Την τελευταία εικοσαετία όλο και περισσότερα βιβλία πολιτικής και κοινωνικής ανάλυσης απαντούν καταφατικά στο ερώτημα αν συντελείται γύρω μας μια κοσμογονία. Ισως ο όρος «κοσμογονία» να είναι υπερβολικός, καθώς, όπως γράφει ο Γεράσιμος Κουζέλης, καθηγητής Επιστημολογίας και Κοινωνιολογίας της Γνώσης, «ούτε η ιστορία ούτε ο καπιταλισμός έχουν τελειώσει». Ωστόσο, όπως το θέτει ο γνωστός καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Δημήτρης Θ. Τσάτσος, «η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στην αμιγή της μορφή δύει. Και ανατέλλει μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία η οποία στηρίζεται στην άμεση συμμετοχή του πολίτη» (σελ. 51). Οι περισσότερο συμμετοχικές μορφές δημοκρατίας δεν έχουν πραγματοποιηθεί ακόμη. Ομως, στο λεξιλόγιο της δημοκρατικής θεωρίας, έννοιες όπως διαβούλευση και δημοψήφισμα έχουν αρχίσει να εκτοπίζουν τις έννοιες βουλή και εκλογέας. Θα μπορούσε να γραφεί «μια ιστορία που αρχίζει με τον υπήκοο, περνάει στον πολίτη-εκλογέα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας για να φτάσει στον πολιτικό πολίτη, που σημαίνει τον πολίτη που διεκδικεί την ενεργό πολιτική του συμμετοχή» (σελ. 57). Γράφοντας για μια άλλη μετάβαση, ο Κουζέλης βλέπει ότι ανατέλλει ένας τρίτος κόσμος, ο οποίος έρχεται να προστεθεί στον φυσικό κόσμο και στον κοινωνικό κόσμο. Είναι ένας εντελώς τεχνητός κόσμος χρηστών των υπολογιστών, που έχει συντεθεί από εμάς, βάσει των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι σύγχρονες τεχνολογίες. Πρόκειται για έναν «ολόκληρο κόσμο γιατί εκτείνεται σε όλο το πεδίο δραστηριοτήτων μας, από τον ελεύθερο χρόνο ως την εργασία και την επιστημονική έρευνα» (σελ. 52).


Οργάνωση συμβιβασμών



Τα νέα τοπία, τα οποία ανιχνεύουν οι δύο συγγραφείς, είναι αντιφατικά γιατί είναι ταυτόχρονα πραγματικά και δυνητικά (δηλαδή εν μέρει πλασματικά). Η δημοκρατία είναι πραγματική στον βαθμό που εξακολουθεί να είναι μια «διαδικασία αναζήτησης και οργάνωσης συμβιβασμών μεταξύ των αντιθέσεων μέσα στην κοινωνία της πολιτικής διαφορετικότητας» (Τσάτσος, σελ. 68). Εν τούτοις, «τα γεγονότα, ο εκφερόμενος πολιτικός λόγος, το πρόσωπο που εκπροσωπεί έναν πολιτικό θεσμό, συνήθως, δεν είναι αυτό που πράγματι είναι αλλά αυτό που θέλουν να εμφανίσουν οι ισχυροί των ΜΜΕ ότι είναι» (σελ. 70). Ο τρίτος κόσμος του Κουζέλη, από την άλλη μεριά, είναι πραγματικός γιατί παράγει «κοινωνικές και επιστημονικές-τεχνολογικές επιπτώσεις» (σελ. 56). Παράδειγμα επίπτωσης είναι η διάκριση μεταξύ «χρηστών» και «αχρήστων» (αγγλιστί, «users» και «losers»), δηλαδή μεταξύ όσων χρησιμοποιούν υπολογιστές και όσων αδυνατούν ή δεν θέλουν να το κάνουν, με αποτέλεσμα έναν νέο κοινωνικό αποκλεισμό. Ο νέος κόσμος είναι ταυτόχρονα πλασματικός, καθώς «συγκροτεί ένα ψηφιακό ανάλογο της πραγματικότητας» (σελ. 60). Τα στοιχεία της πραγματικότητας μεταφράζονται σε ψηφιοποιημένες πληροφορίες που, με τη σειρά τους, μεταφράζονται πάλι σε μια αναγνωρίσιμη εικόνα στην οθόνη του υπολογιστή μας. Αυτό βέβαια δεν θα αρκούσε για να κάνει τον νέο κόσμο πλασματικό. Οι άνθρωποι πάντοτε είχαν τη δυνατότητα συμβολοποίησης της πραγματικότητας (π.χ. με τις λέξεις). Το κρίσιμο είναι ότι διαθέτουμε έναν κόσμο ψηφιακής προσομοίωσης της πραγματικότητας, μέσα στον οποίον είμαστε χρήστες της τεχνολογίας. Ο νέος κόσμος «αποκτά νόημα για εμάς μόνο στη χρήση του» (σελ. 62).


Η χρήση όμως προϋποθέτει τη γνώση χρήσης, που – σύμφωνα με τον Κουζέλη – διαφέρει από τις οικείες μορφές γνώσεις γιατί ούτε και ο πιο ειδικός επιστήμονας της τεχνολογίας πληροφορίας και επικοινωνίας δεν μπορεί να ανασυγκροτήσει τις γνώσεις του σε προτασιακή μορφή. Η γνώση του εκδηλώνεται κατά την εφαρμογή της. Αντίθετα με τον ειδικό των άλλων επιστημών, ο ειδικός της τεχνολογίας πληροφορίας και επικοινωνίας δεν εργάζεται αναπαράγοντας κάποιον δεδομένο κόσμο (της φύσης ή της κοινωνίας). Παίζει και πειραματίζεται λύνοντας προβλήματα που συναντά ο μη ειδικός χρήστης υπολογιστών, κατασκευάζοντας νέο λογισμικό, κ.λπ.


Οι πολλοί ή οι σοφοί;


Ποιες είναι οι πολιτικές επιπτώσεις της νέας γνώσης; Ο Κουζέλης δεν τις θίγει. Για να τις βρούμε πρέπει να επιστρέψουμε στον Τσάτσο, παρ’ ότι αυτός δεν αναφέρεται καθόλου στη σχέση της πολιτικής με τις νέες τεχνολογίες. Επανερχόμενος στο παλαιό ερώτημα για το αν η πολιτεία πρέπει να κυβερνάται από τους πολλούς ή από τους σοφούς, ο Τσάτσος τασσόμενος σαφώς με τους πολλούς, προβληματίζεται για το εξής: μήπως, σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, ο επιστημονικός λόγος περιορίζει τον πολιτικό σε βαθμό ώστε οι πολιτικές επιλογές να αναζητούν τη νομιμοποιητική βάση τους στον επιστημονικό λόγο; Ο λόγος των μηχανικών ή των οικονομολόγων και – θα προσθέταμε – των ειδικών της πληροφορικής για το τι είναι τεχνικά εφικτό περιορίζει τις επιλογές της δημοκρατικά οργανωμένης πολιτείας. Πολλές φορές δε ο επιστημονικός λόγος ανάγεται στη μόνη πολιτική επιλογή και τότε ο επιστημονικός λόγος περιβάλλεται το ένδυμα του πολιτικού λόγου. Μήπως ανιχνεύεται και εδώ μια κοσμογονία, βλαπτική για τη δημοκρατία; Ο Τσάτσος επαναφέρει τα πράγματα στη θέση τους: «η πολιτική επιλογή παραμένει μεν στην αρμοδιότητα του πολιτικού φορέα, διατηρείται δηλαδή η πρωταρχικότητα του πολιτικού λόγου, αυτός που τον εκφέρει όμως εκ των πραγμάτων αλλά και λόγω της πολιτικής του ευθύνης, αδυνατεί να αγνοήσει τους όρους και τα όρια, κυρίως βέβαια τους κινδύνους που επισημαίνει ο επιστημονικός λόγος… Η διαμόρφωση ελεύθερης πολιτικής βούλησης προϋποθέτει αφενός την τελική πρωταρχικότητα του πολιτικού λόγου, αφετέρου όμως και μια πολιτική με επιστημονική ευθύνη και μια επιστήμη με πολιτική ευθύνη» (σελ. 106- 107).


Τα βιβλία των Τσάτσου και Κουζέλη εκδόθηκαν σε μικρή χρονική απόσταση, αλλά δεν γράφτηκαν για να συνομιλήσουν το ένα με το άλλο. Και οι δύο συγγραφείς, ωστόσο, παρήγαγαν μικρά δοκίμια που ανιχνεύουν μεγάλες αλλαγές, αν όχι κοσμογονίες. Παρακολουθούν τις διεθνείς αναζητήσεις γύρω από τη σχέση επιστήμης και κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος, προσφέροντας ο καθένας τη δική του άποψη. Είναι δε παράδοξο όσο και ανακουφιστικό ότι και αυτοί και άλλοι έλληνες πανεπιστημιακοί, εργαζόμενοι σε ιδρύματα χωρίς βιβλιοθήκες, δημόσια κονδύλια για έρευνα ή διοικητική υποστήριξη, εξακολουθούν να παράγουν νέα γνώση. Να δούμε πόσο θα αντέξουν.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών