Ο Γκομπρόβιτς, αυτό το τρομερό παιδί του πολωνικού μοντερνισμού, ο βλάσφημος και βιτριολικός συγγραφέας της Πορνογραφίας και του Τρανσατλάντικ, ως φιλόσοφος δεν χρειάζεται παρά έξι ώρες και ένα τέταρτο για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αφηρημένη αυτή επιστήμη έχει ελάχιστη χρησιμότητα για τη ζωή του ανθρώπου. Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδισε να τη μελετάει σε όλη του τη ζωή και να μπολιάσει σχεδόν κάθε έργο του με τα διδάγματά της. Ο φίλος του, ποιητής Τσέσουαβ Μίουος, που κέρδισε το βραβείο Νομπέλ το 1980, θυμάται ότι στον Γκομπρόβιτς δεν άρεσε να μιλάει για τίποτε άλλο παρά μόνο για φιλοσοφία. Από το 1959 ακόμη, όταν βρισκόταν στο Μπουένος Αϊρες, έδινε στον Κύκλο Φίλων της Τέχνης διαλέξεις πάνω στο έργο του Χάιντεγκερ. Και ήδη το 1936 ο πρόδρομος του πολωνικού μοντερνισμού Μπρούνο Σουλτς, που μοιραζόταν μαζί του το πάθος για τον Χούσσερλ, του έγραφε τα παρακάτω προφητικά και αποκαλυπτικά λόγια: «Εχεις τη στόφα μεγάλου ανθρωπιστή, η παθολογική σου ευαισθησία για τις αντινομίες δεν είναι παρά η νοσταλγία του οικουμενικού, η επιθυμία να εξανθρωπίσεις βάρβαρες ζώνες, να απαλλοτριώσεις μία μία τις ιδεολογίες, για να τις ενσωματώσεις στο αχανές πεδίο της ενότητας». Και όμως, τον Οκτώβριο του 1966, σε μία από τις τελευταίες σελίδες του Ημερολογίου που δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, ο Γκομπρόβιτς θα εκφράσει με μεγάλη πίκρα και σαρκασμό το συμπέρασμα των Μαθημάτων φιλοσοφίας του, την πεμπτουσία θα έλεγε κανείς όσων είδε και βίωσε στα ταραγμένα χρόνια της ζωής του: «Το θεμελιώδες πρόβλημα της εποχής μας, αυτό που κυριαρχεί ολοκληρωτικά στη δυτική επιστήμη, μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: όσο πιο σοφός είναι κανείς τόσο μεγαλύτερο κτήνος αποδεικνύεται».


Δηλητήριο ή πιστόλι


Μπορεί να ακουστεί παράξενο, το πάθος του όμως για τη φιλοσοφία ήταν αυτό που έσωσε τον Γκομπρόβιτς από τον αυτοχειριασμό. Το 1969, στη Βανς, ο συγγραφέας που αργοπέθαινε από επώδυνη ασθένεια των πνευμόνων είχε ζητήσει από τους φίλους του Κοντσταντίν Α. Ζιελένσκι και Ντομινίκ ντε Ρου να του προμηθεύσουν κάποιο δραστικό δηλητήριο ή έστω ένα πιστόλι προκειμένου να λυτρωθεί από την καθημερινή οδύνη. «Μόνο η φιλοσοφία θα είχε τη δύναμη να κινητοποιήσει το πνεύμα του αυτή τη στιγμή της ψυχικής παρακμής» αναφέρει για το εγχείρημα η σύζυγος του Γκομπρόβιτς Μαρί Ρίτα Λαμπρός. Τα Μαθήματα φιλοσοφίας υπαγορεύθηκαν από τον Γκομπρόβιτς στη διάρκεια ενός μηνός (27 Απριλίου – 25 Μαΐου 1969) στην ίδια και στον Ντομινίκ ντε Ρου, και δεν είναι παρά μια προσπάθεια κωδικοποίησης ή προσωπικής ανακατασκευής των θεωριών των σύγχρονων στοχαστών που κατά τη γνώμη του Γκομπρόβιτς «αναζοωγόνησαν τη φιλοσοφία του αιώνα μας». Στόχος του ήταν να ανασυστήσει ένα είδος «γενεαλογίας του υπαρξισμού», επινοώντας ένα «γενεαλογικό δέντρο», που κορμός του θα ήταν το έργο του Κίρκεργκορ. Σε αυτό έχει θέση πλειάδα στοχαστών. Γιατί «για τον Μαρξ, όπως και για τον Κίρκεργκορ έχει κανείς ανάγκη τον Χέγκελ. Και δεν μπαίνει κανείς στον Χέγκελ χωρίς να γνωρίζει την Κριτική του καθαρού λόγου του Καντ. Η οποία, με τη σειρά της έλκει την καταγωγή της εν μέρει από τον Χιουμ και από τον Μπέρκλεϋ. Πηγαίνοντας ακόμη μακρύτερα, θα ήταν απαραίτητο να διαβάζαμε τουλάχιστον Αριστοτέλη και λίγο από τον Πλάτωνα, χωρίς να ξεχνάμε τον Ντεκάρτ…».


Ο Γκομπρόβιτς εκείνη την εποχή είναι τόσο φορτισμένος συναισθηματικά που σχεδιάζει να γράψει ένα θεατρικό με θέμα τον πόνο. Στρέφεται όμως και εναντίον του άσπονδου φίλου του Ζαν Πολ Σαρτρ: «Ο πραγματικός ρεαλισμός μπροστά στη ζωή είναι να γνωρίζεις ότι το συγκεκριμένο, η γνήσια πραγματικότητα, είναι ο πόνος. Αντίθετα, η σύγχρονη φιλοσοφία υιοθετεί έναν τόνο πομπώδη, διδακτικό, λες και ο πόνος δεν υπάρχει. Ο Σαρτρ φτάνει στο σημείο να πει ότι τα βασανιστήρια αποτελούν ενδεχομένως απόλαυση για όποιον σκέφτεται ότι θα πάει στον παράδεισο μετά τον θάνατό του. Θα ήθελα να γράψω κάτι που να μπορέσει να αποδώσει την έννοια του πόνου, κάτι αληθινά τρομακτικό και απόλυτο, το ίδιο το θεμέλιο της πραγματικότητας. Εγώ βλέπω τον κόσμο σαν μια οντότητα απόλυτα ζοφερή και κενή, όπου το μόνο αληθινό πράγμα είναι εκείνο που προκαλεί κακό: συγκεκριμένα, ο πόνος. Αυτός είναι ο αληθινός διάβολος, τα υπόλοιπα δεν είναι παρά ρητορείες».


Ο αιώνιος ηθοποιός


Το έργο του Γκομπρόβιτς χτίζεται στο σημείο τομής των δύο κύριων ρευμάτων της σκέψης του 20ού αιώνα: της ψυχανάλυσης και του υπαρξισμού, του οποίου θεωρούσε εαυτόν έναν από τους προδρόμους του. «Ο άνθρωπος» λέει «είναι ένας αιώνιος ηθοποιός, αλλά ένας φυσικός ηθοποιός, γιατί το τέχνασμά του είναι εγγενές· το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να είσαι ηθοποιός, το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να προσομοιώνεις τον άνθρωπο (…) Πίσω από αυτή τη μάσκα δεν υπάρχει πρόσωπο – το μόνο που μπορείς να ζητήσεις είναι να αποκτήσει συνείδηση του τεχνάσματος που συνιστά την κατάστασή του, και να το ομολογήσει». Ο συγγραφέας της Φερντυτούρκε ανακαλύπτει με πικρία πως αγωνιζόμαστε αδιάκοπα με τη Μορφή και την Ανωτερότητα, αλλά μας έλκουν σταθερά το Χάος και η Κατωτερότητα, επειδή νομίζουμε ότι μπορούμε να είμαστε πιο ελεύθεροι μέσα σε αυτά. Στην πραγματικότητα η μόνη δυνατή ελευθερία, έστω και μερική, βρίσκεται στην καλλιτεχνική δημιουργία. Η τέχνη είναι το μόνο μέσο που διαθέτουν οι άνθρωποι μέσα στο χάος της Υπαρξης για να δώσουν κάποια αξία στη δική τους μορφή.


Ο Γκομπρόβιτς υποστηρίζει με σθένος πως η ατομική συνείδηση δεν υπάρχει. Επιτίθεται στον Επαναστατημένο άνθρωπο του Καμύ και σε αυτή του την κριτική ενυπάρχει ήδη όλη η κριτική την οποία θα ασκήσει στη φιλοσοφία προς το τέλος της ζωής του: «Για μένα η συνείδηση, και εννοώ την ατομική συνείδηση, δεν έχει την ίδια δύναμη όπως για τον Καμύ. Μήπως δεν βλέπουμε σε κάθε βήμα μας ότι η συνείδηση δεν έχει τίποτα να πει; Είναι άραγε πεπεισμένος ο Καμύ ότι από τη συνείδηση εξαρτάται αν ο άνθρωπος θα σκοτώσει ή θα βασανίσει; Σκοτώνει γιατί σκοτώνουν οι άλλοι. Βασανίζει γιατί βασανίζουν οι άλλοι. Η πιο φριχτή πράξη γίνεται εύκολη γιατί ο δρόμος που φέρνει τον άνθρωπο ως εκεί ήταν ήδη στρωμένος· έτσι και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης: το μονοπάτι του θανάτου ήταν τόσο τέλεια χαραγμένο, ώστε ο μικροαστός, ανίκανος να σκοτώσει ακόμη και μύγα στο σπίτι του, να θανατώνει χωρίς ενδοιασμούς τον διπλανό του».