Ο θάνατος της Αγκαθα Κρίστι το 1976 μπορεί να έβαλε τέλος σε μια μεγάλη περίοδο ακμής της ορθόδοξης αστυνομικής λογοτεχνίας στη Βρετανία, ωστόσο δεν άφησε ορφανό το πολυάριθμο αναγνωστικό κοινό που γαλουχήθηκε με τους άθλους του Ηρακλή Πουαρό και της Μις Μαρπλ. Η «βασίλισσα» του μυστηρίου άφησε στο πόδι της αρκετούς επιγόνους, από τους οποίους σήμερα ξεχωρίζει μια εξίσου σημαντική κυρία του εγκλήματος, η 87χρονη Φίλις Ντόροθι Τζέιμς. Στο πρόσφατο μυθιστόρημά της Ο φάρος η Τζέιμς παίρνει τα λογοτεχνικά στοιχεία της Κρίστι (μυστήριο, σασπένς, αινίγματα, φωνές από το παρελθόν), και τα αναμειγνύει με σύγχρονη ματιά. Αν και υπέργηρη και δυνάμει συντηρητικών αρχών μιλάει για τις σεξουαλικές σχέσεις των συμπατριωτών της, περιγράφει τολμηρές ερωτικές σκηνές, αναφέρεται στη συμβίωση δύο λεσβιών, θεωρεί το Λονδίνο ως πόλη κουραστική με θορύβους, κινητά τηλέφωνα, βανδάλους, μεθυσμένους, και υπερβολές περί πολιτικής ορθότητας και γράφει το γνωστό ρήμα που αρχίζει από γ.


Χώρος δράσης είναι το φανταστικό νησί Κομπ στα ανοιχτά της Κορνουάλης, τόπος απομόνωσης και γαλήνης επώνυμων επιστημόνων, καλλιτεχνών, πολιτικών και κεντρικός ήρωας ο αστυνόμος Ανταμ Νταλγκλίς, ο οποίος εδώ εγκαταλείπει το γραφείο του στη Νέα Σκότλαντ Γιαρντ στο Λονδίνο και την αστυνόμευση μιας πολυφυλετικής κοινωνίας, στην οποία τα ναρκωτικά, η τρομοκρατία και τα διεθνή συνδικάτα του εγκλήματος αποτελούν χρόνιο πρόβλημα, για να αναλάβει την εξιχνίαση της δολοφονίας του διάσημου συγγραφέα Νέιθαν Ολιβερ, μόνιμου κατοίκου του νησιού, που βρίσκεται στραγγαλισμένος στον παλιό φάρο. Γύρω από το θύμα κινούνται διάφορα πρόσωπα, τα οποία έχουν πολλούς λόγους να επιθυμούν την εξόντωσή του. Πρώτος και καλύτερος ο γραμματέας του και επιμελητής των κειμένων του Ντένις Τρέμλετ – στην ουσία αυτός έγραφε τα μυθιστορήματα -, τον οποίο συνέλαβε γυμνό, αγκαλιά με την κόρη του Μιράντα, δεύτερος ο Μαρκ Γέιλαντ, επιστήμων – ερευνητής που στο τελευταίο βιβλίο του φωτογραφίζεται ως κάποιος που βασανίζει πιθήκους, χρησιμοποιώντας τους ως πειραματόζωα.


Βεβαίως, πρωταγωνιστής της ιστορίας, όπως πάντα, είναι ο Νταλγκλίς, άνθρωπος ευφυής, έντιμος, ερωτευμένος με την Εμα, μια γυναίκα που τον λατρεύει. Στην έρευνά του τον βοηθάει η ντετέκτιβ Κέιτ Μίσκιν, μια μοναχική γυναίκα, μονογαμική, που επιλέγει με αυστηρά κριτήρια τους εραστές της, και ο υπαστυνόμος Φράνσις Μπέντον-Σμιθ, μιγάς που βιώνει ενίοτε φυλετικές διακρίσεις σε μια πόλη με ανθρώπους μεικτής φυλετικής, θρησκευτικής και εθνολογικής προέλευσης. Ωστόσο, ο αναγνώστης ας μην τρομάξει: η Τζέιμς δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τον ρατσισμό και την ξενοφοβία και δεν σκοπεύει να κάνει αντιρατσιστικό κήρυγμα, απλώς σχολιάζει. Κύριο μέλημά της είναι να προσφέρει απόλαυση μέσω της πλοκής και της ψυχογραφικής ανάλυσης των ηρώων της. Για τον σκοπό αυτό επιστρατεύει ένα σωρό ήρωες από εκείνους που χρησιμοποιούσε κάποτε η Κρίστι (τον γιατρό, τον δικηγόρο, τον ιερέα, τον μπάτλερ, την οικονόμο, τη μαγείρισσα, τη γεροντοκόρη, τη χήρα) και πλέκει ιστορίες για τον καθένα, ώστε να θεωρηθούν ύποπτοι για τον φόνο.


Ολοι οι ύποπτοι σχετίζονται μυστηριωδώς με τον νεκρό, αλλά βεβαίως στο τέλος ο Νταλγκλίς, αποκλείοντας τους αθώους, αποκαλύπτει τον ένοχο. Η συγγραφέας ασχολείται αρκετά με τη ζωή και την ψυχοσύνθεση του Ολιβερ, κυρίως επιμένει στην απόφασή του να αποκτήσει γιο, ή έστω ένα παιδί, στα τριάντα έξι του. Αυτό αποδείχτηκε καταστρεπτικό, διότι χειροτέρεψε τη σχέση του με τη μητέρα του παιδιού, η οποία τον κατηγόρησε ότι χρησιμοποίησε τη γέννα ως συγγραφικό υλικό, ότι παραβρέθηκε στον τοκετό, ακριβώς για να γνωρίσει όλες τις λεπτομέρειες του συμβάντος και να τις καταγράψει. Στη συνέχεια οι γονείς χώρισαν. Επίσης, η Φίλις Τζέιμς κάνει συχνές αναφορές σε συγγραφείς και ποιητές: ο Χένρι Τζέιμς, η Τζέιν Οστεν, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Τζορτζ Οργουελ, ο Γ. Χ. Οντεν είναι μερικά από τα ονόματα που παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου της. Φαίνεται να τη βασανίζει αυτό που βασανίζει και τον ήρωά της, ο οποίος ήταν μόνο εξήντα οχτώ χρόνων και έβλεπε το συγγραφικό του άστρο να δύει με αποτέλεσμα να θέλει να κραυγάσει δυνατά: «Μη μου παίρνετε τις λέξεις μου! Δώστε μου πίσω τις λέξεις μου!». Με μια διαφορετική επεξεργασία, Ο φάρος θα μπορούσε να είναι μια σπαρακτική κραυγή για την ανικανότητα του συγγραφέα να γράψει, για την απατηλή λάμψη της συγγραφικής τέχνης, για το οδυνηρό τέλος που επιφυλάσσει η ζωή στους γραφιάδες.