Ηταν συνεσταλμένο παιδί, αλλά είχε ανάγκη να τον θαυμάζουν, να τον αγαπούν, να προκαλεί γέλιο, γι’ αυτό και «έκανε πάντοτε τον κλόουν». Ο δημιουργός του Αστερίξ, του Λούκυ Λουκ και του Ιζνογκούντ, μεταξύ άλλων, ήταν όλα αυτά μαζί και κάτι παραπάνω. Παντρεύτηκε στα 41 του, το 1967, και μπροστά στο δημαρχείο φώναξε: «Δεν θέλω! Είμαι πολύ νέος για να παντρευτώ!», ενώ η τηλεοπτική κάμερα τα κατέγραφε όλα. Πέθανε στα 51 του, το 1977, πολύ νέος για κάποιον που είχε αγγίξει έναν θρίαμβο ανεπανάληπτο με την τέχνη του. Αλλά ήταν σε όλη του τη ζωή ένας ασυμβίβαστος.


Η εποχή του αντισημιτισμού


Παρ’ ότι ο Ρενέ γεννήθηκε στο πέμπτο διαμέρισμα του Παρισιού, το 1926, στα δύο του χρόνια επιβιβάστηκε στο πλοίο μαζί με τους γονείς του για την Αργεντινή. Ηταν το πρώτο του θαλάσσιο ταξίδι και έκτοτε θα λάτρευε τα πλοία και το περιβάλλον της εύπορης μικροαστικής τάξης στην οποία μεγάλωσε, στο Μπουένος Αϊρες του Μεσοπολέμου. Ο πατέρας του Στανισλάς Γκοσινύ ήταν ένας εβραίος χημικός μηχανικός από τη Βαρσοβία, οπότε τα ταξίδια ανά τον κόσμο λόγω μεταθέσεων ήταν συχνά. Ο παραμυθένιος κόσμος του κατέρρευσε με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν η εποχή του αντισημιτισμού και οι Γκοσινύ της Ευρώπης ξεκληρίστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Ρενέ σπάνια θα μιλούσε στο εξής για την εβραϊκή του καταγωγή, αλλά έκανε τα δικά του όνειρα. Στα 18 του θα έφευγε για τη Νέα Υόρκη με τη μητέρα του. «Είχα πάει στις ΗΠΑ για να δουλέψω με τον Walt Disney, αλλά εκείνος δεν είχε ιδέα». Οι μόνοι εργοδότες που ενδιαφέρθηκαν για τον νεαρό μετανάστη ήταν οι αμερικανικές στρατιωτικές αρχές, οπότε μπορούσε είτε να υπηρετήσει στον αμερικανικό στρατό (κερδίζοντας έτσι σίγουρα την αμερικανική υπηκοότητα) είτε να προτιμήσει τον γαλλικό. Βρήκε πίσω του μια Γαλλία ρημαγμένη, και όταν την άνοιξη του 1947 πήρε επιτέλους το απολυτήριό του, ο Ρενέ τράβηξε γραμμή για το σπίτι του, το οποίο ήταν πάντα στη… Νέα Υόρκη! «Υπήρξα ο πιο ακριβός στρατιώτης του γαλλικού στρατού…»


Ο Walt Disney δεν τον περίμενε ούτε τώρα, οπότε επαναλήφθηκε το σκηνικό «άνεργος, άφραγκος, χωρίς ελπίδα». Συνάντησε μια μικρή ομάδα αμερικανών σχεδιαστών, βρήκε διάφορες μικροδουλειές στη διαφήμιση και στην εικονογράφηση παιδικών βιβλίων, και μεταμορφώθηκε στον άνθρωπο-«ορχήστρα» που καμία δυσκολία δεν τον βρίσκει απροετοίμαστο, όχι μόνο στη σύνταξη αλλά και σε τεχνικά θέματα. Στη Νέα Υόρκη γνωρίζει δύο βέλγους σχεδιαστές, τον Joseph Gillain (ή Jije) και τον Maurice de Bevere (ή Morris) και αρχίζουν να δείχνουν ο ένας στον άλλον τις δουλειές τους. Ο Morris ήταν ο εμπνευστής του Λούκυ Λουκ στα σκίτσα, ο Γκοσινύ θα γινόταν ο σεναριογράφος και σύντομα θα κέρδιζε μια πρόσκληση για τις Βρυξέλλες από κάποιον Georges Troisfontaines, δυναμικό ιδιοκτήτη ενός βελγικού πρακτορείου ονόματι World Press.


Συνθήκες άγριας εκμετάλλευσης


Ο Ρενέ πήγε πράγματι στις Βρυξέλλες, δεν έτυχε θερμής υποδοχής από τον Troisfontaines, αλλά κέρδισε τη συμπάθεια ενός άλλου πρωτοπόρου της εποχής, του ρεπόρτερ, σεναριογράφου, φαρσέρ Jean-Michel Charlier. Με τη μεσολάβησή του, ο Γκοσινύ προωθήθηκε στο Παρίσι όπου η World Press είχε μόλις ανοίξει ένα γραφείο και, τι σύμπτωση, εκεί δούλευε ένας άλλος νεαρός σχεδιαστής με σκανδιναβικό παρουσιαστικό ονόματι Albert Uderzo. Σύντομα θα ενώνονταν στις Βρυξέλλες οι τρεις επαναστάτες της εποχής – Charlier, Uderzo, Goscinny -, οι οποίοι υπηρετούσαν ακόμη την τέχνη τους σε συνθήκες άγριας εκμετάλλευσης. «Δεν ξέρω τι μύγα μας τσίμπησε, τον Goscinny, τον Uderzo κι εμένα, αλλά αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι» θα έλεγε ο Charlier αργότερα. Και έφτιαξαν έναν χάρτη των δικαιωμάτων των σχεδιαστών, ώστε να βελτιώσουν το κοινωνικό στάτους των ανθρώπων που ασκούσαν το μη αναγνωρισμένο τότε επάγγελμα του «δημιουργού μικρών μίκυ μάους». Ο κύκλος των αντιδράσεων είχε ως αποτέλεσμα να απολυθεί ο 30χρονος πια Γκοσινύ και να μεταφερθεί η τριάδα των αμφισβητιών στο Παρίσι.


Στο μεταξύ, έχει προστεθεί ένας τέταρτος φίλος, ο μεγαλοαστός και άνθρωπος της διαφήμισης Jean Hebrard, και μαζί ίδρυσαν δύο εταιρείες, την EdiFrance και την Edi Presse. Η τετράδα εγκαταστάθηκε στη Rue de la Bourse 2, πάνω από τη μπιραρία που ο Jean Hebrard είχε μόλις κληρονομήσει και η συμμορία δραστηριοποιήθηκε για να αλλάξει τα δεδομένα ξανά. Κατά τις συναντήσεις αυτές, ο Rene Goscinny προασπιζόταν τη θέση που υποστήριξε σε όλη του τη ζωή: «Δεν πρέπει να ρωτάμε τους αναγνώστες τι θέλουν. Δεν το ξέρουν. Δεν είναι αυτός ο ρόλος τους. Ενα πραγματικό έντυπο δεν πρέπει να ακολουθεί τις ορέξεις των αναγνωστών του, αλλά να τις προκαλεί…». Και γεννήθηκε το νεανικό περιοδικό «Pilote». Στις 29 του Σεπτέμβρη του 1959, πουλήθηκαν 200.000, ή κατά μία εκδοχή 300.000 αντίτυπα. Ημέρα θριάμβου! Στις σελίδες του άρχισε να δημοσιεύεται κόμικς με τίτλο «Αστερίξ ο Γαλάτης». Κατά τις τρεις δεκαετίες (1959 – 1989) ύπαρξής του, αυτό το περιοδικό δεν έμοιαζε με κανένα άλλο και άνοιξε τον δρόμο για πολλά άλλα. Παρ’ όλα αυτά κινδύνεψε να βυθιστεί ουκ ολίγες φορές.


Το τρένο της επιτυχίας


Στα τέλη του 1961, ήταν η εποχή του «γιε γιε» και το «Pilote» ρίχτηκε σ’ αυτή τη μόδα με τα μούτρα. Λάθος. Οι φαν του Johnny Halliday δεν θα αγόραζαν το «Pilote» παρά μόνο όταν το ίνδαλμά τους στόλισε το εξώφυλλο. «Δεν βγαίνει τίποτα με το να προσπαθείς να ανέβεις στο τρένο της επιτυχίας ενώ αυτό κινείται, δεν βγαίνει τίποτα με το να είσαι δεύτερος… Το να αντιγράψεις το Lui, το Salut les copains ή το Charlie Hebdo, το να αναζητάς το in θέμα, αυτά είναι γελοιότητες…» ήταν το μάθημα για τον Γκοσινύ. Ο ίδιος άλλωστε αποτελούσε την έμπρακτη απόδειξη: «…το κοστούμι (του) με το γιλέκο, μέσα στην εποχή του χιπισμού, θαρρώ πως έδειχνε τεράστιο θάρρος!» είχε σχολιάσει η Claire Bretecher. Και ο Αστερίξ το ίδιο: το 1964, εκδόθηκε σε 150.000 αντίτυπα, το επόμενο καλοκαίρι στα 300.000 αντίτυπα, και ο Τύπος πήρε φωτιά για το «φαινόμενο Αστερίξ».


Το 1966 επιτέλους ο Ρενέ, στα 40 του, ερωτεύτηκε. Συνάντησε σε μια κρουαζιέρα την εικοσάχρονη Gilberte, η οποία του μιλούσε για οτιδήποτε άλλο εκτός από τον Αστερίξ και μάλιστα αγνοούσε ότι εκείνος ήταν ο δημιουργός του. Δεν θα χώριζαν ποτέ ύστερα απ’ αυτό. Το 1967 παντρεύτηκαν, ενώ οι πωλήσεις του Αστερίξ έσπαγαν το φράγμα του ενός εκατομμυρίου. Αλλά η εποχή δεν ευνοούσε την επιτυχία. Ηταν Μάης του ’68, η δόξα ενοχλούσε, τα λεφτά ήταν σχεδόν απωθητικά… Και ενώ το σύνθημα «Κάτω η καταναλωτική κοινωνία» δονούσε τον αέρα, ο Γκοσινύ είχε μόλις γίνει μπαμπάς και έτρεχε να παραγγείλει σαμπάνια, χαβιάρι και όλα τα σχετικά από το ντελικατέσεν της γειτονιάς. Τίποτε δεν θα ζύγιζε σωστά από όσα ακολούθησαν στη συνέχεια. «Ο Γκοσινύ έζησε το ’68 σαν δράμα. Πίστεψε ότι ήθελαν να του φάνε τη θέση. Εκείνη την εποχή, το σύνθημα ήταν: τέρμα τα αφεντικά! Το πήρε προσωπικά…» θυμάται ένας από τους επαναστατημένους νέους του «Pilote» τότε. Επειτα ήταν η προδοσία: «Το Pilote ήταν το παιδί του. Επιπλέον ήθελε οι νέοι δημιουργοί που αυτός, χάρη στο περιοδικό, είχε βοηθήσει να αναδειχθούν, να του έχουν κάποια ευγνωμοσύνη. Εστω και λίγη», προσθέτει τώρα ο Uderzo. Οι σχέσεις ψυχράνθηκαν, οι συνεργασίες άλλαξαν, αλλά το περιοδικό πάλι έφτασε στο απόγειό του το 1971 χάρη στην ιδιοφυία του ίδιου μαέστρου.


Ενας πρόωρος θάνατος


Η περίοδος της δόξας ήταν και η πιο τραγική, από το 1973 ως το 1977. Πρώτα ξέσπασε μια διαμάχη με το Charlie Hebdo που βασίστηκε σε ψευδοϊδεολογικές διαφορές (οι καθαρόαιμοι «αριστεροί» απέναντι στους «απαίσιους» αστούς) και σε πραγματικό εμπορικό ανταγωνισμό. Επειτα, η Gilberte Goscinny αρρώστησε με καρκίνο και άρχισε τις θλιβερές χημειοθεραπείες. Και το 1976, ενώ το 23ο άλμπουμ του Αστερίξ τυπώθηκε στα γαλλικά σε 1.350.000 αντίτυπα και ο Γκοσινύ ήταν κατά γενική ομολογία ο μεγαλύτερος εν ενεργεία σεναριογράφος στην Ευρώπη, άρχισαν να καταφτάνουν τα εξώδικα στο περιοδικό. Την επόμενη χρονιά ο Ρενέ πήγε για καρδιολογική εξέταση και πέθανε στη διάρκεια του τεστ κοπώσεως στην αγκαλιά της γυναίκας του. Η μοναχοκόρη τους Anne ήταν μόλις εννιά χρονών. «Η μητέρα μου γύρισε σπίτι μόνη. Τρεις ώρες νωρίτερα, είχαν φύγει και οι δύο, ερωτευμένοι. Δεν χρειάστηκε να μου πει οτιδήποτε. Το ήξερα. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς».


Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, τη χρονιά που αυτή έγινε 51, το 1994, πέθανε και η Ζιλμπέρτ. Η Anne συνεισέφερε τώρα τις αναμνήσεις της στον συγγραφέα αυτού του βιβλίου Guy Vidal, συνεργάτη του πατέρα της από το 1963 και διάδοχό του στην αρχισυνταξία του Pilote, ενώ ο Patrick Gaumer, ειδικός στην 9η τέχνη – αυτή των κόμικς – και ο σκηνοθέτης του Αστερίξ Pierre Tchernia συμπλήρωσαν το πορτρέτο.