Ο έλληνας αναγνώστης γνώρισε τον Γκούναρ Στόλεσεν (Μπέργκεν Νορβηγίας, 1947) με το βιβλίο του Δικός σου ως το θάνατο, όπου πρωταγωνιστεί ο Βαργκ Βέουμ, ένας μοναχικός – θυμίζει σε πολλά τον Φίλιπ Μάρλοου – ιδιωτικός ντετέκτιβ. Εδώ, στο μυθιστόρημα Στο σκοτάδι όλοι οι λύκοι είναι γκρι, ο ήρωας αναλαμβάνει να εξιχνιάσει μια μυστηριώδη υπόθεση που πάει βαθιά στο παρελθόν, στις δεκαετίες του ’70, του ’50, μα και πιο πίσω, στη δεκαετία του ’40 με την κατοχή της Νορβηγίας από τους Γερμανούς, την Αντίσταση, τον αγώνα για την ελευθερία. Τρεις είναι οι ιστορίες που συνδέονται μεταξύ τους: η δράση ενός κουκουλοφόρου καταδότη, ο οποίος ήταν γνωστός ως «Ποντικοφάρμακο» τον καιρό του Β´ Παγκόσμιου Πολέμου, μια ύποπτη πυρκαϊά με δεκαπέντε νεκρούς σε ένα εργοστάσιο χρωμάτων, όπου εργαζόταν ο μηδέποτε τιμωρηθείς καταδότης μερικά χρόνια μετά, και η δολοφονία του καταδότη από αγνώστους πολύ αργότερα.


Ολα αρχίζουν με την τυχαία συνάντηση σε ένα καφέ του Βέουμ – είναι χωρισμένος, έχει έναν μικρό γιο και καλοβλέπει την καινούργια βοηθό του οδοντιάτρου δίπλα στο γραφείο του – με τον συνταξιούχο αστυνομικό, εργένη και αντιστασιακό Χιάλμαρ Νύμαρκ, ο οποίος του αποκαλύπτει την εμμονή του: πιστεύει ότι υπεύθυνος για την πυρκαϊά ήταν ο ιδιοκτήτης, ο οποίος έκτοτε πλούτισε και μετανάστευσε στο εξωτερικό. Ο ίδιος κάνει σχετικές έρευνες – η επίσημη αστυνομία έχει αδιαφορήσει -, και μάλιστα διαθέτει αρχείο με στοιχεία από εφημερίδες. Μια μέρα ο Νύμαρκ πέφτει θύμα τροχαίου ατυχήματος και σύντομα πεθαίνει, αφού προλαβαίνει να πει στον Βέουμ ένα όνομα που φαίνεται να είναι το κλειδί στην περίεργη ιστορία. Αυτός υπόσχεται να ψάξει να βρει την αλήθεια, κάτι που δεν γίνεται χωρίς προσωπικό κίνδυνο, καθώς οι φόνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον.


Το βιβλίο είναι πρωτίστως πολιτικό μυθιστόρημα με κοινωνικές επισημάνσεις. Ο Στόλεσεν μιλάει για δύο διαφορετικούς κόσμους, τον λαμπερό, όσων ζουν σε μεγάλες βίλες, και τον σκοτεινό, των άλλων που βρίσκονται στον πάτο της κοινωνίας· μιλάει επίσης για το παρελθόν κάποιων ανθρώπων που στις δύσκολες στιγμές της πατρίδας τους έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία της και ανακηρύχθηκαν «ήρωες πολέμου», αλλά και για μερικούς από αυτούς – ελάχιστους – που απαρνήθηκαν τα ιδανικά τους και τα θυσίασαν όλα, ακόμη και τη φιλία, στον βωμό της εξουσίας, των κερδοφόρων επιχειρήσεων και της ευμάρειας. Είναι ταυτόχρονα και ένα νουάρ ανάγνωσμα με ντεκόρ την ομίχλη, τη νύχτα, το αναιμικό φως, τον χλωμό ήλιο και τη βροχή του Μπέργκεν, ενός μεγάλου λιμανιού, όπου ο ουρανός απλώνεται «σαν γκρίζα, υγρή μοκέτα πάνω από την πόλη», πάνω από την αποβάθρα και τις παλιές εργατικές κατοικίες. Ο συγγραφέας περιγράφει μοναχικούς ανθρώπους χωρίς παρόν και χωρίς μέλλον, ανθρώπους με μυστικά, που συζητούν μπροστά σε ένα ποτήρι με αλκοολούχο ποτό. Αυτή είναι και η γοητεία της αφήγησης: το ζοφερό κλίμα που δημιουργείται από την παρουσία αποτυχημένων ανθρώπων σε ένα καταθλιπτικό περιβάλλον. Οι πιο ατμοσφαιρικές σκηνές δεν είναι, ίσως, εκείνες στα στέκια των αστέγων, ατόμων περιθωριακών έτσι κι αλλιώς, αλλά οι άλλες, στην αίθουσα του «Μπίνγκο», με τους καταφρονεμένους που επιχειρούν να προκαλέσουν άτολμα την τύχη τους, και στο εστιατόριο με τη χορευτική μουσική και τους μαραμένους κακομοίρηδες – άνδρες και γυναίκες – που προσπαθούν να διασκεδάσουν φλερτάροντας τους ομοίους τους.


Ο κ. Φίλιππος Φιλίππου είναι συγγραφέας.