόνια με μια ομάδα περίπου 20 ατόμων και έτσι η επιλογή των έργων καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από την ανάγκη να βρεθεί κάτι για όλους. Οπότε ανεβάζαμε έργα με πολλούς ρόλους και όχι μονολόγους. Μετά, όταν εγκατέλειψα τη Schaubuehne και δούλευα πλέον μόνος, δύο στοιχεία έπαιζαν ρόλο στην επιλογή ενός έργου: το πρώτο ήταν οι προτάσεις που μου έκαναν και το δεύτερο είχε να κάνει με το ενδιαφέρον που είχε αποκτήσει ένα έργο για μένα στην πορεία μου στον χώρο, που πλέον φθάνει τα 45 χρόνια. Υπάρχουν έργα που απλώς θέλω πολύ να ανεβάσω. Π.χ., το «Τρωίλος και Χρυσηίδα» που ανεβάζω τώρα για τη Royal Shakespeare Company και το Διεθνές Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, με άγγλους ηθοποιούς, θέλω να το κάνω από τότε που είδα την παράσταση του Τζον Μπάρτον το 1968. Επίσης τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» θέλω να τον ανεβάσω εδώ και πάρα πολλά χρόνια. O Τσέχοφ είναι πολύ σημαντικός για εμένα, έχω ορκιστεί μάλιστα ότι θα ανεβάζω κάθε περίπου πέντε χρόνια ένα έργο του. Υπάρχουν όμως και άλλες παράμετροι στην επιλογή ενός έργου. Ετυχε, π.χ., να γνωρίσω τον Ντέιβιντ Χάροουερ, έναν σκωτσέζο θεατρικό συγγραφέα, με τον οποίο συνεργαστήκαμε στη συγγραφή του «Blackbird». Βλέπετε, λοιπόν, ότι πολλά επηρεάζουν την απόφασή μου να ανεβάσω ένα έργο».


– Πώς αποκτά ένας σκηνοθέτης την «υπογραφή» του, πώς γίνεται κανείς να αναγνωρίζει ότι αυτή η δουλειά είναι μια παράσταση του Στάιν;


«Δεν θα αναγνωρίσετε τις παραστάσεις μου. Δεν γίνεται. Δεν ενδιαφέρομαι να αναπτύξω προσωπικό στυλ. Οπως, π.χ., ο Ρόμπερτ Γουίλσον ή ο Πίτερ Μπρουκ. Προσπαθώ να υλοποιώ τις ιδέες των συγγραφέων και οι συγγραφείς είναι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Ανέβασα δύο όπερες τον τελευταίο καιρό, τη μία μετά την άλλη: τις «Βασσαρίδες» του Χανς Βέρνερ Χέντσε και τη «Μαζέπα» του Πιότρ Ιλιτς Τσαϊκόφσκι. Δύο εντελώς αντιφατικά μεταξύ τους έργα. Ποτέ δεν θα πίστευες ότι από πίσω κρύβεται ο ίδιος σκηνοθέτης. Προσπαθώ να είμαι πιστός στην ανάλυση του κειμένου για να προσφέρω στο κοινό την ευκαιρία να καταλάβει και να εκτιμήσει τη δομή του έργου τέχνης που παρακολουθεί. Ενα κείμενο του Σαίξπηρ, π.χ., έχει μια ακεραιότητα την οποία πρέπει να σεβαστείς. Είναι γελοίο να βάζεις γενειάδα στην Αφροδίτη της Μήλου ή να ζωγραφίζεις γυαλιά στην Τζιοκόντα. Κάτι τέτοιο έγινε με τον ντανταϊσμό στην αρχή του 20ού αιώνα. Ηταν μια στιγμή πρόκλησης αλλά δεν μπορείς να την επαναλαμβάνεις. Μια επαναλαμβανόμενη πρόκληση καταντά συμβατικότητα και μάλιστα στη χειρότερη μορφή της. Για μένα ο σκηνοθέτης προσπαθεί να ερμηνεύσει κάτι, όπως ο πιανίστας προσπαθεί να παίξει ένα κομμάτι με τον καλύτερο τρόπο. Ασφαλώς προσθέτει προσωπικά στοιχεία, αλλά πάνω όλα είναι το κομμάτι, το έργο τέχνης, που πρέπει να γίνεται σεβαστό».


– Εχετε εμμονές;


«Σαφώς. Εχω πολύ περισσότερες εμμονές στην προσωπική μου ζωή παρά με τα έργα τέχνης. Πρέπει να παραδεχθώ ότι απέναντι στα έργα τέχνης αισθάνομαι πολύ μικρός. Δεν τα προσεγγίζω αφ’ υψηλού αλλά με θαυμασμό. Εγώ είμαι μικρός και το κείμενο μεγάλο· ο Σαίξπηρ ο γίγαντας και εγώ ο νάνος. Ετσι πρέπει να δουλέψω σκληρά για να γίνω λίγο μεγαλύτερος και να πλησιάσω ένα τέτοιο έργο τέχνης. Κάπως έτσι οι προσωπικές μου εμμονές υποχωρούν και παύουν να είναι σημαντικές».


– Τι είναι για σας το λάθος στην τέχνη;


«Ξέρετε, δεν μπορώ να μιλήσω για τον εαυτό μου, επειδή δεν αισθάνομαι εκατό τοις εκατό καλλιτέχνης. Δεν μπορώ να μιλήσω για τη δική μου εμπειρία, επειδή τα λάθη μου δεν έχουν να κάνουν με την τέχνη αλλά με τη ζωή και την καθημερινότητα. Απαντώντας πρόχειρα, πιστεύω ότι αυτό που αποκαλούμε «καλή πρόθεση» είναι εχθρός της τέχνης. Το να θέλεις να είσαι πολιτικά ορθός δεν είναι καλό για την τέχνη. Επειδή έτσι βάζεις στην άκρη τις αντιφάσεις. Οι τέχνες πρέπει να ενσωματώνουν όλες τις δυσκολίες, τις αντιφάσεις και τα αρνητικά στοιχεία. Λάθος επίσης είναι το να κάνεις το εντελώς αντίθετο. Να θέλεις απελπισμένα να προκαλέσεις, να αντιτεθείς, να είσαι το αντίθετο του πολιτικά ορθού. Στην τέχνη μπορείς να ακολουθείς και τη μόδα αλλά και τις κοινωνικές συμβάσεις, επειδή και τα δύο μπορεί να είναι ουσιώδη. Οχι όμως τυφλά, απωθώντας προσωπικά συναισθήματα και γνώμες. Πρέπει επίσης να αποδέχεσαι ό,τι σε εκνευρίζει και σε αποσυντονίζει, και να το εντάξεις στη δουλειά σου. Αλλιώς το έργο δεν θα εκφράζει την αλήθεια».


– H δημοκρατία ως ιδέα έχει κάνει και μεγάλα κακά;


«Οπωσδήποτε. H δημοκρατία είναι απλώς μια μέθοδος, μια προσπάθεια για την οργάνωση των αντιφάσεων της ζωής. Αλλά δεν μπορείς να έχεις δημοκρατία αυτομάτως. Είναι γελοίο να εισαγάγεις τη δημοκρατία στο Ιράκ. Οταν γεννήθηκε η δημοκρατία στην Ελλάδα, αρχικώς ήταν ένα πολύ περίεργο σύστημα: δεν συμμετείχαν οι γυναίκες, ούτε ο μισός πληθυσμός, αφού ήταν σκλάβοι. Στην πορεία εξελίχθηκε φθάνοντας σε μια ακραία και εντελώς αντιπαραγωγική κατάσταση. H Αθηναϊκή Δημοκρατία έφαγε τον εαυτό της. Το σπουδαίο χαρακτηριστικό της ήταν ότι όλα τα στοιχεία της δημοκρατίας βρίσκονταν εκεί. Αργότερα βιώσαμε τα προβλήματα, όπως το γεγονός ότι επιλέγεις με δημοκρατική ψήφο ανθρώπους που έχουν στο πρόγραμμά τους να καταστρέψουν τη δημοκρατία ή τυράννους όπως ο Χίτλερ. H δημοκρατία είναι κάτι που πρέπει να αναπτυχθεί μέσα από την εφαρμογή της».


– H τρομοκρατία είναι ένα είδος επανάστασης;


«Απολύτως. Είναι σαφές. Ο ναζισμός ήταν το αποτέλεσμα της αδυναμίας μιας αναπτυσσόμενης μαζικής κοινωνίας να συνδυάσει τα παλιά και τα νέα στοιχεία. Αν δεν μπορείς να συνδυάσεις τις αντιθέσεις των εξελίξεων στην κοινωνία αλλά και στην ιδιωτική ζωή, τότε είναι αδύνατο να προχωρήσεις ισορροπημένα. Πάρτε ως παράδειγμα το Μεσανατολικό: η κατάσταση στη Μέση Ανατολή ήρθε ως συνέπεια του Ολοκαυτώματος. Τοποθέτησαν δύο εκατομμύρια ανθρώπους σε έναν χώρο στον οποίο δεν ανήκαν. Εγκαταστάθηκαν εκεί απωθώντας άλλους. Το πρόβλημα όμως είναι ότι στον ίδιο τόπο ζούσαν οι Παλαιστίνοι. Και δεν μπορείς πλέον να πεις στους Ισραηλινούς να φύγουν, ούτε να ζητήσεις από τους Παλαιστινίους να το βουλώσουν και να κάνουν ησυχία. Το απόλυτο αδιέξοδο! Σε τέτοιες καταστάσεις οι άνθρωποι εκρήγνυνται και βγαίνουν εκτός λογικής. Σε διεθνές επίπεδο η τρομοκρατία γεννιέται όταν μια ομάδα ανθρώπων αισθάνεται πως έχει σπρωχθεί σε μια γωνία και μη μπορώντας να αντιδράσει λογικά στρέφεται στον φανατισμό. Είναι ένα είδος εξέγερσης. Αντιμετωπίζεται πολύ δύσκολα, επειδή δεν υπάρχει περιθώριο διαλόγου».


– Γιατί συμμετέχετε και ως ηθοποιός στην παράσταση του «Φάουστ»;


«Δεν συμμετέχω ως ηθοποιός αλλά ως φωνή. Τα δύο τρίτα της παράστασης είναι καθαρή μουσική από πιάνο, γραμμένη από τον συνθέτη Αρτούρο Ανεκίνο, ο οποίος έκανε τη μουσική και για τον «Φάουστ» που ανέβασα το 2000 στη Γερμανία. Εκείνος με έπεισε να διαβάσω τα λόγια που επέλεξε από τον «Φάουστ». Μόνο από τον πρώτο «Φάουστ». Δεν είμαι παρών ως ηθοποιός. Απλώς προσπαθώ τα κείμενα που θα διαβάσω να μην ακουστούν ανόητα. Αρχισα να σκηνοθετώ τον εαυτό μου στη θέση εκείνου που διαβάζει το 1992, όταν ήμουν διευθυντής στο Θεατρικό Τμήμα του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ. Αυτή την εποχή διαβάζω τον «Βαλενστάιν» του Σίλερ. Επίσης με έχει προσκαλέσει ο Κλάουντιο Αμπάντο να διαβάσω κείμενα του Γκαίτε σε μια παράσταση με έργα του Μπετόβεν. Αυτή την εβδομάδα δεν θα φοράω κοστούμι, θα έχω μπροστά μου το κείμενο και θα διαβάζω. Ο Σερό τι έκανε; Διάβαζε;».


– Ναι.


«Αυτό κάνω κι εγώ. Αλλά ο Πατρίς Σερό ήταν ηθοποιός και έπαιζε. Εγώ είχα αποπειραθεί να παίξω στο θέατρο δυο – τρεις φορές όταν ακόμη ήμουν μαθητής και πολύ γρήγορα συνειδητοποίησα ότι δεν είμαι ηθοποιός. Οταν έπαιζα αισθανόμουν τόσο άσχημα που έπρεπε να σταματήσω. Μόνο στο θέατρό μου, στο Βερολίνο, αντικαθιστούσα έναν ηθοποιό όταν αρρώσταινε, για να μπορέσει να δοθεί η παράσταση. Χρειαζόμασταν, βλέπετε, και το τελευταίο μάρκο για την παραγωγή. Από τότε δεν ανέβηκα ξανά στη σκηνή και άρχισα αυτή την καριέρα με τις αναγνώσεις και την ανακύκλωση των κειμένων». (γέλια)


– Υπάρχει μια στιγμή στη διάρκεια της πρόβας κατά την οποία νιώθετε ότι αγγίζετε το απόλυτο;


«Θα ήμουν πολύ διστακτικός να σας απαντήσω θετικά, επειδή γνωρίζω πολύ καλά ότι το πενήντα τοις εκατό των συναισθημάτων που βιώνω εκείνη τη στιγμή βρίσκεται απλώς στη φαντασία μου και όχι στη σκηνή…».


– Σας ευχαριστώ πολύ.


«Κι εγώ».


Το έργο του Γκαίτε «Φάουστ» – «Φαντασία για ηθοποιό και πιάνο» σε σκηνοθεσία του Πέτερ Στάιν παρουσιάζεται από τον ίδιο, σε πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Αρτούρο Ανεκίνο. Καλλιτεχνικός συνεργάτης ο Λουτσιάνο Κολαβέρο, σχεδιασμός φωτισμών από τη Μαρία Δερμιτζάκη. Στο πιάνο ο Τζιοβάνι Βιταλέτι. Υπό την αιγίδα της γερμανικής πρεσβείας, με τη συνεργασία του Ινστιτούτου Γκαίτε. Στο θέατρο «Ιλίσια – Ντενίση» από αύριο Δευτέρα (22/5) ως και τις 26 Μαΐου, στις 21.00. Με ελληνικούς υπέρτιτλους. Από την Αττική Πολιτιστική Εταιρεία. Πληροφορίες στα τηλέφωνα 210 7216.317, 210 7210.045, 210 7234.567.