Γιατί ο Ντεριντά διάβαζε Πλάτωνα όταν οι φοιτητές καταλάμβαναν τη Σορβόννη τον Μάιο του 1968; Και γιατί ο Φουκό έγραφε για τον Οιδίποδα Τύραννο την εποχή όπου αγωνιζόταν για τα δικαιώματα των φυλακισμένων μαζί με τον Βιντάλ-Νακέ; Απάντηση σε αυτά τα εκ πρώτης όψεως παράδοξα ερωτήματα, καθώς και σε άλλα που έχουν να κάνουν με την επίδραση της αρχαίας Ελλάδας στην πολιτική σκέψη της μεταπολεμικής Γαλλίας δίνει η Μίριαμ Λέναρντ που διδάσκει Κλασικές Σπουδές στο University College του Λονδίνου. Ο κύριος άξονας του έργου της περιστρέφεται γύρω από την πρόσληψη της Αντιγόνης του Σοφοκλή, καθώς και του Συμποσίου και του Φαίδρου του Πλάτωνα στα έργα όχι μόνο του Ζακ Ντεριντά και του Μισέλ Φουκό, αλλά και των Ζαν-Πιερ Βερνάν, Κλοντ Λεβί-Στρος, Ζακ Λακάν, Λις Ιριγκαρέ κ.ά. που διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές επιστήμες στη σύγχρονη Γαλλία.


Κάθε πράγμα στο τέρμα του


Δεν είναι τυχαίο που δύο από τους πιο διαπρεπείς μεταπολεμικούς μελετητές του αρχαίου κόσμου, ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ και ο Αλέν Σναπ, γνωστοί σήμερα ως ηγέτες της λεγόμενης «παρισινής σχολής», ήταν οι συντάκτες μιας ανθολογίας από μπροσούρες και προκηρύξεις που κυκλοφόρησαν από τους εξεγερμένους φοιτητές του Μάη του ’68, που σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη χαρακτηρίζεται το «μεγαλύτερο μαζικό κίνημα στη γαλλική ιστορία, η μεγαλύτερη απεργία στην ιστορία του γαλλικού εργατικού κινήματος και η μόνη «γενική» εξέγερση που σημειώθηκε στον υπερανεπτυγμένο κόσμο μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο». Οι κορυφαίοι γάλλοι διανοούμενοι «είδαν» τις καταβολές του κοινωνικού αυτού κινήματος στις ηθικές αρχές και στα κελεύσματα του αρχαιοελληνικού μοντέλου για την ισότητα των πολιτών και την αξιοπρέπεια του καθενός από αυτούς. Προχώρησαν όμως και πιο πέρα: σύνδεσαν τους κοινωνικούς αγώνες με ζητήματα οντολογίας και συγκρότησης του κόσμου· αλλά και ψυχαναλυτικής ερμηνείας του. «Η τραγωδία» λέει ο Ζαν-Πιερ Βερνάν «εκφράζει αυτή την αδυναμία της δράσης, αυτή την εσωτερική γύμνια του ενεργητή, παρουσιάζοντας – πίσω από τους ανθρώπους – τους θεούς να ενεργούν από την αρχή ως το τέλος του δράματος για να οδηγήσουν κάθε πράγμα στο τέρμα του. Ο ήρωας, ακόμη και τη στιγμή όπου εκλέγει και αποφασίζει, κάνει σχεδόν πάντα το αντίθετο από αυτό που πιστεύει πως εκτελεί».


Σαν τον Οιδίποδα του Χέγκελ, οι πολιτικός άνθρωπος του Βερνάν δεν έχει αποκτήσει ακόμη πλήρη αίσθηση της δικής του υποκειμενικότητας: «Ούτε όμως το άτομο ούτε η εσωτερική του ζωή έχουν αποκτήσει αρκετή συνεκτικότητα και αυτονομία, ώστε να κάνουν το υποκείμενο κέντρο αποφάσεων, απ’ όπου θα πηγάζουν οι πράξεις του. Οταν κοπεί από τις οικογενειακές, πολιτικές και θρησκευτικές του ρίζες, το άτομο δεν είναι πια τίποτε· όχι μόνο απομένει μόνο του, αλλά παύει και να υπάρχει». Λίγο αργότερα ο Μισέλ Φουκό επιχειρεί μια εκτενή ερμηνεία τού Οιδίποδα Τυράννου μέσα από το κείμενό του Η αλήθεια για τις δικαστικές φόρμες, όπου συμπύκνωσε μια σειρά διαλέξεων τις οποίες έδωσε στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο. Εχουν ήδη αρχίσει να τον ενδιαφέρουν οι διαχρονικές δικαστικές πρακτικές, κάτι που θα τον μετατρέψει από διανοούμενο σε πολιτικό ακτιβιστή. «Η τραγωδία του Οιδίποδα» γράφει «είναι επομένως μια ιστορία για την αναζήτηση της αλήθειας, μια αναζήτηση της αλήθειας που ακολουθεί ακριβώς τις ελληνικές δικαστικές πρακτικές της περιόδου. Για τον λόγο αυτόν το πρώτο πρόβλημα που ανακύπτει είναι να προσδιορίσουμε τι μορφή πήρε στην αρχαϊκή Ελλάδα η δικαστική πρακτική αναζήτησης της αλήθειας». Και συνεχίζει σε άλλο σημείο: «Αυτό που θέλω να δείξω είναι ότι στο έργο του Σοφοκλή ο Οιδίποδας αντιπροσωπεύει βασικά έναν συγκεκριμένο τύπο αυτού που εγώ θα αποκαλούσα γνώση – και – εξουσία, εξουσία – και – γνώση… Στο τέλος του έργου ο Οιδίποδας είναι μια υπερφίαλη μορφή. Είναι υπερφίαλος επειδή αυτή η τυραννική εξουσία, αυτή η γνώση εκείνου που θέλει να βλέπει με τα δικά του μάτια χωρίς να ακούει ούτε τους θεούς ούτε τους ανθρώπους, επιτρέπει μια ακριβή αντιστοίχηση αυτών που είχαν πει οι θεοί και γνώριζαν οι άνθρωποι. Χωρίς να το επιδιώκει, ο Οιδίποδας κατορθώνει να επιτύχει τη σύζευξη ανάμεσα στην προφητεία των θεών και στη μνήμη των ανθρώπων. Η γνώση του Οιδίποδα, η υπέρβαση της εξουσίας και η υπέρβαση της γνώσης ήταν τέτοιες ώστε να έχει γίνει περιττός».


Στον πρόλογο της αγγλικής έκδοσης του Αντι-Οιδίποδα των Ζυλ Ντελέζ και Φελίξ Γκουαταρί, που υπήρξε πηγή έμπνευσης και στοχασμού για τον Μάη του ’68, ο Φουκό το χαρακτηρίζει «το πρώτο βιβλίο ηθικής που γράφτηκε στη Γαλλία εδώ και πολύ καιρό». Και επισημαίνει: «Πώς κατορθώνει κανείς να μην είναι φασίστας, ακόμη και (ή ιδίως) όταν θεωρεί τον εαυτό του επαναστάτη; Πώς απαλλάσσουμε από τον φασισμό τον λόγο και τις πράξεις μας, την καρδιά και τις ηδονές μας; Πώς ξετρυπώνουμε τον φασισμό που είναι ριζωμένος στη συμπεριφορά μας; Οι χριστιανοί ηθικολόγοι αναζήτησαν τα ίχνη της σάρκας που ήταν βαθιά ριζωμένη στην ψυχή. Οι Ντελέζ και Γκουαταρί, από την πλευρά τους, αναζητούν και το παραμικρό ίχνος του φασισμού μέσα στο σώμα».


Το τρομερό εκούσιο θύμα


Εναν ακόμη διχασμό του πολιτικού στην αρχαία ελληνική τραγωδία αντιπροσωπεύει η Αντιγόνη: διαχωρίζοντας την αξία του ηθικού από εκείνη του πολιτικού, η ηρωίδα του Σοφοκλή λέει «Οχι» στην ουμανιστική θεώρηση του ανθρώπου. Και ο Λακάν αντιπαραθέτει τη δική του «ηθική» ανάγνωση της Αντιγόνης στην ηθικοπολιτική ερμηνεία του Χέγκελ: «Στην πραγματικότητα, η Αντιγόνη μάς αποκαλύπτει τη γραμμή του βλέμματος που προσδιορίζει την επιθυμία. Αυτή η γραμμή του βλέμματος επικεντρώνεται σε μια εικόνα που διαθέτει ένα μυστήριο το οποίο δεν έχει διατυπωθεί ποτέ ως τώρα, αφού μας υποχρεώνει να κλείσουμε τα μάτια μας την ίδια στιγμή που το κοιτάμε. Εν τούτοις, η εικόνα αυτή βρίσκεται στο κέντρο της τραγωδίας, καθώς είναι η συναρπαστική εικόνα της ίδιας της Αντιγόνης. Γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ότι πάνω και πέρα από τον διάλογο και τα ηθικολογικά επιχειρήματα είναι η ίδια η Αντιγόνη που μας συναρπάζει, η Αντιγόνη με το αφόρητο μεγαλείο της. Εχει μια ιδιότητα που ταυτόχρονα μας ελκύει και μας ξαφνιάζει (με την έννοια ότι μας φοβίζει)· αυτό το τρομερό εκούσιο θύμα μάς αναστατώνει».