Ο Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε (Καρθαγένη, 1951), με θητεία στη μάχιμη δημοσιογραφία, είναι ένας από τους ελάχιστους σύγχρονους ισπανούς μυθιστοριογράφους που έχουν στη χώρα μας πιστούς φίλους, κάτι που φαίνεται από τις πωλήσεις των βιβλίων του (μερικά έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο). Τα μέχρι πρόσφατα εκδοθέντα έργα του ήταν περιπέτειες με μυστήριο, αινίγματα, δράση, έρωτα, πάθη κι εγκλήματα, όμως το τελευταίο του μυθιστόρημα Ο ζωγράφος των μαχών είναι διαφορετικό, το πλέον φιλόδοξο από όλα τα προηγούμενα. Εδώ η δράση απουσιάζει, ή καλύτερα υπάρχει με τη μορφή αναμνήσεων του κεντρικού ήρωα, του κατά κάποιον τρόπο alter ego του, του ζωγράφου, πρώην φωτορεπόρτερ Ανδρές Φάουλκες. Μέσω αυτού ο Πέρεθ-Ρεβέρτε ανακαλεί στιγμές από τα βιώματά του ως πολεμικού ανταποκριτή σε ποικίλες συρράξεις ανά την υφήλιο και στοχάζεται πάνω σε διαχρονικά ζητήματα: τον θάνατο, τον έρωτα, τη μοναξιά, την τέχνη. Κυρίως, πάνω στον πόλεμο, τον πατέρα όλων των πραγμάτων, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο.


Ο Φάουλκες είναι ερημίτης· ύστερα από μια σωρεία απογοητεύσεων και του σοκ από τον θάνατο της συντρόφου του, της φωτογράφου μόδας Ολβίδο (=Λήθη, Λησμοσύνη), η οποία τον ακολουθούσε στα ταξίδια του, έχει απομονωθεί σ’ έναν πύργο στις ακτές της Μεσογείου, στο Πουέρτο Ουμβρία. Εκεί ζωγραφίζει μια τεράστια ιστορική τοιχογραφία, βασισμένη στα πρότυπα του πρώτου διδάξαντος, του Μεξικανού Διέγο Ριβέρα, που απεικονίζει μάχες και είναι γεμάτη με νεκρούς, τραυματίες, βιασμένες γυναίκες. Ξαφνικά δέχεται μιαν απρόσμενη επίσκεψη: ο Κροάτης Ιβο Μάρκοβιτς, θύμα του εμφυλίου σπαραγμού της Γιουγκοσλαβίας, βρίσκεται έξω από την πόρτα του· εδώ και δέκα χρόνια τον αναζητεί παντού. Είχαν γνωριστεί· ο Φάουλκες ήταν στην Κροατία μαζί με την Ολβίδο και στις φωτογραφίες που τράβηξε περιλαμβάνεται και μία με κροάτες στρατιώτες στο Βούκοβαρ, οι οποίοι, αφού πολέμησαν εναντίον των Σέρβων, σέρνονταν εξουθενωμένοι. Η δημοσίευση της φωτογραφίας συνέπεσε με την πτώση της πόλης και την εξόντωση όλων των υπερασπιστών της, και έτσι μετατράπηκε σε σύμβολο του πολέμου και βραβεύθηκε ως σύμβολο όλων των στρατιωτών όλων των πολέμων. Ανάμεσα στους στρατιώτες ήταν και ο Μάρκοβιτς, ο μόνος επιζών από τους συντρόφους του που εξολοθρεύτηκαν από τους Σέρβους. «Γιατί με ψάχνετε;» ρωτάει ο ζωγράφος τον Κροάτη. «Γιατί πρόκειται να σας σκοτώσω» απαντάει εκείνος.


Στη συνέχεια ο αναγνώστης πληροφορείται τους λόγους της συγκεκριμένης απόφασης: εξαιτίας της φωτογραφίας ο Μάρκοβιτς αναγνωρίστηκε, συνελήφθη, βασανίστηκε, κλείστηκε σε στρατόπεδο και η γυναίκα του δολοφονήθηκε μαζί με το παιδί τους. Επομένως, με βάση τη γνωστή θεωρία της πεταλούδας (αν μια πεταλούδα κουνήσει τα φτερά της στη Βραζιλία, σηκώνεται αέρας στην άλλη άκρη του κόσμου), πιστεύει ότι ο Φάουλκες είναι υπεύθυνος για την καταστροφή της οικογένειάς του. Ωστόσο δεν τον σκοτώνει αμέσως. Οι δύο άνδρες, πληγωμένοι από τον ίδιο ακριβώς πόλεμο, αρχίζουν έναν φιλοσοφικό διάλογο πάνω στην κακουργηματική φύση του ανθρώπου. «Ξέρετε γιατί το ανθρώπινο ον βασανίζει και σκοτώνει τα άλλα μέλη του είδους του;» ρωτάει ο Μάρκοβιτς τον ζωγράφο. «Ο άνθρωπος βασανίζει και σκοτώνει επειδή το έχει μέσα του. Του αρέσει» απαντάει εκείνος.


Θα μπορούσε να πει κάποιος πως ο συγγραφέας μεροληπτεί κατά των Σέρβων, στους οποίους αποδίδει ευθύνες για εθνοκάθαρση και άλλα δεινά. Ωστόσο πρόθεσή του δεν είναι να μιλήσει για τον πόλεμο στα Βαλκάνια. Το Ο ζωγράφος των μαχών, δείγμα υψηλής λογοτεχνίας φιλοσοφικού περιεχομένου, είναι αντιπολεμικό μυθιστόρημα, στο στόχαστρό του βρίσκονται όλοι οι πόλεμοι. Ο ζωγράφος των μαχών, ο ήρωας, είναι κι αυτός θύμα, δεδομένου ότι ο Φάουλκες έτρεχε στις μάχες, κινδύνευε το ίδιο με τους φαντάρους ή τους αμάχους, υπέφερε. Εν τούτοις η Κύπρος, το Βιετνάμ, ο Λίβανος, η Καμπότζη, η Ερυθραία, το Ελ Σαλβαδόρ, η Νικαράγουα, η Ανγκόλα, ο Λίβανος, το Ιράκ, η Μοζαμβίκη, τα Βαλκάνια, τον μετάλλαξαν, τον έκαναν κάπως κυνικό. Ρισκάριζε τη ζωή του για εντυπωσιακές φωτογραφίες, τις οποίες πουλούσε σε πρακτορεία ειδήσεων ή σε διαφημιστικές εταιρείες. Σε αυτές είναι αποτυπωμένοι ο θάνατος και ο πόνος: ένας ανγκολέζος αντάρτης κλαίει δίπλα στον νεκρό φίλο του, ένα πληγωμένο παιδί κοιτάζει τη νεκρή μητέρα του στην Πνομ Πενχ, σκοτωμένη από ρουκέτα των Ερυθρών Χμερ, ένας Ελληνοκύπριος αγκαλιάζει τη γυναίκα και τα παιδιά του, ενώ στον ουρανό πετάνε τουρκικά βομβαρδιστικά.


Το τέλος του μυθιστορήματος, αναπάντεχο, όπως οφείλει να είναι το τέλος κάθε καλής ιστορίας, ωθεί τον αναγνώστη να σκεφθεί πάνω στην ανθρώπινη ματαιοδοξία. Σε κάθε περίπτωση, ο Πέρεθ-Ρεβέρτε θέλει να περάσει το μήνυμα πως στον πόλεμο κανένας δεν είναι αθώος. Ασφαλώς ούτε ο Φάουλκες, ο οποίος είχε πληρώσει έναν ελεύθερο σκοπευτή για να του επιτρέψει να μείνει δίπλα του και να τραβάει φωτογραφίες, καθώς πυροβολούσε τον κόσμο που έτρεχε στον δρόμο.