Πολυγραφότατος, περιζήτητος και αμφιλεγόμενος, ο σλοβένος φιλόσοφος Σλάβοϊ Ζίζεκ επισκέπτεται σήμερα και αύριο την Αθήνα για διαλέξεις το περιεχόμενο των οποίων αποκαλύπτει το εύρος των θεμάτων με τα οποία ασχολείται. Είναι καλεσμένος του εκδοτικού οίκου Scripta,
όπου εκδίδονται τα βιβλία του στα ελληνικά. Σήμερα στις 19.30 θα μιλήσει στην Αίθουσα Τελετών του Παντείου Πανεπιστημίου (Συγγρού 136) με θέμα «Εκκληση για μια οικολογία χωρίς τη φύση». Η διάλεξη γίνεται σε συνεργασία με το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας του
Παντείου. Αύριο στις 18.30 θα μιλήσει στο αμφιθέατρο «Ι. Δρακόπουλος» του Πανεπιστημίου Αθηνών (Προπύλαια) με θέμα «Η φιλελεύθερη ουτοπία». Η διάλεξη αυτή γίνεται σε συνεργασία με το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Π έντε από τα πάμπολλα βιβλία του σλοβένου Σλάβοϊ Ζίζεκ, ενός από τους γνωστότερους και σημαντικότερους ευρωπαίους κοινωνιολόγους, έχουν εκδοθεί στη γλώσσα μας και είναι τα εξής: «Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό;» (2002), «Καλωσορίσατε στην έρημο του πραγματικού» (2003), «Η μαριονέτα και ο νάνος» (2005), «Η δανεική χύτρα» (2006) και «Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας» (2006). Το τελευταίο παρουσιάζει ειδικότερο ενδιαφέρον, αφού με αυτό το βιβλίο ο Ζίζεκ έγινε ευρύτερα γνωστός εκτός της χώρας του.

Αυτό είναι γεγονός τουλάχιστον αξιοσημείωτο, αφού αφενός μεν πρόκειται για θεωρητικό- και καθόλου βατό- έργο, αφετέρου δε ο ίδιος δεν προέρχεται από τις δυτικές μητροπόλεις αλλά από μια μικρή χώρα όπως η Σλοβενία, όπου ο πληθυσμός της δεν ξεπερνά τα δύο εκατομμύρια. Μολονότι ο Ζίζεκ έγινε πανευρωπαϊκά γνωστός μόλις άρχισε να δημοσιεύει τα βιβλία του στα αγγλικά, το γεγονός δεν παύει να έχει ιδιαίτερη σημασία και να αποδεικνύει πως αν ο συγγραφέας κινείται σε ένα, ας πούμε, υπερεθνικό επίπεδο – και υπό την προϋπόθεση ότι όσα αναφέρει είναι ενδιαφέροντα- τότε υπάρχει χώρος υποδοχής για τα βιβλία και τις ιδέες του και εκτός εθνικών συνόρων.

Το πολιτισμικό πεδίο
«Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας» εκδόθηκε το 1989 και είναι το πρώτο βιβλίο του Ζίζεκ στην αγγλική γλώσσα που τον έκανε γνωστό στον δυτικό κόσμο, ιδιαίτερα στους ριζοσπαστικούς ακαδημαϊκούς κύκλους οι οποίοι διαμορφώθηκαν μετά τα κινήματα της νεολαίας τη δεκαετία του ΄60, αλλάζοντας και τα δεδομένα με τα οποία ως τότε λειτουργούσε η ρυθμιστική Παιδεία. Επιπλέον θα πρέπει να τονιστεί εκ νέου το γεγονός ότι πρωτοκυκλοφόρησε λίγο πριν από την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Ο υποψιασμένος αναγνώστης εύκολα θα διαπιστώσει ότι ο Ζίζεκ βρίσκεται αντιμέτωπος με την κρίση της Αριστεράς, την οποία θεωρεί μάλιστα προσδιοριστική όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν, μολονότι δεν έχει καμία σχέση με τον Μίλοβαν Τζίλας, ο οποίος ήταν ο πρώτος γιουγκοσλάβος διανοούμενος που μίλησε για την κρίση αυτή και μάλιστα με τρόπο ειρωνικό, αν μη ωμό.

Η ελληνική έκδοση του βιβλίου (Εκδόσεις Scripta) συνοδεύεται από εκτενέστατη συνέντευξη-συζήτηση του Ζίζεκ με τον επιμελητή Γιάννη Σταυρακάκη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα». Συνιστώ στον αναγνώστη, μολονότι η συνέντευξη λειτουργεί ως επίμετρο, να τη διαβάσει προτού αρχίσει την ανάγνωση του υπόλοιπου βιβλίου. Είναι μια καλή εισαγωγή στη σκέψη και στην προβληματική του συγγραφέα, αλλά και αφορμή να αναρωτηθεί κανείς για τα συμβαίνοντα σήμερα σε σχέση με όσα προηγήθηκαν την τελευταία εικοσαετία.

Ο Ζίζεκ είναι ένας από τους εκπροσώπους της νέας ευρωπαϊκής Αριστεράς που μέσω των πολιτισμικών σπουδών, ιδιαίτερα της μεταπολεμικής εποχής, αντλεί συμπεράσματα για το παρόν. Απλοποιώ ένα πολύ σύνθετο σκεπτικό το οποίο εκφράζεται όχι μόνο μέσα από μιαν εξαιρετικά εξειδικευμένη αλλά και μεγάλου εύρους ορολογία για να τονίσω ότι ο συγγραφέας θεωρεί αυτονόητο πως εκείνοι που θα τον διαβάσουν μπορούν να κινηθούν το ίδιο εύκολα στο τεράστιο φιλοσοφικό, κοινωνικό και αισθητικό πεδίο το οποίο καλύπτουν τα κείμενά του. Οπωσδήποτε χωρίς γνώση αυτού του πεδίου είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει κατανοητή η επιχειρηματολογία του Ζίζεκ. Δεν πρόκειται για κλειστό και άγνωστο σύστημα αλλά για ένα σκεπτικό ανοιχτό προς όλες σχεδόν τις μορφές αναγνώρισης, περιγραφής και ερμηνείας του επιστητού. Πρόκειται δηλαδή για μια υπερβολικά σύνθετη εικόνα του κόσμου, που συνοδεύεται και από ένα δαιμονιώδες- όταν δεν είναι παιγνιώδες- φάσμα επιχειρημάτων, όπου το παρόν μέσα από τις ποικίλες εκδοχές των γεγονότων συνθέτει ένα αμάλγαμα που πάει στιγμές στιγμές να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη.

Μαζική και υψηλή κουλτούρα
Σε τούτο το γοητευτικό βιβλίο, που ακροβατεί ανάμεσα στη θεωρία και στα γεγονότα, το κάθε παράδειγμα που παραθέτει ο Ζίζεκ είναι από μόνο του και ένα πεδίο: αισθητικό, κοινωνικό, φιλοσοφικό ή επιστημολογικό. Αυτό δεν γίνεται επιδεικτικά αλλά προϋποθέτει έναν όχι μόνο επαρκή μα και «ολοκληρωμένο» αναγνώστη, μια πλήρη, χωρίς ωστόσο να είναι κορεσμένη, συνείδηση. Οποιος δεν έχει διαβάσει τον Μαρξ, δηλαδή τα σημαντικότερα και δυσκολότερα έργα του- όπως είναι το «Κεφάλαιο»-, τον Χέγκελ, τον Λακάν ή τον Φρόιντ (για να μη μιλήσω για τον Κάφκα, τον Χένρι Τζέιμς, τον Μπένγιαμιν, τον Μαριβό και πάει λέγοντας) δεν μπορεί να οικειοποιηθεί τη σκέψη του Ζίζεκ και τον τρόπο με τον οποίο μέσω της φιλοσοφίας ή της υψηλής κουλτούρας γενικά ερμηνεύονται η μαζική ή λαϊκή κουλτούρα, τα κοινωνικά στερεότυπα και οι ποικίλες μορφές συμπεριφοράς. Το να εξηγείς την κοινωνία μέσω των ιστορικών δεδομένων ή προταγμάτων (ιδεών επί το απλούστερο) ήταν και είναι η συνήθης πρακτική, ιδιαίτερα μέσα στους κύκλους της Αριστεράς, από την κομμουνιστική ως τη σοσιαλδημοκρατική. Το αντίθετο παρουσιάζει προβλήματα- αλλά αυτό είναι και το προκλητικό, ενίοτε και συναρπαστικό, στον Ζίζεκ.

Ενα συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς είναι η διαπίστωση ότι τα όποια πολιτισμικά προϊόντα λειτουργώντας φαντασιακά αποτελούν μορφές ελέγχου- και εκεί, στον κατασταλτικό έλεγχο, καταλήγουν οι πάσης φύσεως ολοκληρωτισμοί. Αυτονόητο; Δεν θα το λέγαμε. Υπάρχει η ψυχανάλυση, υπάρχει ο Λακάν, ο μεγάλος δάσκαλος του Ζίζεκ, που μας αποδεικνύει ότι για την ιδεολογία (ή για κάθε ιδεολογία) μπορεί να διατυπωθεί και μια ψυχαναλυτική θεωρία. Για να το πούμε ωστόσο πιο σωστά: μία ή περισσότερες μορφές της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται το βιβλίο του Ζίζεκ και έτσι πρέπει να το αντιμετωπίσει κάποιος εξαρχής, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί με τον συγγραφέα. (Είναι παράξενο, π.χ., το να αναφέρεται κανείς στην έννοια του «υψηλού» χωρίς να ξεκινάει από τον Λογγίνο αλλά από τον Καντ , όπως συμβαίνει με τον Ζίζεκ, όταν μάλιστα δεν αγνοεί την αρχαιότητα- με την έννοια των παραδειγματικών μορφών σαν αυτή της Αντιγόνης, στην οποία αναφέρεται επαναληπτικά.) Εν τούτοις η προσπάθεια αξίζει τον κόπο. Η νεότερη γαλλική φιλοσοφία (ή θεωρία ή όπως και αν την ονομάσει κανείς) έχει επιδράσει εμφανώς στον Ζίζεκ, μολονότι δεν είναι λίγοι οι Αγγλοσάξονες με τους οποίους διαλέγεται και που στον εμπειρισμό τους, κατά την πάγια παράδοση της ηπειρωτικής Ευρώπης, ο ίδιος αντιτάσσει μια ποιητική της αμφιβολίας. Την ποιητική αυτή την κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσα το γεγονός ότι ο Ζίζεκ λειτουργεί ριζοσπαστικά στο εσωτερικό μιας ιδεολογίας (του μαρξισμού) η οποία εξ ορισμού θεωρείται ριζοσπαστική εδώ και πάνω από 100 χρόνια.

Ξεπερνώντας τα «δίπολα»
Ο Ζίζεκ αντιμετωπίζει έναν μεταμοντέρνο κόσμο αλλά ο ίδιος δεν είναι μεταμοντερνιστής. Αλλωστε ο φιλοσοφικός- κοινωνικός σχολιασμός των θεωρουμένων ως τετριμμένων με όρους της υψηλής κουλτούρας δεν είναι δικό του εύρημα. Προηγήθηκε ο Αντόρνο κατά 30 και πλέον χρόνια με τα «Μinima moralia». Τα κλασικά δίπολα έτσι (καλό- κακό, το εγώ και ο άλλος, η φαντασία και η πραγματικότητα, το πραγματικό και ο συμβολισμός του όπως το διατύπωσε ο Λακάν και όπως το χειρίζεται ο ίδιος, όχι ως κλινική αλλά ως κοινωνιολογική ανάλυση) διατυπώνονται μεν μέσα από χεγκελιανά διαλεκτικά σχήματα αλλά υπονομεύονται από την καντιανή κριτική της κρίσης, που είναι εντυπωσιακό το ότι τη χρησιμοποιεί τόσο υπονομευτικά αλλά και τόσο έξυπνα ένας σύγχρονος θεωρητικός- και δη ριζοσπαστικός. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά στο χάσμα ανάμεσα στο πραγματικό και στο συμβολικό πεδίο. Αν θέλαμε να επεκτείνουμε τα παραπάνω, θα λέγαμε ότι το χάσμα αυτό υπάρχει και ανάμεσα στη μνήμη και στις μορφές. Το ζήτημα δεν είναι αν μπορεί να καλυφθεί ή όχι. Με τα σημερινά δεδομένα- και μέσα από τόσες ιδεολογικές ακυρώσεις και καταπτώσεις- προφανώς και δεν μπορεί. Αλλά αυτή, ευτυχώς ή δυστυχώς, είναι η εποχή μας. Εποχή αναστοχαστική, διόλου όμως λιγότερο ενδιαφέρουσα από τις εποχές των βεβαιοτήτων. Το να μπορείς επομένως να θέτεις ή να επαναθέτεις τα προβλήματα (γιατί αυτό σημαίνει να αναστοχάζεσαι) είναι ήδη κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Μπορεί να μην είναι καινούργιο (και επ΄ αυτού ο Ζίζεκ έγραψε το θαυμάσιο κεφάλαιο «Πώς ο Μαρξ επινόησε το σύμπτωμα») αλλά ποτέ άλλοτε δεν είχε τη σημερινή ένταση. Είναι δηλαδή αναθεωρητικός ο Ζίζεκ; Ασφαλώς και είναι, όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε πρωτότυπο στοχαστή.

«Εκκληση για μια οικολογία χωρίς τη φύση» και «Η φιλελεύθερη ουτοπία» είναι τα θέματα των δύο διαλέξεων που θα δώσει σήμερα και αύριο ο σλοβένος στοχαστής