Μάλλον ετοιμαζόταν να αποσυρθεί για τα καλά ο Λέοναρντ Κοέν, αφού κατά δική του κατοπινή δήλωση «μετά τα 70 καταλαβαίνει κανείς ότι γερνάει» και το 2004 ήταν ακριβώς 70 ετών, όταν αντιλήφθηκε ότι ήταν απένταρος. Η επί 17 χρόνια μάνατζέρ του και ερωμένη του για ένα φεγγάρι Κέιλι Λινς είχε σφετεριστεί πάνω από 5 εκατομμύρια δολάρια από τον τραπεζικό του λογαριασμό και του είχε αφήσει μόνο 150.000 δολάρια για το συνταξιοδοτικό του κεφάλαιο. Η γενναία υπεξαίρεση είχε γίνει όσον καιρό εκείνος ήταν μοναχός του ζεν στο όρος Μπάλντι του Λος Αντζελες. Ακολούθησε μια δίκη-κυκεώνας που διήρκεσε έναν χρόνο και παρ’ ότι ο παθών κέρδισε στη συνέχεια 5 εκατομμύρια στερλίνες, δεν προβλεπόταν να πάρει κάποια από αυτά τα λεφτά σύντομα. Χρειάστηκε να υποθηκεύσει το σπίτι του στο Λος Αντζελες για να πληρώσει τα έξοδα της δίκης και να γίνει ξανά, στα 72 του, ένας «Beautiful Loser» – όπως είχε προδιαγράψει το 1966 στο ομότιτλο μυθιστόρημά του.


«Θα το διασκεδάσουμε»


Ηξερε τι να κάνει σε αυτή την περίπτωση. Δέκα χρόνια μετά το τελευταίο του βιβλίο και 50 χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου, εξέδωσε Το Βιβλίο του Πόθου, μια συλλογή 167 ποιημάτων διανθισμένων με περίπου 40 σκίτσα και καλλιγραφίες του, όπως φιλοτεχνήθηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Υδρα, στον Καναδά, στην Ινδία και στο μοναστήρι του όρους Μπάλντι. «Φίλε μου, θα το διασκεδάσουμε» είπε για το νέο του βιβλίο στον Robin Schatz του λογοτεχνικού περιοδικού «Bloomberg» στις 5 Ιουνίου 2006. Βλέπουμε τώρα τι εννοούσε σε ένα από τα ποιήματα του Βιβλίου του Πόθου, το «Η Αλεξάνδρα φεύγει», κατά το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» του Κ. Π. Καβάφη, το οποίο έγραψε στην Υδρα τον Σεπτέμβριο του 1999: «… Ακόμα κι αν κοιμάται πάνω στο σατέν σου / Ακόμα και αν σε ξυπνά μ’ ένα φιλί / Μην πεις πως τη φαντάστηκες ετούτη τη στιγμή / Μην υποκύψεις σε παρόμοια στρατηγική. /


Η μοναδική ικανότητα του Κοέν να κάνει τη βασανισμένη ανθρώπινη ύπαρξη απόλυτα θαυμαστή επανήλθε στο προσκήνιο. Το βιβλίο λατρεύτηκε στην πατρίδα του, και έγινε το πρώτο βιβλίο ποίησης που εκτοξεύθηκε στη λίστα των λογοτεχνικών μπεστ σέλερ του Καναδά. Ενα κοντσέρτο διοργανώθηκε προς τιμήν του το 2005 στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας και αποτέλεσε τη βάση για το ντοκυμαντέρ-ταινία της Lian Lunson «Ι’ m your man» το 2006, νέο φόρο τιμής στον «ποιητή και τραγουδοποιό για τον οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι – μιας κάποιας ηλικίας και ιδιοσυγκρασίας – τρέφουν φλογερά αισθήματα. Μια τέτοια κατηφής μορφή, με το βλέμμα να ατενίζει κατάματα τον φακό, και μέσα απ’ αυτόν εμάς, μοιάζει να προέρχεται από τα βάθη της παλιάς Ευρώπης, μόνο που οι άνθρωποι της παλιάς Ευρώπης δεν έμοιαζαν ποτέ τόσο άψογα φροντισμένοι και κομψοί. Ουδέποτε έβαλε κάτι δεύτερο πάνω του ο Κοέν, κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Η υπογραμμισμένη με εξαιρετική ακρίβεια εικονογραφία στα ποιήματά του είναι το μυστικό της ζωντάνιας τους. Χθες και σήμερα, ο Λέοναρντ Κοέν είναι η προσωποποίηση της κλάσης – αλλά μιας κλάσης με συναίσθημα». Ως και ο πρίγκιπας Κάρολος δήλωσε σε τηλεοπτική συνέντευξη μαζί με τους γιους του ότι «… είναι υπέροχος. Οι ενορχηστρώσεις του είναι εκπληκτικές, και οι στίχοι του και όλα».


Μια νορβηγίδα καλλονή


Καθώς για πρώτη φορά ο Κοέν φαίνεται να γεύεται την ολοκληρωτική αποδοχή των πάντων, η παραγωγή του επιταχύνθηκε σε όλα τα επίπεδα. Ενας έρωτας του έδωσε πάλι πνοή για να εκδώσει ένα νέο άλμπουμ με τίτλο «Blue Alert», με την τραγουδίστρια και νυν ερωμένη του Ανζανί Τομάς. Ο Τύπος θυμήθηκε πάλι τη θρυλική σχέση του με τις γυναίκες, οι οποίες έπαιξαν κατά καιρούς τον ρόλο της μούσας. Η αγαπημένη του Ανζανί έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο άλμπουμ του 1984 «Various Positions». Ο ίδιος δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά είναι πατέρας δύο παιδιών, του Ανταμ (1972) και της Λόρκα (1974), που απέκτησε με τη Σούζαν Ελροντ. Το «So Long Marianne» απευθυνόταν στη Μαριάν Γένσεν, μια νορβηγίδα καλλονή, με την οποία ο Κοέν έζησε την πιο ειδυλλιακή περίοδο της ζωής του στην Υδρα, όπου έγραψε πολλά από τα τραγούδια που τον έκαναν διάσημο. Η «Suzanne» δεν απευθυνόταν στη μητέρα της κόρης του, αλλά ήταν εμπνευσμένη από τη γυναίκα ενός γλύπτη φίλου του, τη Σουζάν Βερντάλ (γι’ αυτό και ο Κοέν λέει ότι «άγγιξε το τέλειο σώμα της μόνο με το μυαλό του»), ενώ το «Sisters of Mercy» γράφτηκε μετά την περιπέτειά του με δύο αδελφές, στις οποίες προσέφερε καταφύγιο στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο. Το «Chelsea Hotel» αναφέρεται σε μια σύντομη, ελάχιστα ρομαντική, συνεύρεσή του με την Τζάνις Τζόπλιν. «Λένε για μένα ότι είμαι μανιώδης κυνηγός γυναικών, αλλά ποιος άλλος πέρασε χίλιες νύχτες μόνος πάνω σε ένα βουνό;» τον είδαμε να λέει στο ντοκυμαντέρ «Ι’ m your man». Στο μοναστήρι πάντως πήγε το 1994 όχι γιατί είχε σκοπό να ασπαστεί τον βουδισμό αλλά για να ανακαλύψει τον εαυτό του και να απολαύσει την παρέα του Τζόσου Σασάκι Ρόσι, ο οποίος ήταν ηγετική μορφή του μοναστηριού και φίλος του. Εγκατέλειψε δε τον μοναστικό βίο πέντε χρόνια αργότερα γιατί «Ημουν ο χειρότερος μοναχός που γνώρισε ποτέ το μοναστήρι. Είχα γίνει 65 χρόνων και τα έβρισκα όλα πολύ αυστηρά».


Γεννήθηκε στο Κεμπέκ στις 21 Σεπτεμβρίου 1934 και έχασε τον πατέρα του σε ηλικία έξι ετών, κάτι που φαίνεται να τον σημάδεψε σε όλη του τη ζωή. Εξέδωσε τα πρώτα ποιήματα που τον έκαναν γνωστό στους καναδικούς λογοτεχνικούς κύκλους τον καιρό που ήταν σπουδαστής στο Πανεπιστήμιο McGill. Το 1963 εγκαταστάθηκε στην Υδρα, όπου έγραψε και το μυθιστόρημα The favorite game (1963), ένα χρονικό που απλώνεται σε δύο δεκαετίες (1930-1950) και εξιστορεί τις φάσεις της διαμόρφωσης ενός ποιητή που είναι εραστής της ζωής, λάτρης αθεράπευτος του κάλλους, καταγραφέας των ψυχικών και πνευματικών διακυμάνσεων, παρατηρητής των όσων συμβαίνουν γύρω του, σε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών (Το αγαπημένο παιχνίδι, μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδόσεις Μελάνι, 2005). Με το Beautiful Losers γνώρισε το 1966 την παγκόσμια επιτυχία ως συγγραφέας. Καθώς η ποίηση δεν μπορούσε να του εξασφαλίσει τα προς το ζην, το 1967 αποφάσισε να εγκατασταθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και να ασχοληθεί με τη μουσική, πρωτίστως ροκ με πολλά στοιχεία από την αμερικανική κάντρι και τη μουσική των ευρωπαϊκών καμπαρέ. Εχει κυκλοφορήσει ως σήμερα 15 άλμπουμ και έχει γράψει 10 ποιητικές συλλογές, ενώ μια νέα γενιά μουσικών έχει ανακαλύψει τους θησαυρούς των συνθέσεών του.


Η βραχνή φωνή του


Ο παλιός φίλος του και συνομήλικος Φίλιπ Γκλας εμπνεύστηκε τώρα από την ποίηση και τις ζωγραφιές του τροβαδούρου, επέλεξε 22 από τα ποιήματα του Βιβλίου του Πόθου και συνέθεσε επάνω στον καμβά τους ένα κοντσέρτο για μουσικά σύνολα, σόλο ερμηνείες, λέξεις και ζωγραφική. Η μουσική παράσταση του Γκλας θα έρθει τον Ιούλιο και στην Αθήνα, στο θέατρο Badminton. Αλλά και ο Κοέν θα εμφανιστεί στην Αθήνα. Στις 29 Ιουλίου η βραχνή φωνή του θα ακουστεί στο Θέατρο του Λυκαβηττού.