Στις ιστορίες διαχείρισης του πόνου, της ζωής και του θανάτου σπανίως συναντάμε στη θέση του συγγραφέα έναν γιατρό. Αν παρ’ ελπίδα συμβεί κάτι τέτοιο, όπως έτυχε σε δύο βιβλία του τελευταίου καιρού, προκύπτει ένα δυνατό μείγμα αυτοσυνείδησης και διεισδυτικότητας στη γραφή. Συγκεκριμένα ο Πέτρος Αργυρίου, τελειόφοιτος της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, και ο Σάββας Γρηγοριάδης, τελειόφοιτος της Ιατρικής Σχολής Θεσσαλονίκης, αμφότεροι Θεσσαλονικείς, ένιωσαν την ανάγκη να εκφράσουν συναισθήματα. Ο κ. Πέτρος Αργυρίου έχει ένα ακόμη βιβλίο στο ενεργητικό του, Το Κόκκινο (University Studio Press, 2003), αρθρογραφεί στο περιοδικό «Ζενίθ» στη Θεσσαλονίκη και στο διεθνές εναλλακτικό περιοδικό «Nexus» και είναι άγνωστο αν θα προτιμήσει την πένα ή το νυστέρι στη συνέχεια. Τα Αγρια ζώα της πόλης είναι το δεύτερο και πιο σκληρό βιβλίο του και, όπως διευκρινίζει, «δεν ενδείκνυται για ανθρώπους με καρδιακά προβλήματα, έλκος ή ζοχάδες».


Ψυχολογικό θρίλερ


Είναι πράγματι ένα ψυχολογικό θρίλερ, αλλά γιατί; «Η ίδια η διαδικασία της ιατρικής εκπαίδευσης είναι από μόνη της ένα ψυχολογικό θρίλερ όπου παρακολουθείς το ανθρώπινο πλάσμα να απογυμνώνεται από αισθητική, πνεύμα και συναίσθημα και να μετατρέπεται σε μια τακτοποιημένη μάζα από νεύρα, τένοντες, μυς και οστά. Η λογοτεχνία είναι μια καταφυγή για τον γιατρό που δεν επιθυμεί να χάσει την ανθρωπιά του. Μια ιδιαίτερη γέφυρα ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην ιατρική είναι ότι και στις δύο τέχνες – γιατί κατά την άποψή μου η ιατρική όφειλε να είναι και τέχνη – η ζωή κατέχει κεντρική θέση. Μονάχα που η ιατρική απασχολείται με το εξωτερικό κέλυφός της, το σώμα, ενώ η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να ψηλαφήσει την εσωτερική διάστασή της, την εσωτερική ζωή που όλοι έχουμε μα που για τον καθένα μας είναι διαφορετική». Στην αφήγηση φαίνεται λίγο λίγο ότι αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα είναι μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ των αισθήσεων και των αναμνήσεων – μια σχέση που καταπνίγεται σε ένα απλό κινηματογραφικό πανόραμα, το οποίο τελικά απομακρύνεται τόσο από την αλήθεια όσο περισσότερο περιορίζεται δήθεν σε αυτήν. Ηταν μια δοκιμή θεραπείας διά πάσα ασθένεια το νέο αυτό βιβλίο; «Η ιατρική είναι μια μελέτη στον ανθρώπινο οργανισμό και στο περιβάλλον του, η λογοτεχνία είναι μια σπουδή στο ανθρώπινο πλάσμα και στις κοινωνίες του. Είναι όντως συμπληρωματικές. Σήμερα δε, στην κοινωνία των εν-κιβωτισμένων ανθρώπων, η λογοτεχνία, με τη δύναμή της να αγγίζει, να επιτρέπει στα ανθρώπινα πλάσματα να αισθάνονται, να μοιράζονται, να οραματίζονται, να αναπολούν, έχει σαφώς μια θεραπευτική διάσταση, είναι η ιατρική της σπασμένης ή της απομονωμένης ψυχής». Μπορεί κανείς να φέρει το ποθητό αποτέλεσμα στην όποια αναζήτησή του, ακόμη και στον έρωτα; «Η φύση δημιουργεί βιοποικιλότητα, δημιουργεί οργανισμούς με διαφορετικές ιδιότητες και χαρακτηριστικά για να μπορεί η ζωή να αντεπεξέλθει στην απειρία των πιθανοτήτων. Ακυρώνοντας την ποικιλομορφία, τη διαφορετικότητα, υπογράφουμε τη θανατική καταδίκη του πολιτισμού. Ακόμη και σε έναν ομόφωνα παντογνώστη πολιτισμό, σε έναν απόλυτα λογικό διερευνημένο κόσμο, η προσωπική αναζήτηση είναι απαραίτητη. Και ο έρωτας είναι η αναζήτηση του εαυτού αλλά και του ετέρου μέσα στην ψυχή του άλλου και το αντίστροφο. Η απόλυτη μυσταγωγία!».


Η προσωπική ζωή


Πώς μεταφράζονται όλα αυτά στη δική σας προσωπική ζωή; Πότε αρχίσατε να γράφετε αυτό το βιβλίο; «Μέχρι να βρεθεί κάποια τεχνική να μεταμοσχευθούν συναισθήματα υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος να μεταφράσεις βιώματα του προσωπικού σου σύμπαντος: η τέχνη. Το βιβλίο ξεκίνησα να το γράφω το 2002, όταν ανακάλυψα ότι το κινούμενο χάος τριγύρω μας άρχισε να με παραλύει. Είναι ο δικός μου τρόπος να ουρλιάξω «κόσμε, ξανάρχισε να σβουρίζεις γιατί αν διαλέξεις τη στάση, το γυροσκόπιο της αντίληψης σταματά και αυτό». Δεν υπάρχει ούτε χρόνος ούτε σκέψη ούτε πρόοδος σε έναν ακίνητο κόσμο. Τα μυαλά, όπως και οι οργανισμοί, διαλέγουν τη στάση για να παρατηρούν και να μαθαίνουν, την κίνηση για να ζουν. Στάση και κίνηση είναι ένα ακόμη συμπληρωματικό ζεύγος, όπως η λογική και η φαντασία. Δεν αξίζει να έχεις το ένα χωρίς το άλλο. Το βιβλίο μου ήταν ο δικός μου τρόπος να ταράξω νερά που θαρρώ στάσιμα».


Μια τελευταία ερώτηση: Τα Αγρια ζώα της πόλης. Και όμως αναφέρεστε σε ανθρώπους. Γιατί; «Ενα από τα πιο αρχαία επικίνδυνα ψέματα που διαποτίζει τους περισσότερους πολιτισμούς είναι το ότι γεννιόμαστε αυτονόητα ανθρώπινοι, ότι είμαστε ανώτεροι από οτιδήποτε άλλο υπάρχει στη φύση. Αυτό το ψέμα οδήγησε στα κοινωνικά, ηθικά, ψυχολογικά και περιβαλλοντικά αδιέξοδα του σημερινού πολιτισμού. Για μένα άνθρωπος είναι μια ποιότητα που οφείλουμε να επιδιώκουμε καθ’ όλη μας τη ζωή, ένα υψηλό ιδανικό και όχι ένα κληρονομικό δικαίωμα. Οι χαρακτήρες στο βιβλίο μου, όλοι τους χωρίς καμία εξαίρεση, αντιμετωπίζουν τις συνέπειες εκείνου του αρχαίου και σύγχρονου ψέματος, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο ανθρώπινα. Τα άγρια ζώα της πόλης είναι μια αλληγορία για εμάς, όλους μας».


Η παιδική ηλικία


Διαφορετική διέξοδο στις ίδιες ανησυχίες φαίνεται να επιχειρεί ο συνάδελφός του Σάββας Γρηγοριάδης με ένα βιβλίο που σαφώς ανήκει στην κατηγορία του φανταστικού, τους Ονειροψιθυριστές. Αυτοί είναι χαρισματικά πλάσματα ανάμεσά μας και έχουν την ικανότητα να εισδύουν στον ύπνο των ανθρώπων, να καθορίζουν τα όνειρά τους και τις αναμνήσεις τους, να ασκούν εν τέλει πάνω τους εξουσία ζωής και θανάτου. Εκφράζετε μέσα από το βιβλίο σας μια νοσταλγία για τη χαμένη αθωότητα της παιδικής ζωής αλλά και της επιστήμης που σπουδάζετε. Είναι αποτέλεσμα μιας νέας επίγνωσης των πραγμάτων;


«Μέσα από τις αναμνήσεις του ήρωα για την παιδική του ηλικία (όπως και την επιρροή που άσκησαν στο παρόν του) προσπαθώ να τονίσω ότι η μόνη αθωότητα που εμπεριέχεται στην ψυχή μας είναι αυτή των παιδικών μας ονείρων. Οι μόνες στιγμές που ονειρευτήκαμε αθώα και με αλτρουιστικά αισθήματα ήταν εκείνες που σαν παιδιά κλείσαμε τα μάτια και σκεφτήκαμε τον κόσμο της φαντασίας μας. Ολη η ιδέα όμως των ονειροψιθυριστών βρίσκεται ακριβώς εκεί, στο κατά πόσον ο κόσμος μπορεί να γίνει λιγάκι καλύτερος μέσα από τη δύναμη των αγνών ονείρων μας. Οσο για την ιατρική, ο συσχετισμός της θεραπείας με το όνειρο είναι ακριβώς η νοσταλγική εικόνα που μας δημιουργείται κάθε φορά που σκεπτόμαστε τον τέλειο γιατρό: συμπονετικός, άρτιος, χαμογελαστός, πάντοτε επιτυχής».


Εκκινείτε από αληθινές ιστορίες που έχετε ακούσει; «Ονειροψιθυριστές είμαστε όλοι μας λίγο ως πολύ. Προσπαθούμε να διεισδύσουμε καθημερινά στα όνειρα των γύρω μας, των φίλων, του συντρόφου μας, των εκατοντάδων αγνώστων, ακόμη και στα δικά μας (αν και από καιρό έχουμε ξεχάσει το πώς). Οι ονειροψιθυριστές είναι μυθοπλαστικά καινοφανείς, στην πραγματικότητα όμως είναι η οικεία απεικόνιση του ίδιου μας του εαυτού. Ποιος δεν θα ήθελε να ταξιδέψει μέσα στα όνειρα του άλλου και πόσοι δεν έχουν εισδύσει στα δικά μας καταστρέφοντάς τα;».


Πώς εξηγείτε ότι σε μια εποχή όπου η επιστήμη φαίνεται να κυριαρχεί απόλυτα η ζήτηση για τους «εναλλακτικούς κόσμους» του φανταστικού μεγαλώνει; «Ιστορικά η εποχή της επιστήμης, με την έννοια της παντοδυναμίας της ως Θεού, τείνει να παρέλθει. Θεοποιήσαμε την επιστήμη και η επιστήμη εκδικήθηκε μη δίνοντας λύση στα πάγια προβλήματα της ανθρωπότητας (κάποιες φορές έδωσε και λανθασμένες). Οδεύουμε σε μια μεγαλύτερη ισορροπία, η κοινωνία ωριμάζει και σιγά σιγά παύει να πιστεύει σε ήρωες ή σε ηρωικές οντότητες. Οι λύσεις θα δοθούν (αν δοθούν ποτέ) συνολικά».


Οσον αφορά τη δική του πορεία, είναι και αυτός φειδωλός στις περιγραφές: «Προσωπικά πιστεύω ότι το βιβλίο είναι ο συγγραφέας και όχι το αντίθετο. Γι’ αυτό είμαι επιφυλακτικός για τον ρόλο που πρέπει να παίζω σ’ αυτό (εξ ου και το τόσο σύντομο βιογραφικό μου). Θεωρώ ότι η ιδιότητά μου ως φοιτητή Ιατρικής στο ΑΠΘ και ο τόπος γέννησης με καθορίζουν αρκετά για όποιον ενδιαφέρεται να μάθει. Οσο για τα σχέδιά μου, νομίζω ότι ακολουθώντας την κύρια συμβουλή του βιβλίου πρέπει να κλείσω τα μάτια και να ονειρευτώ. Ισως έτσι ξυπνήσω κάποια στιγμή».