Ο Ζιαν Ρονγκ έγραψε ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή μπεστ σέλερ, οι πωλήσεις του οποίου ξεπέρασαν τα 20 εκατομμύρια αντίτυπα διεθνώς, και κανείς δεν γνωρίζει σε τι επίπεδα θα φθάσουν τελικά καθώς το μυθιστόρημά του «Το τοτέμ του λύκου» μεταφράζεται σε ολοένα περισσότερες γλώσσες. Στην Ασία το βιβλίο απέσπασε μόνο ύμνους αλλά στη Δύση υπήρξαν και επιφυλάξεις. Εν τούτοις πρόκειται για αφηγηματικό
έπος που, παρά το μέγεθός του, διαβάζεται σχεδόν απνευστί. Είναι ένα μυθιστόρημα ηθών και πολιτικής κριτικής, ανάλυση της ψυχοσύνθεσης ενός ολόκληρου λαού και ταυτοχρόνως άτυπο οικολογικό μανιφέστο, η αξία του οποίου μάλιστα πρέπει να συνεκτιμηθεί και από το γεγονός ότι προέρχεται από την Κίνα, όπου το μέγεθος της οικολογικής καταστροφής εξαιτίας της αλόγιστης εκβιομηχάνισης είναι τεράστιο
– και επικίνδυνο για όλον τον πλανήτη. Δεν είναι τυχαίο που «Το τοτέμ του λύκου» απέσπασε το περυσινό βραβείο Μan Βooker για την Ασία.
Προδημοσιεύουμε σήμερα ένα απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο. Το μυθιστόρημα θα κυκλοφορήσει στο τέλος της επόμενης εβδομάδας από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Μόλις ο Τσεν Ζεν κόλλησε το μάτι του στο καννοκιάλι, μέσα στην κρυψώνα που είχαν σκάψει στο χιόνι, αντίκρισε το ατσάλινο βλέμμα ενός γκρίζου λύκου. Ανατρίχιασε αμέσως από τον τρόμο, λες κι εκείνα τα μάτια είχαν τη δύναμη να διαπεράσουν την ψυχή του. Μόνο που ο γερο-Μπίλτζι βρισκόταν πλάι του. Αυτή τη φορά ο Τσεν Ζεν δεν αισθάνθηκε την ψυχή του να αφήνει το σώμα του, αλλά ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από κάθε πόρο του κορμιού του. Ζούσε στα βοσκοτόπια εδώ και δύο χρόνια, μα δεν είχε αποβάλει ακόμα τον φόβο για τους λύκους της Μογγολίας, ειδικά αν ήταν σε αγέλη. Βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα μεγάλο κοπάδι, και μάλιστα ψηλά πάνω στα βουνά, μακριά από τον καταυλισμό. Ο αχνός της ανάσας του έβγαινε τρεμουλιαστός στον αέρα. Ούτε ο Τσεν ούτε ο Μπίλτζι είχαν όπλα- μια καραμπίνα, ένα μαχαίρι, ένα λάσο, έστω τους μεταλλικούς αναβολείς. Είχαν μόνο δυο μπαστούνια, από αυτά που κρατούν οι βοσκοί, κι αν οι λύκοι τούς οσμίζονταν, η ουράνια ταφή τους δεν θα αργούσε πολύ. Ο Τσεν βαριανάσανε φοβισμένος και γύρισε να κοιτάξει τον γερο-Μπίλτζι που παρακολουθούσε τους λύκους με το καννοκιάλι του. «Χρειάζεσαι περισσότερο θάρρος» είπε μαλακά ο γέρος. «Μοιάζεις με πρόβατο. Εχεις τον φόβο του λύκου στο αίμα σου. Ετσι εξηγείται γιατί εσείς οι Κινέζοι δεν έχετε κερδίσει καμία μάχη εδώ έξω». Σαν είδε πως δεν έπαιρνε απάντηση, έσκυψε κοντά του και ψιθύρισε: «Πρέπει να κρατήσεις την ψυχραιμία σου. Αρκεί μία λάθος κίνηση και τελειώσαμε».

Ο Τσεν έγνεψε καταφατικά, πήρε μια χούφτα χιόνι και την έσφιξε τόσο ώσπου έγινε μια παγωμένη μπάλα.

Ενα κοπάδι γαζέλες έβοσκε σε μια κοντινή πλαγιά, μη έχοντας αντιληφθεί την αγέλη που έσφιγγε τον κλοιό γύρω του. Οι λύκοι είχαν πλησιάσει πάρα πολύ στην κοιλότητα που είχαν σκάψει οι δυο άνδρες στο χιόνι. Μη τολμώντας να κουνηθεί, ο Τσεν Ζεν πέτρωσε στη θέση του, σαν άγαλμα από πάγο.

Ηταν η δεύτερη συνάντησή του με αγέλη λύκων από τότε που είχε έρθει στα βοσκοτόπια. Θυμήθηκε την πρώτη κι ο φόβος άρχισε να τον πλημμυρίζει ξανά.

Πριν από δύο χρόνια, στα τέλη Νοεμβρίου, είχε φτάσει εκεί από το Πεκίνο για να ενωθεί με μια ταξιαρχία παραγωγής. Το χιόνι σκέπαζε τα λιβάδια ως εκεί όπου έφτανε το μάτι. Το Ολόν Μπουλάνγκ βρίσκεται στα νοτιοανατολικά των μεγάλων ορέων Ζινγκ΄άν, ακριβώς βόρεια του Πεκίνου, και συνορεύει με την Εξωτερική Μογγολία. Ιστορικά αποτελούσε το νότιο πέρασμα ανάμεσα στη Μαντζουρία και στις μογγολικές στέπες και, κατά συνέπεια, πεδίο μάχης ανάμεσα σε πολλούς λαούς και νομαδικές φυλές, αλλά και μια περιοχή για την κυριαρχία της οποίας η πάλη ανάμεσα σε νομάδες και αγρότες φαινόταν παντού.

Στους σπουδαστές από το Πεκίνο- τη «μορφωμένη νεολαία», όπως τους αποκαλούσαν – δεν είχαν δώσει ακόμα γιούρτα· έτσι, ο Τσεν έμενε με τον γερο-Μπίλτζι και την οικογένειά του και είχε αναλάβει καθήκοντα βοσκού. Μια μέρα, μόλις έναν μήνα μετά την άφιξή του, τον έστειλαν με τον Μπίλτζι στην περιφερειακή διοίκηση, σε απόσταση περίπου ογδόντα λι, να φέρουν υλικό για μελέτη και να κάνουν τα αναγκαία ψώνια. Λίγο πριν πάρουν τον δρόμο της επιστροφής, κάλεσαν εκτάκτως τον Μπίλτζι σε μια συνέλευση της επαναστατικής επιτροπής. Και καθώς το υλικό έπρεπε να παραδοθεί χωρίς καθυστέρηση, είπαν στον Τσεν να επιστρέψει μόνος του. Φεύγοντας ο Μπίλτζι πήρε το άλογο του Τσεν και του έδωσε το δικό του: ένα μεγάλο μαύρο και γρήγορο άτι που ήξερε καλά τον δρόμο του γυρισμού. Τον συμβούλευσε να μην κόψει δρόμο από πουθενά και να ακολουθήσει τη διαδρομή που έκαναν τα κάρα. Κάθε είκοσι ή τριάντα λι υπήρχε και μία γιούρτα· οπότε, θα επέστρεφε δίχως προβλήματα.

Ο Τσεν καβαλίκεψε και ξεκίνησε. Αμέσως ένιωσε τη δύναμη του μογγολικού αλόγου και θέλησε να καλπάσει σαν τον άνεμο. Οταν έφτασε σε μια ράχη απ΄ όπου φαινόταν η κορυφή Τσάγκανουλ και ο καταυλισμός της ταξιαρχίας, ξέχασε τη συμβουλή του Μπίλτζι. Βγήκε από τον δρόμο που φιδογύριζε στο βουνό μεγαλώνοντας την απόσταση κατά είκοσι ή τριάντα λι, για να κάνει μια παράκαμψη που έβγαζε κατευθείαν στον καταυλισμό. Η θερμοκρασία είχε αρχίσει να πέφτει και στα μισά του δρόμου ο ψυχρός ήλιος πήρε να τρέμει προτού αποσυρθεί στον ορίζοντα και χαθεί από τα μάτια του Τσεν. Παγερός αέρας σηκώθηκε. Σε κάθε του κίνηση ο νέος ένιωθε να τρίζει το δερμάτινο μπουφάν του, που είχε γίνει άκαμπτο από τον πάγο. Στο τρίχωμα του αλόγου ο ιδρώτας είχε γίνει μια παγωμένη κρούστα, ενώ ένα συμπαγές στρώμα χιονιού δυσκόλευε την κίνησή του. Βρισκόταν μέσα στην ερημιά, μακριά από κάθε σημείο ζωής. Οι κυματιστοί λόφοι απλώνονταν ως το βάθος του ορίζοντα: ούτε ένα ίχνος καπνού δεν φαινόταν. Το άλογο συνέχισε τον καλπασμό του· ο Τσεν χαλάρωσε τα γκέμια και το άφησε να ορίσει την ταχύτητα και την κατεύθυνση. Αξαφνα, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, τα νεύρα του τσιτώθηκαν. Αναρρίγησε και φοβήθηκε ότι το άλογο θα έχανε τον δρόμο, ο καιρός θα χειροτέρευε, θα τον έπιανε χιονοθύελλα και θα πέθαινε από το κρύο στα παγωμένα βοσκοτόπια. Το μόνο που ξέχασε ήταν οι λύκοι.