Ισως δεν μάθουμε ποτέ αν τελικά τη δάγκωσε την ελιά ο Γιάννης Σακελλαράκης εκείνο το καλοκαίρι του 1963 που ανέσυρε από τον λασπερό πυθμένα του πηγαδιού στο ανάκτορο της Ζάκρου το αρχαίο κωνικό κύπελλο με τις μαύρες ελιές. Νεαρός επιμελητής αρχαιοτήτων τότε, προθυμοποιήθηκε να κατέβει στο πηγάδι με το πηχτό λασπόνερο όπου οι εργάτες της ανασκαφής δίσταζαν να μπουν. Από τα διάφορα κεραμικά αντικείμενα που ανέσυρε από τον πυθμένα ένα είχε ενδιαφέρον: ένα ακέραιο «άωτο κωνικό κύπελλο», σύμφωνα με τον αρχαιολογικό όρο, ξέχειλο από κατάμαυρες κρητικές ελιές. Κρεατωμένες, όπως σημειώνει ο συγγραφέας. Τις λίγες στιγμές που τις κράτησε στα χέρια του κάτω από το λιγοστό φως του ηλίου είχε τον πειρασμό να δοκιμάσει μία. Την ξεχώρισε, την ξέπλυνε, αλλά δεν μας λέει αν τόλμησε να τη φέρει στο στόμα του και να τη γευτεί. Οι φωνές των εργατών από το χείλος του πηγαδιού τον ανάγκασαν να σηκώσει το εύρημά του και να το παραδώσει.


Μαύρες ζαρωμένες κουκκίδες


Στο Μουσείο του Ηρακλείου, όπου εκτίθεται το κύπελλο, διακρίνονται στο βάθος του μερικές μαύρες ζαρωμένες κουκκίδες, μικρότερες από κουκούτσια ελιάς. H ιστορία για αυτές τις μαύρες κρητικές ελιές που κρατήθηκαν ζουμερές και ζωντανές τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια μέσα στο νερό του πηγαδιού επιβεβαιώνεται τώρα πια μόνο από την επιγραφή του Νικολάου Πλάτωνα, ανασκαφέα της Ζάκρου. «Οταν εξήχθησαν εκ του ύδατος ήσαν ως να συνελέγησαν προσφάτως εκ των δένδρων. Τούτο διακρίνεται σαφώς εις τας τότε ληφθείσας φωτογραφίας. Ατυχώς ολίγα λεπτά κατόπιν οι καρποί συνερρικνώθησαν με ραγδαιότητα…».


H Γεύση μιας προϊστορικής ελιάς είναι το πρώτο από τα έξι αφηγήματα, άλλα μικρά και άλλα μεγαλύτερα, αυτού του βιβλίου που περιέχει αναμνήσεις και εντυπώσεις από ανασκαφές και σκέψεις από τόπους που επισκέφθηκε ο αρχαιολόγος. Είναι γνωστή η χαρισματική γραφή του Γιάννη Σακελλαράκη τόσο από προηγούμενα βιβλία του όπως το Ανασκάπτοντας το παρελθόν όσο ακόμη και από τις επιστημονικές δημοσιεύσεις του. Γράφει ωραία και παρασύρει. Ετσι και αυτή τη φορά, σε αυτό το βιβλίο, που δεν είναι αρχαιολογικό, παρ’ όλο που μιλάει για την αρχαιολογία, ο αναγνώστης θα τον ακολουθήσει ευχαρίστως στα ταξίδια της σκέψης και στις αναζητήσεις του και θα μοιραστεί μαζί του τις απορίες του για ερωτήματα που η προϊστορία αφήνει συνήθως αναπάντητα.


Τι γυρεύει στην Αίγυπτο, ας πούμε, η κρητική τοιχογραφία που βρήκε ο αυστριακός συνάδελφός του στο φαραωνικό ανάκτορο της Τελ ελ-Ντάμπα (είναι η αρχαία Αβαρις) στον Νείλο; Εδώ δεν πρόκειται για μερικά αγγεία ή άλλα κρητικά αντικείμενα που μπορεί να έφεραν τα κρητικά καράβια αλλά για μια μεγάλη τοιχογραφία που ανασυντέθηκε από εκατοντάδες θραύσματα τα οποία βρέθηκαν στο δάπεδο ενός ανακτορικού κτίσματος του 16ου αιώνα π.X., της εποχής του Φαραώ Αχμοζη. H παράσταση δείχνει τον ταυροκαθάπτη τη στιγμή του επικίνδυνου σάλτου πάνω στη ράχη του ταύρου. Ο καλλιτέχνης πρέπει να ήταν Κρητικός. Πώς όμως βρέθηκε στην Τελ ελ-Ντάμπα ένας μινωίτης ζωγράφος; Πρόκειται για βασιλική παραγγελία; Και γιατί ένα τόσο ξενόφερτο θέμα στην πλούσια θεματογραφία της Αιγύπτου; «Μήπως και μια μινωίτισσα πριγκίπισσα τερπόταν στη θέα μερικών οικείων της εικόνων για να λησμονήσει προς στιγμήν την πίκρα της ξενιτιάς;» αναρωτιέται ο συγγραφέας.


Καθώς η προϊστορία δεν διαθέτει κείμενα του Θουκυδίδη ή του Ηρόδοτου, ο αρχαιολόγος αισθάνεται συχνά μπροστά στο εύρημά του πως έχει να λύσει ένα αστυνομικό αίνιγμα. Κάπως έτσι αισθάνθηκε και ο Γιάννης Σακελλαράκης στις Αρχάνες, στον τόπο της μεγάλης του ανασκαφής, όταν θέλησε να απαντήσει σε μιαν απορία όχι προϊστορική αυτή τη φορά αλλά σχεδόν σύγχρονη. Το διήγημα Αστυνομικές ιστορίες, που ουσιαστικά αναφέρεται στην αρχαιοκαπηλία και στην κιβδηλεία, δραστηριότητες που ήταν σε έξαρση στην Κρήτη, γράφτηκε σε ανύποπτο χρόνο, πολύ προτού έρθουν στην επικαιρότητα οι άθλοι των διαφόρων αρχαιοκαπηλικών κυκλωμάτων που τελευταία μας κατακλύζουν.


Στόματα ερμητικά κλειστά


Στις Αρχάνες λοιπόν θέλησε να μάθει ποιος ήταν ο «Γάλλος» ή και οι «Γάλλοι» που κάθε τόσο ανέφεραν με νόημα οι Αρχανιώτες στο καφενείο, αλλά όταν εκείνος τους ρωτούσε, τα στόματα έκλειναν ερμητικά. Ετσι άρχισε η… αστυνομική έρευνα και ο μίτος της ιστορίας ενός «διάσημου» αρχαιοκάπηλου ξετυλίχθηκε αργά και με δυσκολία. Λίγοι από τους παλαιότερους θυμόντουσαν ακόμη τον Μανόλη Σεγρεδάκη που είχε φύγει νέος, στις αρχές του 20ού αιώνα, στο Παρίσι, όπου πλούτισε και άνοιξε μια γκαλερί. Στις αποθήκες της είχε τόσα αρχαία που θα μπορούσε να ζήσει, όπως λέγεται ότι είπε, την οικογένεια για εκατό χρόνια! Κάθε τόσο γύριζε πίσω στην Κρήτη, όπου ήταν γνωστός για τις αγαθοεργίες του, και οι συνεργάτες του τον προμήθευαν με αρχαία και μετά έφευγε για να ξαναγυρίσει τον επόμενο χρόνο. Αργότερα πήρε κοντά του και εισήγαγε στα μυστικά της παρανομίας και τον ανιψιό του Νικόλαο Κουτουλάκη, του οποίου το όνομα αναφέρεται και στα πρόσφατα δημοσιεύματα αρχαιοκαπηλίας. Θυμάται και άλλες ιστορίες σε αυτό το διήγημα ο συγγραφέας. Ιστορίες για λαθρανασκαφές και για κιβδηλείες.


Σκέψεις, εμπειρίες, συναισθήματα που βγαίνουν μέσα από τη δουλειά του αρχαιολόγου σχεδόν αυθόρμητα μαζί με τα ευρήματα της ανασκαφής του απλώνονται στις σελίδες αυτού του μικρού βιβλίου, το τελευταίο διήγημα του οποίου είναι αφιερωμένο στον Οθέλλο. Τυχερός ο σκύλος της Εφης και του Γιάννη Σακελλαράκη, ο Οθέλλος, γιατί, όπως φαίνεται, ήταν κοντά τους σε μερικές ανασκαφές. Αλλο να τις διαβάζεις και να τις ακούς σε διαλέξεις και άλλο να βλέπεις τα ευρήματα όταν βγαίνουν από τη γη ή όταν πλυμένα απλώνονται στον ήλιο να στεγνώσουν. Τυχερός ακόμη γιατί ένας κοτζάμ αρχαιολόγος τού αφιέρωσε ένα διήγημα όπου μιλάει για τους προγόνους του, τα γένη των αρχαίων ελληνικών σκυλιών, έτσι όπως μας έφθασαν σε απεικονίσεις στην αρχαία αγγειογραφία και πλαστική, και μάλιστα πρόφτασε και να του το «διαβάσει». Μετά ο Οθέλλος έφυγε πλήρης ημερών.