Μες στο κατακαλόκαιρο το βιβλίο της Μήτσορα μας μυεί στα μυστικά ενός έρωτα που σέρνεται στο κέντρο της Αθήνας. H Ελλη και ο Αλκης συναντώνται τυχαία και η συνάντησή τους πυροδοτεί μια διαρκή παλινδρόμηση. Το σύνθημα που μοιάζει να λένε ο ένας στον άλλον είναι «Θέλει θάρρος και πείσμα για ν’ αγαπήσεις». Πρέπει να σηκώσουν μιαν άκρη από τη λευκή ομίχλη της συγκατάβασης, πρέπει να ξεθάψουν τη φαντασία τους από τα χώματα των αναστολών, μέσα στην ηλεκτρική θύελλα της ζωής τους πρέπει να αναστήσουν ό,τι λοξοδρόμησε και χάθηκε διαπαντός. H Ελλη βρήκε την παραμυθία κρυμμένη έξω από τη συζυγική εστία αλλάζοντας την εικόνα των πραγμάτων που τη συντροφεύουν, μέσα σε μια ερωτική παραφορά. Ο Αλκης, διορθωτής κειμένων, που πρωτοαντίκρισε την Ελλη σε ένα πανδοχείο αλλά στη συνέχεια τη βρίσκει στα κείμενά του, σπιτωμένος από μια αρτίστα, αφού κατάλαβε ότι μένει στην ίδια πολυκατοικία με τον έρωτά του, φαντάζεται μια ξύλινη σκάλα που τον οδηγεί από μια καταπακτή κατευθείαν στο κρεβάτι της. Στο μεταξύ η Ελλη, ξύπνια, βυθίζεται σε έναν ασάλευτο ύπνο, κάνοντας όρκο στο φως του φεγγαριού ότι η αγάπη της για τον Αλκη δεν θα τελειώσει ποτέ, ενώ ο Αλκης γκρεμίζει μέσα του τα όρια «για να γίνει ορατό και στέρεο το σχοινί πάνω στο οποίο θα ακροβατήσει εκείνη προς εμένα, εγώ προς εκείνη, πάνω από την άβυσσο». Και οι δυο τους φιλοξενούν τον έρωτα μέσα στον λαβύρινθό τους. Ελλη και Αλκης βρίσκονται ενώπιος ενωπίω με ό,τι τους συναρπάζει αλλά και με την αόρατη απελπισία που χρωματίζει τα συναισθήματα που τρέφουν ο ένας για τον άλλον.


Η απουσία παίζει τον ίδιο ισχυρό ρόλο με την παρουσία και ο Αλκης για να βγάλει από τον νου του την Ελλη διορθώνει ασταμάτητα κείμενα – κατά βάθος, διορθώνει μέσα του τα κακώς κείμενα – μέχρι που τον τσούζουν τα μάτια του. Τα κλείνει και, ανοίγοντάς τα, βρίσκει μπροστά του την Ελλη γυμνή, να του σιγοψιθυρίζει: «Γιατί χρειάζεται συνέχεια να με χάνεις για να με ξαναβρίσκεις;». Τα πολύτιμα μέταλλα του έρωτα μεταστοιχειώνονται σε ένα ονειροπαρμένο ψυχικό τοπίο, όπου «είμαστε μαζί και οι δύο, σου γλείφω βραχιόλια γύρω απ’ τους αστραγάλους, ανασηκώνεσαι, με σηκώνεις, με σφίγγεις στα τέλεια μπράτσα σου κι από το στήθος σου, όπως πιέζεται στο πλευρό μου, ξεχειλίζει ένα ρυάκι μαργαριταριών…».


Ο έρωτας, μια σειρά επεισοδίων χωρίς μέση και τέλος (μόνο αρχή), τους ξαναδίνει ζωή και τους λυτρώνει. Το μυθιστόρημα «καλός καιρός / μετακίνηση», με εγγραφές των δύο ηρώων σε ημερολόγια, με αλληλογραφία, με αποτυπώματα της καθημερινότητάς τους, είναι μια όπερα αγάπης που δεν ανέβηκε ακόμα και μάλλον δεν θα ανέβει ποτέ και πουθενά, γιατί οι εκρήξεις του έρωτα είναι βεγγαλικά που σκάνε σε μια κινητή εορτή ζωής, πίσω στο μαγεμένο δάσος της εξέγερσης. Είναι ένα υπέροχο λυρικό μυθιστόρημα που μας κάνει και αναρωτιόμαστε γιατί να κάνουμε τις σχέσεις σύνθετες και πολύπλοκες, γιατί να αφήνουμε τα χαράματα του έρωτα αξημέρωτα ενώ μπορούμε να συμπλέουμε με τις διαδρομές του αντί να αφήνουμε τα ελέη του να μας ευλογούν. H Μήτσορα έγραψε ένα βιβλίο που μας σαγηνεύει.


Ο κ. Ντίνος Σιώτης είναι συνεκδότης του περιοδικού «(δε)κατα». Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή «Αυτοβιογραφία ενός στόχου».