Η Μινέτ Γουόλτερς (1949) ανήκει στη νεότερη γενιά των Βρετανίδων που ασχολούνται με την αστυνομική λογοτεχνία, δηλαδή την επόμενη από εκείνην της Φύλις Τζέιμς και της Ρουθ Ρέντελ, αφού το πρώτο της μυθιστόρημα, το The Ice House (στα ελληνικά Εκδίκηση από το παρελθόν, εκδόσεις Πατάκη), κυκλοφόρησε το 1992. Ολες οι συγγραφείς έχουν βασιστεί στο ορθόδοξο μυθιστόρημα που καλλιέργησαν με επιτυχία η Αγκαθα Κρίστι και η Ντόροθι Σέγερς, δύο από τις επιφανέστερες γυναίκες της Λέσχης Αστυνομικών Συγγραφέων του Λονδίνου τη δεκαετία του 1930. Η Γουόλτερς προχώρησε μερικά βήματα πιο πέρα: δεν μένει στο ερώτημα «ποιος είναι ο δολοφόνος;» αλλά προβαίνει στην ψυχολογική ανάλυση των ηρώων της, σκιαγραφεί την προσωπικότητά τους, αναζητώντας τα αίτια που τους οδήγησαν στο έγκλημα.


Ο βιασμός της Σιλ


Το Διαταραγμένες ψυχές πραγματεύεται ένα σκοτεινό γεγονός που έλαβε χώρα τον Μάιο του 1970 σε γειτονιά του Μπορνμάουθ, μιας μικρής παραθαλάσσιας κωμόπολης. Δύο 13χρονες φίλες, η Λουίζ Λου και η Πρίσιλα (Σιλ), βγαίνουν βόλτα στο παρακείμενο πάρκο, μαζί με τον αδελφό της μιας, τον Μπίλυ, και πέφτουν πάνω σε μια ομάδα τριών σκληρών αγοριών τα οποία κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονται σε ίδρυμα ανηλίκων. Οι νεαροί βιάζουν τη Σιλ, μα κανείς δεν καταγγέλλει το γεγονός, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τη ρήξη στη σχέση των δύο κοριτσιών. Τελικά, η Λου αναφέρει τον βιασμό στην αστυνομία, αλλά τότε η Σιλ εξαφανίζεται. Την ίδια εποχή, στο Μπορνμάουθ δολοφονείται η 57χρονη Γκρέις Τζέφρις: πρόκειται για άγριο έγκλημα που θυμίζει τη σφαγή της Σάρον Τέιτ, συντρόφου του Ρόμαν Πολάνσκι, από την οικογένεια Μάνσον στην Καλιφόρνια έναν χρόνο πριν. Η κοινή γνώμη του συντηρητικού Μπορνμάουθ – η περιοχή, διαβάζουμε, είχε τότε ελάχιστες προοπτικές ανάπτυξης και τα ποσοστά ανεργίας ήταν υψηλά – αναστατώνεται και οι δημοσιογράφοι αποδίδουν ευθύνες για το έγκλημα στους Μπιτλς και στα αντιπολεμικά τραγούδια τους, στα μακριά μαλλιά, στο κάπνισμα μαριχουάνας και στον ελεύθερο έρωτα, φαινόμενα που υποτίθεται πως επηρεάζουν αρνητικά τη νεολαία. Ως δράστης του φόνου συλλαμβάνεται, δικάζεται και εκτελείται ο νεαρός Σταμπ, εγγονός της Τζέφρις, και η υπόθεση ξεχνιέται.


Τριάντα τρία χρόνια αργότερα, ένας ιδιόρρυθμος ανθρωπολόγος, ο καθηγητής Τζόναθαν Χιουζ, κατά το ήμισυ Αγγλος, μελετητής του προβλήματος της γκετοποίησης και του κοινωνικού αποκλεισμού, συγγραφέας ενός βιβλίου με θέμα ανθρώπους που έπεσαν θύματα δικαστικής πλάνης, αναλαμβάνει, μαζί με την Τζορτζ Γκάρτνερ, μια επίμονη δημοτική σύμβουλο, να ξανανοίξει τον φάκελο της υπόθεσης. Φεβρουάριος του 2003, εποχή που το Λονδίνο αισθάνεται απειλούμενο, καθώς ο επικείμενος πόλεμος στο Ιράκ προξενεί ανησυχία στους κατοίκους της πόλης και αναμένεται τρομοκρατικό χτύπημα της Αλ Κάιντα. Ο Τζόναθαν, πιστεύοντας ότι ο κόσμος έχει τρελαθεί μετά τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης, ψάχνοντας και ερευνώντας την υπόθεση δολοφονίας της 57χρονης πέφτει πάνω στον βιασμό της Σιλ.


Δεν είναι τυχαίο που η συγγραφέας θέλει ο ήρωάς της να είναι μιγάς· αφού η επιδερμίδα του έχει σκούρο χρώμα, μπορεί πιο εύκολα να συλληφθεί και να προπηλακιστεί από την αστυνομία: «Είναι κόλαση να είσαι μαύρος» λέει ο καθηγητής (σελ. 149). Με αυτόν τον τρόπο η Γουόλτερς επιχειρεί να δείξει τον υφέρποντα ρατσισμό της αγγλικής κοινωνίας και να επισημάνει πως η «εκλεκτή» φυλή των σημερινών Αγγλων που αντιπαθεί όχι μόνο τους μελαψούς και τους μαύρους, μα και τους Ιρλανδούς και τους Σκωτσέζους, είναι μείγμα από Σάξονες, Βίκινγκς, Ρωμαίους και Νορμανδούς.


Εισβολή στο Ιράκ


Παρά τις καίριες επισημάνσεις της, πολιτικές και κοινωνικές, και παρά το ότι θίγει το πρόβλημα του ρατσισμού, το μυθιστόρημά της δεν είναι πολιτικό με την έννοια που δίνουμε στο μεσογειακό αστυνομικό μυθιστόρημα. Μπορεί η ίδια να ενδιαφέρεται για την πολιτική – αυτό δείχνουν οι εύστοχες παρατηρήσεις της για την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ -, αλλά πρωτίστως νοιάζεται να οδηγήσει τον αναγνώστη της στα μυστικά που κρύβουν οι ήρωές της, τα οποία θα εξηγήσουν και θα αιτιολογήσουν τη διάπραξη του εγκλήματος.


Ο κ. Φίλιππος Φιλίππου είναι συγγραφέας.