Είναι πλέον κοινός τόπος ότι η παγκοσμιοποίηση έχει αλλάξει τη ζωή μας. Για μας ωστόσο τους κατοίκους των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) αυτός είναι ένας λαθεμένος κοινός τόπος, αφού δεν είναι τόσο η παγκοσμιοποίηση όσο η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που έχει αλλάξει τη ζωή μας. Αρκεί να σκεφθεί κανείς το κοινό νόμισμα (ευρώ), τα πάμπολλα μέτρα δημόσιας πολιτικής που έχουν διαμορφωθεί στα ευρωπαϊκά όργανα, τα κοινοτικά κονδύλια για τη γεωργία και την περιφερειακή ανάπτυξη, τον όγκο των εισαγωγών και εξαγωγών από και προς την ΕΕ, καθώς και το βυσσινί διαβατήριο με το οποίο εύκολα αναγνωρίζουμε ποιοι άλλοι ταξιδιώτες είναι σαν εμάς, πολίτες χώρας-μέλους της ΕΕ. Ολα αυτά όμως δεν ήρκεσαν για να σώσουν το Ευρωσύνταγμα, ούτε κατέστησαν την Ευρώπη πιο δίκαιη κοινωνία. Θα εθελοτυφλούσε όποιος δεν έβλεπε ότι στη μάχη των ιδεών και των πρακτικών μέτρων πολιτικής της ΕΕ νικητής μέχρι στιγμής είναι ο στόχος για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Ο στόχος για ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής δεν υπηρετείται όσο θα έπρεπε. Το βιβλίο του Α. Γκίντενς θεωρεί την αναζήτηση της κοινωνικής συνοχής κάτι που ξεχωρίζει την ΕΕ από άλλες παγκόσμιες δυνάμεις. Γι’ αυτό, κύριο θέμα του είναι το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Ο συγγραφέας πιστεύει ότι το παραδοσιακό κοινωνικό μοντέλο, που συγκροτείται από υψηλή φορολογία, κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία και εύρωστη κοινωνική προστασία, πρέπει να αναμορφωθεί ριζικά.


Σήμερα, στους μάλλον προστατευμένους μισθωτούς ορισμένων τομέων της οικονομίας, έχουν προστεθεί απροστάτευτοι μεσήλικες άνδρες μακροχρόνια άνεργοι, γυναίκες και νέοι που δουλεύουν σε επισφαλείς θέσεις εργασίας και μετανάστες που μπαινοβγαίνουν στην επίσημη και στην ανεπίσημη (μαύρη) αγορά εργασίας. Ταυτόχρονα, έχει αναδυθεί ένα καλά αμειβόμενο στρώμα στελεχών επιχειρήσεων, ειδικών της πληροφορικής και άλλων που έχουν επαγγελματικές και κοινωνικές επαφές, σπίτια, γραφεία και τραπεζικούς λογαριασμούς σε περισσότερες από μία πόλεις της Ευρώπης. Θα λέγαμε ότι είναι οι εργαζόμενοι της νέας κοινωνίας της γνώσης. Νέα στρώματα και νέες ανισότητες οδηγούν την παλιά κοινωνική πολιτική σε παρακμή. Το παραδοσιακό κοινωνικό μοντέλο είχε κατασκευασθεί στο πλαίσιο άλλων κοινωνικών ανισοτήτων και δεν μπορεί να καλύψει τις σημερινές ανισότητες. Ως γνωστόν, ο Γκίντενς, προτού διαβεί το επικίνδυνο πέρασμα το οποίο χωρίζει την πανεπιστημιακή ζωή από την ενεργό πολιτική, ήταν εξαιρετικός κοινωνιολόγος. Αυτό φαίνεται κυρίως στα πρώτα, αναλυτικά μέρη του βιβλίου του, τα οποία χαρτογραφούν τις πιο πάνω μεταβολές της κοινωνικής στρωμάτωσης, και λιγότερο σ’ εκείνα τα μέρη όπου επιχειρείται να τεκμηριωθεί ότι οι Σκανδιναβοί, οι Βρετανοί, οι Ιρλανδοί και οι Ολλανδοί έχουν ήδη προχωρήσει σε αλλαγές του κοινωνικού μοντέλου, ενώ οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί έχουν μείνει πίσω. Οι πρώτοι έχουν υιοθετήσει ευέλικτες πολιτικές απασχόλησης και νέες πολιτικές κοινωνικής ασφάλισης. Αρκετές από αυτές τις πολιτικές είναι αναγκαίες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όσες χώρες δεν τις έχουν εφαρμόσει βρίσκονται σε τέλμα, όπως βεβιασμένα ισχυρίζεται ο συγγραφέας. Ενδεικτικά, ο Γκίντενς αποκαλεί τη Γαλλία και την Ιταλία «μπλοκαρισμένες» κοινωνίες, επειδή δεν έχουν προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις όπως αυτές των χωρών της Βόρειας και Βορειοδυτικής Ευρώπης. Αφήνοντας κατά μέρος τη συνήθη και σε άλλα βιβλία του τάση του Γκίντενς να μην αποδίδει σε άλλον την πρωτοτυπία μιας ιδέας – η «μπλοκαρισμένη κοινωνία» είναι μια παλιά, πασίγνωστη έννοια του γάλλου κοινωνιολόγου Μ. Κροζιέ -, μπορεί κανείς να του προσάψει σπουδή στο να καταδικάσει κοινωνίες σε μετάβαση, όπως είναι οι νοτιοευρωπαϊκές. Επίσης ο συγγραφέας δεν υποδεικνύει τρόπους προσαρμογής του βορειοευρωπαϊκού μοντέλου σε κοινωνίες πολύ διαφορετικές από εκείνες στις οποίες αυτό κυοφορήθηκε.


Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου ο Γκίντενς βγάζει το καπέλο του κοινωνικού αναλυτή και φοράει εκείνο του πολιτικού οραματιστή. Πρόκειται για έναν ρόλο που τον κάνει να φέρεται αμήχανα. Υποπίπτει στον πειρασμό να διατυπώσει απόψεις για ευρύτατο φάσμα θεμάτων. Δεν είναι πάντοτε σαφής, ενώ κάποτε διαφοροποιείται από άλλους διάσημους συγγραφείς για να δείξει ότι συνομιλεί μαζί τους (η διαφωνία για χάρη της διαφωνίας). Ενδεικτικά, στο τέλος του βιβλίου παραθέτει δικό του κείμενο αρχών για την ευρωπαϊκή ταυτότητα, το οποίο είχε γράψει μαζί με τον Ούλ. Μπεκ και το οποίο αντιδιαστέλλει ανοιχτά με την επιστολή που είχαν δημοσιεύσει από κοινού οι Γ. Χάμπερμας και Ζ. Ντεριντά το 2003, λίγο μετά την εκδήλωση της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ. Εκείνοι είχαν γράψει για το τι συνδέει τους Ευρωπαίους μεταξύ τους. Το κείμενο αρχών των Γκίντενς και Μπεκ, γραμμένο το 2005, μετά την απόρριψη του Ευρωσυντάγματος σε δύο εθνικά δημοψηφίσματα, αφορά άλλη ιστορική στιγμή, δηλαδή μια στιγμή αποσυσπείρωσης των οπαδών του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και εν τέλει απευθύνεται σε άλλο κοινό, το πολυπληθές στο Ηνωμένο Βασίλειο κοινό των ευρωσκεπτικιστών.


Με δυο λόγια, η ανάλυση της νέας κοινωνικής στρωμάτωσης στην Ευρώπη, η σύγκριση των πολιτικών απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και η εξαγγελία θέσεων για την Ευρώπη δεν «δένουν» καλά μεταξύ τους σε ένα και μοναδικό βιβλίο. Πάντως όσοι θεωρούν τις κοινωνικές ανισότητες πιο σημαντικές όψεις του ευρωπαϊκού εγχειρήματος από τα σενάρια για το μέλλον της Ευρώπης θα βρουν σε αυτό το βιβλίο τροφή για σκέψη.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.