Ολα κυλούσαν ομαλά στο ξενοδοχείο George V του Παρισιού στη διάρκεια του πλειστηριασμού προσωπικών αντικειμένων της Μαρίας Κάλλας τον Ιούνιο του 1978, όταν μια φωνή τάραξε την ατμόσφαιρα: «Αυτό που γίνεται εδώ μέσα είναι ντροπή. Προσβάλλουμε τη μνήμη μιας μεγάλης καλλιτέχνιδος. Δεν θα έπρεπε να είχε επιτραπεί ποτέ». Ηταν ο Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, ο επί δεκαετία σύζυγος της ντίβας, ο οποίος με έντονο τρόπο εξέφραζε την αντίθεσή του στη διαδικασία. Την επομένη οι εφημερίδες ασχολήθηκαν εκτενώς με το ξέσπασμά του. Ηταν η θλίψη για τον νωπό ακόμη χαμό της γυναίκας που δεν έπαψε ποτέ του να αγαπά; Ηταν άραγε η πληγή της εγκατάλειψής του από αυτήν; Μήπως, τέλος, ήταν η φόρτιση της στιγμής σε συνδυασμό με το προχωρημένο της ηλικίας του και την εύθραυστη υγεία του; Οποια κι αν ήταν η απάντηση, ο Μενεγκίνι αναδείχθηκε βασικός αγοραστής επαναποκτώντας, μεταξύ άλλων, δώρα που ο ίδιος είχε προσφέρει στην Κάλλας στη διάρκεια της συμβίωσής τους.


Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο της ντίβας τα αντικείμενα αυτά – προερχόμενα βασικά από το διαμέρισμά της στο Παρίσι- και άλλα ακόμη, ορισμένα εκ των οποίων άγνωστα ως σήμερα, από την προσωπική του συλλογή, τίθενται σε πλειστηριασμό από τον οίκο Sotheby’s του Μιλάνου στις 12 Δεκεμβρίου. Πρόκειται για συνολικά 2.000 «κομμάτια» – επιστολές της ντίβας στον σύζυγό της, φωτογραφίες της με προσωπικότητες της εποχής, κάρτες και τηλεγραφήματα, έγγραφα ντοκουμέντα, η προσωπική της συλλογή δίσκων, μουσικά χειρόγραφα, κοσμήματα, ασημικά, ζωγραφικοί πίνακες, βραδινές τουαλέτες, αποκόμματα εφημερίδων κ.ά. – τα οποία ανασυνθέτουν την εποχή που η Κάλλας ζούσε με τον Πυγμαλίωνά της.


Ο τελευταίος πλειστηριασμός αντικειμένων της ντίβας αφορούσε κοσμήματα και έγινε στη Γενεύη το 2004, με τα 11, συνολικά, «κομμάτια» να εκτινάσσονται τρεις έως πέντε φορές υψηλότερα από τις τιμές εκτίμησης. Ωστόσο, σύμφωνα με την κυρία Εσμεράλντα Μπενβενούτι, αναπληρώτρια διευθύντρια του οίκου Sotheby’s του Μιλάνου, ο επικείμενος πλειστηριασμός έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα, καθώς αποτυπώνει μια «πιο ευαίσθητη, πιο προσωπική πτυχή της Κάλλας». Οσο για το ποιος κατείχε ως σήμερα τα αντικείμενα αυτά; «Ο Μενεγκίνι όταν πέθανε το 1981 τα κληροδότησε σε άτομα του περιβάλλοντός του, όχι συγγενείς του, οι οποίοι αποφάσισαν να τα διαθέσουν προς πώληση» απαντά και πάλι η κυρία Μπενβενούτι, προσθέτοντας ότι οι άριστες συνθήκες φύλαξης των αντικειμένων αυτών αποδεικνύουν την αγάπη την οποία έτρεφε ο Μενεγκίνι προς την Κάλλας ως το τέλος της ζωής του.


Μια ενδιαφέρουσα – υποκειμενική ίσως, μα σε κάθε περίπτωση βαρύνουσα – αποτύπωση της ζωής του με την ντίβα προσέφερε εν τούτοις ο ίδιος ο Μενεγκίνι στο βιβλίο του «Mia moglie Maria Callas» («Η σύζυγός μου Μαρία Κάλλας»), το οποίο έγραψε λίγο προτού πεθάνει.


«Ημουν ο σύζυγος της Μαρίας Κάλλας για 10 χρόνια και σε όλο αυτό το διάστημα ζήσαμε σε τέλεια αρμονία» γράφει και συνεχίζει: «Δεν πιστεύω ότι θα χαρακτηριστώ αλαζόνας αν ισχυριστώ πως είμαι ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο ο οποίος τη γνώριζε πραγματικά. Ούτε με τους γονείς της, ούτε με τους φίλους της, ούτε καν με τους ανθρώπους που έκανε παρέα μετά τον χωρισμό μας μοιράστηκε τόσα εμπιστευτικά πράγματα όσα μ’ εμένα. Η ίδια το γνώριζε και το είχε πει. Οταν λίγο πριν από τον θάνατό της κάποιος δημοσιογράφος τη ρώτησε πότε θα γράψει τα απομνημονεύματά της, απάντησε: «Ο μόνος άνθρωπος που γνωρίζει τα πάντα για μένα και θα μπορούσε να γράψει τη βιογραφία μου είναι ο σύζυγός μου»».


Μετά τον χωρισμό του από την Κάλλας ο Μενεγκίνι έζησε απομονωμένος και παρακολουθώντας τη ζωή της ντίβας εν πολλοίς μέσα από δημοσιεύματα του Τύπου. Τα γεγονότα που ακολούθησαν τον θάνατό της είναι λίγο-πολύ γνωστά: η «μυθιστορηματική» από πλευράς του ανεύρεση της διαθήκης την οποία είχε συντάξει η ντίβα το 1954 καθιστώντας τον μοναδικό κληρονόμο της, η επικύρωσή της στη Γαλλία, η αμφισβήτησή της από τη μητέρα της Ευαγγελία Κάλλας και ο μεταξύ τους δικαστικός αγώνας, ο οποίος έληξε τον Μάιο του 1978 με τη συμφωνία της εξ ημισείας διανομής της περιουσίας της ντίβας, εξ ου και ο Μενεγκίνι βρέθηκε έναν μήνα αργότερα να ξαναγοράζει κάποια αντικείμενα.


Ωστόσο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το τελευταίο ιδιόχειρο σημείωμα της Κάλλας, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στον επικείμενο πλειστηριασμό, εν τούτοις όχι στην κατηγορία των επιστολών προς τον Μενεγκίνι, αφού σύμφωνα με την κυρία Μπενβενούτι «δεν είναι σίγουρο ότι ο αποδέκτης ήταν εκείνος».


Ο ίδιος πάντως αναφερόταν στο σημείωμα αυτό στο βιβλίο του, μη έχοντας αμφιβολίες για το ότι ήταν ο αποδέκτης. «Οταν μοίρασα την περιουσία με τη μητέρα της» έγραφε σχετικά «ζήτησα να μου επιτρέψουν να πάρω το χαρτιά της. Το δικαστήριο ήταν πολύ δύσκολο να ικανοποιήσει το αίτημά μου, καθώς σχεδόν τα πάντα είχαν εξαφανιστεί από το διαμέρισμα του Παρισιού. Ανάμεσα στα λίγα που είχαν μείνει ήταν ένα προσευχητάρι που το φύλαγε στο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι της». Εκεί ο Μενεγκίνι έγραφε ότι βρήκε ένα σημείωμα το οποίο του προκάλεσε απορίες ως προς τις – αδιευκρίνιστες ως σήμερα – συνθήκες θανάτου της Κάλλας.


«Ηταν ένα χαρτί από σημειωματάριο με τον λογότυπο του ξενοδοχείου Savoy του Λονδίνου. Επάνω δεξιά, με μολύβι, έγραφε στα ιταλικά Καλοκαίρι ’77, ελάχιστο καιρό πριν από τον θάνατό της, και κάτω τα αρχικά «Α.Τ.», στον Τίτα δηλαδή, όπως της άρεσε να με αποκαλεί. Ακολουθούσαν οι πρώτες φράσεις από τη μεγάλη άρια της Τζιοκόντα, στην ομότιτλη όπερα του Πονκιέλι: «Σε αυτές τις φρικτές στιγμές, μόνο εσύ μου απομένεις. Μόνο εσύ αγγίζεις την καρδιά μου. Η τελευταία φωνή της μοίρας μου, το τελευταίο σταυροδρόμι της ζωής μου…»».


Εν τούτοις, με δεδομένο τον ρόλο που διαδραμάτισε ο Μενεγκίνι και στην καριέρα της καλλιτέχνιδος, το σημείωμα αυτό εκλαμβάνεται μάλλον ως αναπόληση των περασμένων επαγγελματικών της θριάμβων παρά ως αναθέρμανση της αγάπης της για τον πρώην σύζυγό της.


«Η «Τζιοκόντα» ήταν συνδεδεμένη με τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής μας» έγραφε ο Μενεγκίνι. «Ηταν η πρώτη όπερα που η Κάλλας τραγούδησε στην Ιταλία το 1947, όπου, στο διάστημα των προβών, άνθησε ο έρωτάς μας. Ηταν η όπερα που ηχογράφησε στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1959, όταν αποφάσισε να με αφήσει. Το νόημα ήταν που με έβαλε σε σκέψεις» κατέληγε θεωρώντας ότι η θλίψη, η μοναξιά και η απογοήτευση ήταν οι βασικές αιτίες θανάτου της ντίβας…


«Γράφω σήμερα…»



Οι 63, συνολικά, επιστολές της Κάλλας στον κατά 28 χρόνια μεγαλύτερο Μενεγκίνι πριν και μετά τον γάμο τους αναμένεται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Εσμεράλντα Μπενβενούτι, να αποτελέσουν την «κορωνίδα» του πλειστηριασμού. Προς το παρόν η τιμή εκτίμησης κυμαίνεται μεταξύ 50.000 και 70.000 ευρώ. Πρόκειται για τεκμήρια της περιόδου 1947-1950, όταν η μετέπειτα ντίβα ήταν ακόμη μια υπέρβαρη και ανασφαλής νεαρή καλλιτέχνις. Εκείνο το διάστημα η Μαρία έγραφε στον Μενεγκίνι τρεις επιστολές την ημέρα, τις οποίες ο τελευταίος φύλαξε ως το τέλος της ζωής του. Χαρακτηριστικό της άμεσης διασύνδεσης της προσωπικής και της επαγγελματικής ζωής της είναι το παρακάτω απόσπασμα: «Θέλω πάντα το καλύτερο, αλλά η τέχνη μου έρχεται πρώτη… Αν είχα περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μου, θα ήταν προτιμότερο για την επιτυχία της «Νόρμα», καθώς γι’ αυτόν τον ρόλο η μελέτη δεν είναι ποτέ αρκετή» έγραφε το 1948 από τη Φλωρεντία. Την επόμενη χρονιά, την ημέρα της πρεμιέρας της ίδιας όπερας στο Μπουένος Αϊρες, η Κάλλας θα στείλει το εξής μήνυμα στον Μενεγκίνι: «Γράφω σήμερα, την ημέρα της αποφασιστικής κρίσης, την ημέρα του σπουδαίου μαθήματος belcanto που θα δώσω σε ολόκληρο τον κόσμο».


«Στη Μαρία από τον… σχεδόν εραστή της»



Η Μαρία Κάλλας με τη διάσημη κοσμικογράφο της εποχής Ελσα Μάξγουελ σε μία από τις 2.000 φωτογραφίες που θα τεθούν στον επικείμενο πλειστηριασμό κατανεμημένες σε διάφορες κατηγορίες και με τις τιμές εκτίμησης να φθάνουν τα 1.000 ευρώ. Φωτογραφίες με τον Λέοναρντ Μπερνστάιν («Στην αγαπημένη μου Μαρία από τον… σχεδόν εραστή της Λένι Μπ.» γράφει μια ιδιόχειρη αφιέρωσή του από τον Νοέμβριο του 1976), τον Λουκίνο Βισκόντι, τον Φράνκο Τζεφιρέλι, τον Αρτούρο Τοσκανίνι κατέχουν, αναμφίβολα, ιδιαίτερη θέση δίπλα σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σειρά από την κινηματογραφική «Μήδεια» του Πιερ Πάολο Παζολίνι (1969). Υπάρχουν συνολικά εννέα άλμπουμ τα οποία περιλαμβάνουν 169 φωτογραφίες (τιμή εκτίμησης 3.000-5.000 ευρώ) από την Τσινετσιτά, την Τουρκία και τη Συρία, καθώς και άλλες που αποτυπώνουν την Κάλλας ως Μήδεια στην πρεμιέρα της ταινίας στην Οπερα του Παρισιού. Ωστόσο εξίσου ενδιαφέρουσες είναι και οι επιστολές, τα τηλεγραφήματα και οι κάρτες που αντάλλαξε η Κάλλας με τους φίλους και συνεργάτες της. Χαρακτηριστικό, μεταξύ πολλών άλλων, το μήνυμα της Μαρλένε Ντίτριχ για την πρεμιέρα της «Lucia di Lamermoor» στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης τον Δεκέμβριο του 1956. «Το να πάω στη Σκάλα χωρίς τη Μαρία δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα» γράφει σχετικά ο Βισκόντι (14 επιστολές, 7 τηλεγραφήματα και 3 κάρτες, τιμή εκτίμησης 4.000-6.000 ευρώ), ενώ ο Τζεφιρέλι προσθέτει: «Η Μαλιμπράν και η Πάστα θα παρακολουθούν με ζήλια τον θρίαμβό σου στο μεγαλύτερο θέατρο του κόσμου…».


Οι τουαλέτες της Μπίκι



Βραδινές τουαλέτες και παλτό (φωτογραφία) από φίνα υλικά (τιμές εκτίμησης για το καθένα 4.000-6.000 ευρώ), σχεδιασμένα από την περίφημη Μπίκι, ιδιοκτήτρια οίκου μόδας στο Μιλάνο, την οποία η Κάλλας γνώρισε στο σπίτι της Βάλι Τοσκανίνι στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Τότε η καλλιτέχνις ήταν ακόμη υπέρβαρη και ντυμένη με άκομψα ρούχα. Ωστόσο, όπως θυμόταν αργότερα η Μπίκι, «μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ακολούθησε αυστηρή δίαιτα, η οποία της χάρισε τη μετέπειτα γοητευτική σιλουέτα που θα τη χαρακτήριζε για πάντα… Ούτε τα διασημότερα μοντέλα μπορούσαν να φορέσουν τα ρούχα με τον τρόπο που τα φορούσε εκείνη. Οπως οι αρχαίοι Ελληνες, είχε μακρύ κορμό και κοντά πόδια, το αντίθετο δηλαδή από το ιδανικό μοντέλο. Τι τα θέλετε; Φορούσε τα ρούχα όπως καμία άλλη…».


Η συλλογή περιλαμβάνει επίσης αρκετές εσάρπες, για τις οποίες η Μπίκι πίστευε ότι η Κάλλας είχε μόνο έναν ανταγωνιστή σε ολόκληρο τον κόσμο στον κομψό τρόπο με τον οποίο τις φορούσε. Επρόκειτο για τον… Πάπα Παύλο Στ´ και τη χάρη με την οποία φορούσε τα άμφιά του. Τέλος, η συλλογή περιλαμβάνει διάφορα κομμάτια του Υβ Σεν Λοράν.


Ο σκύλος του Cartier



Ακρως εντυπωσιακή καρφίτσα σε σχήμα… σκύλου φτιαγμένη από χρυσό, όνυχα, ρουμπίνια, διαμάντια και πέρλες. Πρόκειται για κόσμημα του οίκου Cartier (1948), η τιμή εκτίμησης του οποίου κυμαίνεται μεταξύ 1.200 και 1.800 ευρώ. Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα κοσμήματα της συλλογής, ξεχωρίζουν βεβαίως μεταξύ άλλων οι χρυσές βέρες του ζεύγους Μενεγκίνι – Κάλλας με χαραγμένα τα μικρά τους ονόματα και τη γαμήλια ημερομηνία «Maria e Battista 21 Aprile 1949» («Μαρία και Μπατίστα 21 Απριλίου 1949», με τιμή εκτίμησης 1.000-1.500 ευρώ). Ο κατάλογος περιλαμβάνει επίσης αρκετά νομίσματα και τιμητικά μετάλλια, όπως αυτό που αποτυπώνει σκηνή από την πρώτη παράσταση της «Αΐντα» του Βέρντι στην Αρένα της Βερόνας και είναι αφιερωμένο στη «Μαρία Μενεγκίνι- Κάλλας» (τιμή εκτίμησης 400-600 ευρώ).


Το δώρο του Κένεντι





«Στη Μαρία Κάλλας που εκπληρώνει τη ρήση του Προέδρου Τζον Κένεντι:
Η γενιά μας θα μείνει στη μνήμη για τους σπουδαίους καλλιτέχνες της» γράφει ο ασημένιος δίσκος Tiffany τον οποίο προσέφερε ως δώρο στην ντίβα ο μετέπειτα δολοφονηθείς πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών (τιμή εκτίμησης 2.000-3.000 ευρώ). Τη βραδιά της 19ης Μαΐου του 1962, την ημέρα των γενεθλίων του, η Κάλλας ερμήνευσε προς τιμήν του στη Madison Square Garden της Νέας Υόρκης άριες από την «Κάρμεν» του Μπιζέ αμέσως πριν από το περίφημο «Happy Birthday» που τραγούδησε η Μέριλιν Μονρόε. Η κατηγορία των ασημικών περιλαμβάνει επίσης τη μεγάλη ασημένια κούπα της περιόδου 1813-1814 από το Λονδίνο την οποία επαναπέκτησε ο Μενεγκίνι στον πλειστηριασμό του 1978 (τιμή εκτίμησης 6.000-8.000 ευρώ), καθώς και ένα μεγάλο βρετανικό κηροπήγιο (1865) με χαραγμένη τη φράση «Στη Μαρία Μενεγκίνι-Κάλλας, Θέατρο της Σκάλας, καλλιτεχνική περίοδος 1955-1956 Νόρμα – Τραβιάτα – Ο Κουρέας της Σεβίλλης – Φεντόρα» (τιμή εκτίμησης 4.000-6.000 ευρώ).


Η παραγγελία του Ωνάση



Πορτρέτο της ντίβας, φιλοτεχνημένο από τον Καταλανό Αλέχο Βιντάλ Κουάντρας (1961). Μια παραγγελία του Αριστοτέλη Ωνάση στον καλλιτέχνη ο οποίος είχε ζωγραφίσει μέλη πολλών βασιλικών οικογενειών ανά τον κόσμο και διάσημους κινηματογραφικούς αστέρες, όπως η Γκρέις Κέλι και η Οντρεϊ Χέπμπορν. Στο εν λόγω πορτρέτο η Κάλλας αποτυπώνεται με το φόρεμα που φορούσε στο πάρτι της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς το 1960 στο οποίο είχε εμφανιστεί συνοδευόμενη από τον Ωνάση (τιμή εκτίμησης 2.000-3.000 ευρώ).


Εξαιρετικά σημαντικό τμήμα του καταλόγου αποτελεί εξάλλου η επιλογή από ζωγραφικούς πίνακες υπό τον γενικότερο τίτλο «Ο Ακταίωνας βλέπει την Αρτεμη στο λουτρό της» – η αναφορά στο ζευγάρι είναι προφανής -, ο οποίος αντλείται από το ομότιτλο έργο του Τισιανού από τον 17ο αιώνα, το οποίο ο Μενεγκίνι διεκδίκησε στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στον χωρισμό τους, τον Δεκέμβριο του 1959. Ο κατάλογος περιλαμβάνει την όλη διαδικασία και τα σχετικά τεκμήρια (τιμή εκτίμησης 600-800 ευρώ). Μεταξύ 40.000 και 60.000 ευρώ κυμαίνεται η τιμή εκτίμησης για την «Παναγία με το Θείο Βρέφος» από το εργαστήριο του Μποτιτσέλι, ενώ ο ομότιτλος πίνακας από τη Βενετσιάνικη Σχολή του 1500 που η Κάλλας είχε μαζί της ως το τέλος της ζωής της εκτιμάται μεταξύ 8.000 και 12.000 ευρώ.


«Η Μαρία Κάλλας και ο Πυγμαλίωνάς της: τα χρόνια με τον Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι». Ο πλειστηριασμός από τον Οίκο Sotheby’s του Μιλάνου (Palazzo Broggi, Via Broggi 19) θα γίνει στις 12/12. Από τις 7 ως τις 11/12 στον ίδιο χώρο θα προηγηθεί έκθεση των αντικειμένων.