Ενας Ινδός παίρνει ινδούς ήρωες, χρησιμοποιεί ως χώρο δράσης το Νέο Δελχί και άλλα μέρη της πατρίδας του, προσθέτει μυστήρια, φόνους, έρευνες, επιπλέον έρωτες και πάθη, και γράφει Το χρώμα του πένθους (πρωτότυπος τίτλος: The village of widows). Πρόκειται για τον Ραβί Σανκάρ Ετέθ, δημοσιογράφο και πολιτικό γελοιογράφο, γεννημένο στην Κεράλα το 1960. Σε αυτό ο συγγραφέας αφηγείται δύο εντελώς διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες έχουν τον ίδιο πρωταγωνιστή, τον Τζέϋ Σαμορίν, γιο αξιωματικού που πολέμησε στον πόλεμο Ινδίας – Πακιστάν στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η μία διαδραματίζεται στο σήμερα και η άλλη στο κοντινό παρελθόν. Η πρώτη σχετίζεται με τη δολοφονία, για λόγους φαινομενικά σεξουαλικούς, ενός διπλωμάτη στην πρεσβεία της Μαδαγασκάρης, την οποία καλείται να εξιχνιάσει ο ήρωας και η δεύτερη συνδέεται με τη δολοφονία της μητέρας του και την καταδίκη του πατέρα του σε θάνατο. Οι δύο ιστορίες συγκλίνουν καθώς ο Σαμορίν, μετά την εξιχνίαση της πρώτης δολοφονίας αποφασίζει να ερευνήσει το σκοτεινό έγκλημα που στοιχειώνει την ύπαρξή του και τον κάνει να θυμάται τα παιδικά του χρόνια, εποχή αθωότητας, έστω και αν οι αναμνήσεις του είναι θολές.


Στον δρόμο προς την αναζήτηση της αλήθειας τον συντροφεύουν μερικά πρόσωπα, το καθένα από τα οποία αποτελεί και ένα σημαντικό ψηφιδωτό στο μωσαϊκό της ζωής του, ανεξάρτητα αν εκπροσωπούν το Καλό ή το Κακό: η θεία του, ο παλιός συμμαθητής του Ντίρεν Ντας, ζωγράφος της καλής κοινωνίας, ο φίλος του πρέσβης Τσιρανάνα – σπούδασαν Ιστορία στην Οξφόρδη – και η υπαστυνόμος Αννα Χαν που μετατέθηκε πρόσφατα στο Νέο Δελχί από το Κασμίρ. Η Αννα, η οποία επί πολλά χρόνια δρούσε σε μια εύφλεκτη περιοχή όπου αφγανοί ισλαμιστές αντάρτες – έχουν σκοτώσει τον σύζυγό της – επιδιώκουν την αυτονόμησή της από την Ινδία – τους σκότωνε χωρίς οίκτο -, βοηθάει τον Σαμορίν στις έρευνές του. Το κλειδί της υπόθεσης βρίσκεται σε ένα μυστηριώδες μέρος, έναν συνοικισμό απόκληρων της κοινωνίας, αποκαλούμενο «Το χωριό με τις χήρες», όπου αργοπεθαίνουν εξαθλιωμένες γυναίκες χωρίς σύζυγο. Εκεί ένας γιατρός, ο οποίος πειραματίζεται με φάρμακα κατά της λευχαιμίας, τις περιθάλπει επιτελώντας – υποτίθεται – θεάρεστο έργο.


Ο συγγραφέας, με άπειρες γνώσεις πάνω στην πολιτική, στη μουσική, στη λογοτεχνία, στην αρχαία φιλοσοφία (λ.χ. μνημονεύει τον Πλάτωνα), στον δυτικό πολιτισμό γενικά (ίσως κάποιος σκεφτεί πως κάνει επίδειξη αυτών των γνώσεων για να κερδίσει τον δυτικό αναγνώστη), στο παρόν μυθιστόρημα αναφέρεται στο Νέο Δελχί, πόλη πολιτικών και διπλωματών, καλλιτεχνών και κοσμικών, μα και κυβερνητικών αξιωματούχων και αστυνομικών, οι οποίοι σφετερίζονται χρήματα που προορίζονται για αναξιοπαθούντες. Αναφέρεται επίσης στην Ινδία, μια χώρα με αντιθέσεις, όπου συνυπάρχουν οι θρύλοι (π.χ. η Μαχαμπχαράτα), οι θεότητες (Κάλι, Κρίσνα κ.ά.), οι μύθοι (Μαχάτμα Γκάντι, Ιντιρα Γκάντι), αλλά και η άνευ ορίων διαφθορά: «Μιλάμε για αρρωστημένη χώρα… Οι φτωχοί πέφτουν θύματα βασανιστηρίων και εκμετάλλευσης από τους πλούσιους που θέλουν να τους πιουν το αίμα για μερικές συσκευές DVD» λέει κάποιος. Επίσης θίγει το ζήτημα των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών που γενικά θεωρούνται πλάσματα δεύτερης κατηγορίας. Εντέλει, ο Ραβί Σανκάρ εκμεταλλεύεται τις κυριότερες έννοιες που χρησιμοποιούνται στη λογοτεχνία από καταβολής κόσμου, το μίσος, την εκδίκηση, την τιμωρία, την απόδοση δικαιοσύνης, και μας παραδίδει ένα θελκτικό μυθιστόρημα.